Οι εξαγωγές χτύπησαν το «καμπανάκι»... - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Οι εξαγωγές χτύπησαν το «καμπανάκι»...

 
Εδώ και αρκετούς μήνες, τα στοιχεία από το μέτωπο των εξαγωγών δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. 
Η ετήσια επίδοση επιβεβαίωσε την τάση. Τα «κατορθώματα» του 2012 δεν επαναλήφθηκαν...



Αντιθέτως, για πρώτη φορά μετά το 2010, οι εξαγωγές (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) μειώθηκαν πέρυσι κατά... 2,2%. Πολλά μπορούν να γραφτούν για τη συγκυρία και τις επιδράσεις της, ωστόσο μια γενικότερη προσέγγιση του θέματος είναι ίσως περισσότερο αποκαλυπτική.

Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το παραδοσιακό μοντέλο δραστηριότητας στην Ελλάδα αλλάζει πολύ αργά και βασανιστικά. Ακόμη και σήμερα, οι νέες επιχειρήσεις που δημιουργούνται αφορούν πολύ περισσότερο παραδοσιακούς τομείς με επίκεντρο την εγχώρια κατανάλωση (με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την εστίαση και την αναψυχή), παρά την εξωστρεφή παραγωγή.

Αλλά και από την πλευρά της Πολιτείας, η ενθάρρυνση του εξαγωγικού τομέα είναι περισσότερο στα λόγια, αντί στα έργα, χωρίς να λείπουν και περιπτώσεις ξεκάθαρης επιβάρυνσης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο κόστος ενέργειας που επωμίζεται η ελληνική βιομηχανία.

Πηγαίνοντας λίγο πιο βαθιά στις καταστάσεις, δεν μπορούμε να μην συσχετίσουμε την εικόνα αυτή με τις προτεραιότητες των ξένων δανειστών μας όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις μνημονιακές επιταγές της τρόικας.

Άμεση προτεραιότητα ήταν η εσωτερική υποτίμηση και η δημοσιονομική προσαρμογή. Και τα δύο σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκαν, με το πρώτο να προσφέρει ένα -πρόσκαιρο όπως αρχίζει να διαφαίνεται- πλεονέκτημα και στις εξαγωγές, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας.

Αλλά και τώρα που αυτοί οι στόχοι εξελίσσονται ικανοποιητικά, η πίεση της τρόικας δεν λειτουργεί προς την κατεύθυνση της εξωστρέφειας. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι η περίφημη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ έχει περάσει στο προσκήνιο, με βασικούς άξονες το αν θα πωλούν τα σούπερ μάρκετ παυσίπονα, ή το πόσες μέρες θα διαρκεί το φρέσκο γάλα;

Εν ολίγοις, παρότι οι εταίροι μας διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι μας θέλουν περισσότερο ανταγωνιστικούς, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αξιόλογη πίεση σε θεσμικά και «ποιοτικά» θέματα που θα μπορούσαν εν μέρει άμεσα, εν μέρει σε βάθος χρόνου, να αλλάξουν την εικόνα των ελληνικών εξαγωγών.

Η πραγματική μείωση της γραφειοκρατίας, η ενθάρρυνση -μέσω κινήτρων- των επενδύσεων στον εξαγωγικό τομέα, η στροφή της Παιδείας προς την έρευνα και η σύσφιγξη των σχέσεών της με τον ιδιωτικό τομέα αποτελούν απτά παραδείγματα αυτής της μορφής.

Μια κυνική θεώρηση όσων έχουν συμβεί (κι όσων δεν έχουν συμβεί) δείχνει ότι ενδεχομένως οι προσδοκίες των δανειστών μας για το μέλλον της Ελλάδας πρέπει να μας ανησυχήσουν.

Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα χαμηλού κόστους, με συμμαζεμένο προϋπολογισμό, όπου κύριος στυλοβάτης της οικονομίας (πλην της εσωτερικής κατανάλωσης) είναι οι ξένες επενδύσεις (άμεσες και έμμεσες) κι ο τουρισμός ενέχει μεγάλους κινδύνους για το βιοτικό μας επίπεδο.

Για να γίνει πιο ξεκάθαρη η κατάσταση, ίσως θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ολίγον… μπακάλικα. Πέρα από το θέμα του δημοσιονομικού ελλείμματος, στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας η χώρα αντιμετώπιζε μεγάλα ανοίγματα στο «ισοζύγιό» της με το εξωτερικό. Πιο απλά, το χρήμα που έβγαινε από τη χώρα (για να αγοραστούν αγαθά και υπηρεσίες από το εξωτερικό) ήταν πολύ περισσότερο από εκείνο που έμπαινε.

Τώρα το ισοζύγιο αυτό πλησιάζει σε σημεία ισορροπίας. Είναι όμως πολύ κρίσιμο να σημειώσουμε ότι αυτό συντελέστηκε μέσα από τη βίαιη μείωση του βιοτικού επίπεδου, που είχε πολύ μεγάλη επίπτωση στο σκέλος των εισαγωγών.

Για να το πούμε ακόμη πιο απλά, αν οι εισαγωγές αυτοκινήτων άρχιζαν να ανεβαίνουν στα επίπεδα του παρελθόντος, τότε το ισοζύγιο θα ξανάνοιγε. Εκτός κι αν μαζί τους ανέβαιναν και οι εξαγωγές άλλων αγαθών και υπηρεσιών.

Ειδικά στην περίπτωση του τουρισμού όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε τον μεγάλο ρόλο που παίζουν οι τιμές στην ελκυστικότητα των «πακέτων», κι ότι -δυστυχώς- οι τιμές αυτές είναι άμεσα εξαρτημένες από το γενικότερο βιοτικό επίπεδο στη χώρα.

Στον κανόνα αυτόν υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως είναι σχεδόν πάντα σε βάρος των ντόπιων. Με άλλα λόγια, υπάρχουν χώρες στις οποίες ο τουρισμός κινείται ανεξάρτητα, υπό την έννοια ότι μπορεί οι τιμές να είναι ακριβές, ενώ το βιοτικό επίπεδο της χώρας είναι χαμηλό, διότι είναι «γκετοποιημένος» σε συγκεκριμένες περιοχές - και κατά κανόνα υπό ξένη ιδιοκτησία και διαχείριση.

Εν ολίγοις, μπορεί η χώρα να έχει βρεθεί κοντά σε ένα σημείο δημοσιονομικής ισορροπίας, αυτό όμως δεν εγγυάται ότι θα υπάρξει βελτίωση της κατάστασης που ζουν οι πολίτες, αν δεν υπάρξει γνήσια «ανάπτυξη» υπέρ των συμφερόντων τους.

Ανάπτυξη που θα δημιουργεί καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, ανάπτυξη σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και με ενεργό ρόλο του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού. Ανταγωνιστικότητα εν ολίγοις -και στην παραγωγή- με ποιοτικούς όμως όρους, όχι στο ποιος λαμβάνει τα… λιγότερα.

Υπάρχουν ορισμένοι στον χώρο της Αριστεράς που θεωρούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ως διά μαγείας και με κύρια επίδραση εκ μέρους του κράτους. Ή ότι αρκεί κάποιος να μιλά για τα δικαιώματα της εργασίας και των μισθωτών και θα έρθει το κράτος να τα ικανοποιήσει. Οι ιδέες όμως αυτές έχουν ήδη αποδειχθεί πολλάκις λανθασμένες ανά την υδρόγειο.

Αυτό που λείπει δεν είναι οι απαιτήσεις και οι διεκδικήσεις προνομίων, αλλά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου οικονομικού μοντέλου, προσαρμοσμένου στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και στις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού, με κύριο άξονα μια υγιή ιδιωτική πρωτοβουλία, που θα συνδυάζει το ανταγωνιστικό «ίδιον όφελος» με το όφελος του κοινωνικού συνόλου από τον δημιουργούμενο πλούτο.

Αλλά τέτοιες προτάσεις σπανίως ακούγονται. Διότι είναι κατά κανόνα ήπιες, συναινετικές και τεχνοκρατικές. Δεν μπαίνουν εύκολα στο «άσπρο-μαύρο» της καλλιεργούμενης πόλωσης και τις πνίγει ο βόμβος του εκατέρωθεν λαϊκισμού.

To κ.Γ.Παπανικολάου
Bookmark and Share