Πριν από λίγες ημέρες ένας «μυστηριώδης» επενδυτής ο αρμενικής καταγωγής Αμερικανός Paul Kazarian ο οποίος διευθύνει την επενδυτική εταιρία Japonica (το όνομα του δρόμου που έμενε ο Καζάριαν όταν ήταν παιδί) ξεκίνησε μια διαφημιστική καμπάνια στον διεθνή τύπο και σε ελληνικές εφημερίδες προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία αναβάθμισης της Ελλάδας στην κατηγορία αξιολόγησης Α+ δηλαδή στις ανεπτυγμένες και σταθερές αγορές.
Η εταιρία του ανακοίνωσε ότι είναι πρόθυμη να αγοράσει το 10% σχεδόν του ελληνικού χρέους έναντι... 3.8 δις δολαρίων (περίπου 2.9 δις ευρω). Στη διαφήμιση του λέει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η ελληνική επιτυχία ότι δηλαδή η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ όλων των ευρωπαικών χωρών στο διαρθρωτικό πλεόνασμα με 1,2% του ΑΕΠ και με τη Σουηδία δεύτερη με 0,5% του ΑΕΠ της , όπως επίσης ότι η Ελλάδα θα είναι πρώτη το 2014 μεταξύ των 30 ανεπτυγμένων οικονομιών με πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά προσαρμοσμένο στο 5,4% του ΑΕΠ με δεύτερη τη Σιγκαπούρη με 3,3% του ΑΕΠ.
Ο διεθνής τύπος γράφει ότι ο στόχος του κ. Καζάριαν δεν είναι σαφής και ότι η ανακοίνωση του δεν είχε καμία επίπτωση στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Σύμφωνα πάντα με τον διεθνή τύπο η αγορά δεν τον πίστεψε.
Χωρίς να είναι σαφές γιατί ο κ. Καζάριαν κάνει όσα κάνει για την Ελλάδα, όπως αναφέρει στη διαφήμιση του, η εταιρία του διαθέτει ελληνικά ομόλογα και αυτό μας δίνει μια ιδέα γιατί επιδιώκει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Το ζήτημα όμως δεν είναι τι θέλει και τι πιστεύει ο Καζάριαν, το ζήτημα είναι ότι αυτά που λέει για την ελληνική οικονομία στέκουν. Και πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε.
Σήμερα η προσπάθεια της Ελλάδας έχει αναγνωρισθεί. Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν έχει αναγνωρισθεί και η επιτυχία. Όλοι μιλάνε για προσπάθεια, αλλά όχι για επιτυχία, ενώ στην πραγματικότητα, το βασικό ζητούμενο όλης αυτής τής ταλαιπωρίας που ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος έχει ήδη επιτευχθεί. Βεβαίως (και εδώ το επιχείρημα Καζάριαν είναι αβέβαιο) η διατηρησιμότητα αυτών των επιτυχιών δεν μπορεί να διασφαλισθεί αν δεν προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Κινδυνεύουμε δηλαδή ανάλογα με τις διαθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης να ξαναπέσουμε στο κενό.
Όμως δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι σήμερα η κυβέρνηση διαθέτει για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η κρίση κάποια ισχυρά επιχειρήματα για να μπορέσει να διαπραγματευθεί. Βεβαίως δεν έχει υλοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές (που κατά τη γνώμη μου είναι και οι σημαντικότερες) αλλά από την άλλη μεριά έχει πιάσει τους στόχους του ελλείμματος.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στη μίζερη καθημερινότητα μας μια προοπτική. Και πάνω σε αυτή την προοπτική μπορεί να πατήσει η κυβέρνηση και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους.
Τι θα διαπραγματευθεί όμως;
Κατά τη γνώμη μου η διαπραγμάτευση ξεκίνησε λάθος και θα χάσουμε. Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται για να αποφύγει τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ενώ θα έπρεπε να διαπραγματεύεται για να κερδίσει περισσότερα κάνοντας όλες τις συμφωνημένες αλλαγές. Η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να γίνεται ήδη στο τι περισσότερο θα μας δώσουν οι ξένοι και όχι το τι λιγότερο από τα συμφωνημένα θα κάνουμε εμείς.
Μπορούμε να θεωρούμε βέβαιη την επιμήκυνση του χρέους μας και ενδεχομένως την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου με το οποίο δανειζόμαστε. Δεν αρκούν όμως αυτά. Η χώρα χρειάζεται επενδύσεις, χρειάζεται χρηματοδότηση για συγκεκριμένες συμφωνημένες δράσεις που θα αυξήσουν την απασχόληση και το εισόδημα. Η χώρα χρειάζεται αναγνώριση, είναι αναγκαίο να τονισθεί έντονα ότι ο κίνδυνος της εξόδου από το ευρώ έχει εκλείψει και ότι η χώρα είναι σε τροχιά σταθερότητας.
Αυτά λοιπόν έπρεπε να διαπραγματευόμαστε, την αύξηση των ωφελειών μας και όχι την αποφυγή των υποχρεώσεων μας.
Δυστυχώς ακόμη δεν το κάνουμε. Ακόμη λειτουργούμε αποκλειστικά και μόνο με τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, με τις προσωπικές πελατειακές σχέσεις του κάθε υπουργού και των βουλευτών, με βάση τον ρυθμό που δίνει η άκρατη παροχολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι δεν θα πετύχουμε τίποτα χρήσιμο. Ακόμη και αν πετύχουμε κάτι, θα είναι εις βάρος μας αν δεν έχουμε διορθώσει την αιτία του κακού που είναι ασφαλώς διαρθρωτική και συνδέεται άμεσα με τη σχέση δημοσίου τομέα, πολιτικών κομμάτων και εγχώριας διαπλοκής.
Του κ.Γ.Νικολόπουλου
Η εταιρία του ανακοίνωσε ότι είναι πρόθυμη να αγοράσει το 10% σχεδόν του ελληνικού χρέους έναντι... 3.8 δις δολαρίων (περίπου 2.9 δις ευρω). Στη διαφήμιση του λέει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η ελληνική επιτυχία ότι δηλαδή η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ όλων των ευρωπαικών χωρών στο διαρθρωτικό πλεόνασμα με 1,2% του ΑΕΠ και με τη Σουηδία δεύτερη με 0,5% του ΑΕΠ της , όπως επίσης ότι η Ελλάδα θα είναι πρώτη το 2014 μεταξύ των 30 ανεπτυγμένων οικονομιών με πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά προσαρμοσμένο στο 5,4% του ΑΕΠ με δεύτερη τη Σιγκαπούρη με 3,3% του ΑΕΠ.
Ο διεθνής τύπος γράφει ότι ο στόχος του κ. Καζάριαν δεν είναι σαφής και ότι η ανακοίνωση του δεν είχε καμία επίπτωση στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Σύμφωνα πάντα με τον διεθνή τύπο η αγορά δεν τον πίστεψε.
Χωρίς να είναι σαφές γιατί ο κ. Καζάριαν κάνει όσα κάνει για την Ελλάδα, όπως αναφέρει στη διαφήμιση του, η εταιρία του διαθέτει ελληνικά ομόλογα και αυτό μας δίνει μια ιδέα γιατί επιδιώκει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Το ζήτημα όμως δεν είναι τι θέλει και τι πιστεύει ο Καζάριαν, το ζήτημα είναι ότι αυτά που λέει για την ελληνική οικονομία στέκουν. Και πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε.
Σήμερα η προσπάθεια της Ελλάδας έχει αναγνωρισθεί. Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν έχει αναγνωρισθεί και η επιτυχία. Όλοι μιλάνε για προσπάθεια, αλλά όχι για επιτυχία, ενώ στην πραγματικότητα, το βασικό ζητούμενο όλης αυτής τής ταλαιπωρίας που ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος έχει ήδη επιτευχθεί. Βεβαίως (και εδώ το επιχείρημα Καζάριαν είναι αβέβαιο) η διατηρησιμότητα αυτών των επιτυχιών δεν μπορεί να διασφαλισθεί αν δεν προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Κινδυνεύουμε δηλαδή ανάλογα με τις διαθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης να ξαναπέσουμε στο κενό.
Όμως δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι σήμερα η κυβέρνηση διαθέτει για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η κρίση κάποια ισχυρά επιχειρήματα για να μπορέσει να διαπραγματευθεί. Βεβαίως δεν έχει υλοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές (που κατά τη γνώμη μου είναι και οι σημαντικότερες) αλλά από την άλλη μεριά έχει πιάσει τους στόχους του ελλείμματος.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στη μίζερη καθημερινότητα μας μια προοπτική. Και πάνω σε αυτή την προοπτική μπορεί να πατήσει η κυβέρνηση και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους.
Τι θα διαπραγματευθεί όμως;
Κατά τη γνώμη μου η διαπραγμάτευση ξεκίνησε λάθος και θα χάσουμε. Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται για να αποφύγει τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ενώ θα έπρεπε να διαπραγματεύεται για να κερδίσει περισσότερα κάνοντας όλες τις συμφωνημένες αλλαγές. Η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να γίνεται ήδη στο τι περισσότερο θα μας δώσουν οι ξένοι και όχι το τι λιγότερο από τα συμφωνημένα θα κάνουμε εμείς.
Μπορούμε να θεωρούμε βέβαιη την επιμήκυνση του χρέους μας και ενδεχομένως την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου με το οποίο δανειζόμαστε. Δεν αρκούν όμως αυτά. Η χώρα χρειάζεται επενδύσεις, χρειάζεται χρηματοδότηση για συγκεκριμένες συμφωνημένες δράσεις που θα αυξήσουν την απασχόληση και το εισόδημα. Η χώρα χρειάζεται αναγνώριση, είναι αναγκαίο να τονισθεί έντονα ότι ο κίνδυνος της εξόδου από το ευρώ έχει εκλείψει και ότι η χώρα είναι σε τροχιά σταθερότητας.
Αυτά λοιπόν έπρεπε να διαπραγματευόμαστε, την αύξηση των ωφελειών μας και όχι την αποφυγή των υποχρεώσεων μας.
Δυστυχώς ακόμη δεν το κάνουμε. Ακόμη λειτουργούμε αποκλειστικά και μόνο με τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, με τις προσωπικές πελατειακές σχέσεις του κάθε υπουργού και των βουλευτών, με βάση τον ρυθμό που δίνει η άκρατη παροχολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι δεν θα πετύχουμε τίποτα χρήσιμο. Ακόμη και αν πετύχουμε κάτι, θα είναι εις βάρος μας αν δεν έχουμε διορθώσει την αιτία του κακού που είναι ασφαλώς διαρθρωτική και συνδέεται άμεσα με τη σχέση δημοσίου τομέα, πολιτικών κομμάτων και εγχώριας διαπλοκής.
Του κ.Γ.Νικολόπουλου