Η διαφαινόμενη εκτόνωση της κρίσης μεταξύ των τριών κυβερνητικών εταίρων δεν συνιστά εχέγγυο ούτε για την αποφυγή αντιστοίχων στο μέλλον, ούτε για τη βελτιστοποίηση του κυβερνητικού έργου.
Αυτά, όμως, έχει ανάγκη ο τόπος…
Εάν το αποτέλεσμα της χθεσινοβραδινής «άσκησης» ήταν να αποκτήσει ξανά ο τόπος κυβέρνηση, η οποία θα είναι σε θέση να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να τον οδηγήσει στην οδό της εξόδου από την κρίση, τότε ήταν μια.. «άσκηση» που άξιζε τον κόπο.
Ήδη, όμως, τα σημάδια είναι διαφορετικά...
Από τις αντικρουόμενες ερμηνείες των τριών κυβερνητικών εταίρων στο διπλό «ναι» που είπε χθες το Συμβούλιο της Επικρατείας για τον τερματισμό της λειτουργίας της ΕΡΤ και τη σύσταση ενός άλλου φορέα ραδιοτηλεόρασης, έως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την ανάγκη αναδιαμόρφωσης της προγραμματικής ατζέντας, επί της οποίας πρέπει να κινηθούν, ατυχώς, προκύπτει μόνον ένα συμπέρασμα.
Πρόκειται για ανθρώπους που σχεδόν αδυνατούν να ομονοήσουν για τις πραγματικές ανάγκες του τόπου αλλά και για την ιεράρχηση με την οποία αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Όσα βιώνει η χώρα στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, με αφορμή την κρίση περί την ΕΡΤ αλλά και όσα έχει δει στη διάρκεια του τελευταίου έτους, με αποκορύφωμα τη χθεσινή συνάντηση των τριών πολιτικών αρχηγών, καταδεικνύουν την πραγματική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους αυτούς, θέτοντας στο περιθώριο τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις.
Επί έναν χρόνο τώρα η κυβέρνηση Σαμαρά, πέραν της αναγκαστικής διαχειριστικής προσέγγισης που έχει επιδείξει για την επίτευξη των στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, δεν μπορεί να παρουσιάσει ούτε ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό έργο, ούτε όραμα για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, βάσει ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.
Όσο πιεστικές και εάν εμφανίζονται οι ανάγκες της κοινωνίας, όσο και αν κορυφώνεται το καθημερινό δράμα των πολιτών, και ιδίως των ανέργων, η παρούσα κυβέρνηση εμμένει σε μια διεκπεραιωτικού χαρακτήρα προσέγγιση της κρίσης, αδυνατώντας να διαφύγει τόσο από το έλλειμμα αποτελεσματικότητας που τη διακρίνει, όσο και από την άβυσσο διαφορετικών προτεραιοτήτων των κομμάτων που τη συγκροτούν.
Εάν το γεγονός τούτο, όπως αναδείχθηκε στη χθεσινή συνάντηση των επικεφαλής τους, έγινε κατανοητό, μέλλει να αποδειχθεί. Οι πιθανότητες, όμως, είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Λάθη υπήρξαν από όλες τις πλευρές και άλλοθι για τη διάπραξή τους δεν αποτελεί πάντα η αντίσταση της «άλλης πλευράς».
Το γεγονός ότι ο κ. Αντ. Μανιτάκης εμφανίζεται απρόθυμος να προωθήσει με ταχύτερους ρυθμούς την αναμόρφωση του δημόσιου τομέα δεν είναι άλλοθι για το τσεκούρι που επιχείρησε να επιβάλει το Μαξίμου στην ΕΡΤ.
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επωμίστηκε τον κύριο όγκο του πολιτικού κόστους στη διάρκεια της πρώτης διετίας του μνημονίου δεν «νομιμοποιεί» την απουσία του από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, ώστε να μη φθαρεί περαιτέρω.
Υπό το πρίσμα αυτό, η χθεσινοβραδινή συμφωνία των κ. Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη για τον επανασχεδιασμό της προγραμματικής τους ατζέντας, τη θεσμοθέτηση ενός πλαισίου συντονισμού του κυβερνητικού έργου και την αλλαγή προσώπων σε υπουργεία κομβικού χαρακτήρα, αποτελεί ένα νέο σημείο αφετηρίας σε μία κυβέρνηση που έως χθες δεν απέδιδε τα «συμπεφωνημένα».
Η χώρα, καλώς ή κακώς, ακολούθησε επί πολλά χρόνια ένα στρεβλό μονοπάτι.
Για να βγει από το μονοπάτι αυτό δεν απαιτείται μόνον μία συγκροτημένη και αποτελεσματική προσπάθεια εξόδου από την παρούσα κρίση αλλά, κυριότερα, η επίδειξη ομοψυχίας και συνεργασίας μεταξύ όσων είναι σε θέση να προωθήσουν αυτόν τον εθνικό στόχο.
Εάν οι τρεις αρχηγοί εκτιμούν ότι το ζητούμενο της χθεσινής συναντήσεώς τους ήταν μόνον η αποφυγή μιας πρόωρης εκλογικής αναμέτρησης και όχι η εξεύρεση ενός κοινού τόπου συνεννόησης για την επίτευξη του σκοπού αυτού, τότε τζάμπα ο κόπος...
Άλλη ευκαιρία, πιθανότατα, δεν θα υπάρξει.
Του κ.Ν.Γ.Δρόσου