Η πορεία προς τις ευρωεκλογές μπορεί να ανιχνευθεί καθαρότερα μέσα από τις διάσημες πλέον τρεις αποστροφές ενός ιδιαίτερα ευφυούς, αλλά καταστροφικού πολιτικού (του Ντόναλντ Ράμσφελντ, υπουργού Άμυνας στην κυβέρνηση Μπους, που εξαπέλυσε την άφρονα εισβολή στο Ιράκ).
Σύμφωνα με αυτές, κάθε πραγματικότητα έχει τρεις διαστάσεις: Υπάρχουν εκείνα που...ξέρουμε ότι τα γνωρίζουμε (known, knowns). Υπάρχουν επίσης εκείνα που ξέρουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε (known, unknowns). Τέλος, υπάρχουν και εκείνα που αγνοούμε, αλλά νομίζουμε ότι τα γνωρίζουμε, ενώ εν τέλει είμαστε σε βαθύ σκοτάδι (unknown, unknowns).
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο σημείο: Οι εκστρατείες όλων των κομμάτων δεν ανταποκρίνονται στο τι πιστεύουν και νιώθουν οι πολίτες αντανακλώντας έτσι απλώς αντιλήψεις του μικρόκοσμού τους. Πώς λοιπόν να γίνουν αξιόπιστα σε ψηφοφόρους που ξεκινούν από δυσπιστία και φθάνουν από τη δυσφορία στην οργή;
Η ΝΔ έχει κάνει μία από τις πιο απογοητευτικές προεκλογικές εκστρατείες της, ανάλογη εκείνης του Μαΐου του 2012. Όφειλε να κάνει το αυτονόητο και να υιοθετήσει μια χαμηλότονη επικοινωνία προβάλλοντας χωρίς υπερβολές τα όποια σταθεροποιητικά βήματα στην οικονομία, κάνοντας λόγο για ένα δύσβατο και ανηφορικό δρόμο. Μόνο έτσι άλλωστε θα γινόταν πιστευτή. Το αποτέλεσμα των άκριτων θριαμβικών μηνυμάτων, με δεδομένα τα όσα βιώνουν οι ψηφοφόροι, είναι να τους εξοργίζει. Στην ουσία, η επικοινωνία της εξελίχθηκε σε δώρο στον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, οι βαρύτατες εκφράσεις Σαμαρά κατά Τσίπρα, ότι ο τελευταίος είναι «υπονομευτής της σταθερότητας» και πως επιδιώκει την επιστροφή στην κρίση, έβλαψαν τη ΝΔ. Την ίδια ώρα άλλωστε, ο Βενιζέλος πετύχαινε το ακατόρθωτο: Να εμφανιστεί ο ίδιος και το κόμμα του ως οι de facto αποσταθεροποιητές της κυβέρνησης με το τραγελαφικό του δίλημμα!
Τίποτα δεν κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ σε αξιοπιστία με μηδενισμούς. Οι ψηφοφόροι δεν πείθονται ότι έχει ένα στοιχειωδώς ρεαλιστικό πρόγραμμα. Το κόμμα του παραμένει ένα αντιφατικό μωσαϊκό. Όσο λαϊκίζει, χάνει, όπως συνέβη και με τον Σαμαρά σε αντίστοιχο ρόλο. Όμως, τουλάχιστον απέφυγε ο ίδιος το μεγάλος λάθος, ενώ κέρδισε πόντους στην πολύ καλή του εμφάνιση στο ευρωπαϊκό ντιμπέιτ. Με όλα στη ζυγαριά, πρόβαλε ως το μη χείρον. Έτσι όμως, κάθε άνοδός του είναι εύθραυστη και πεπερασμένη.
Τα παραπάνω μάς οδηγούν σε μια επόμενη αποστροφή του Ράμσφελντ, δηλαδή σε εκείνο, που οι περισσότεροι πολίτες έχουν πλέον εμπεδώσει: Ότι δηλαδή η χώρα πορεύεται με ένα άκρως παθογενές και αδιόρθωτο κομματικό σύστημα. Αυτό αποτελείται από ένα ανεπαρκέστατο στελεχικό δυναμικό, που πιάνει θέσεις κλειδιά στο κράτος, είναι ανίκανο να διοικήσει και έχει στο DNA του πελατειακά σύνδρομα, είτε έχει κληθεί να επανδρώσει θέσεις εξουσίας, είτε φιλοδοξεί να το πράξει. Πέρα από αυτό, σε καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν υπάρχει τόση πόλωση και παντελής απουσία συναίνεσης. Πουθενά επίσης δεν εμφανίζεται τέτοια κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των πολιτών να επιλέγει με κύριο κριτήριο το μη χείρον.
Η τελευταία επισήμανση μάς οδηγεί σε εκείνα που ξέρουμε ότι δεν γνωρίζουμε, καθώς οι ψηφοφόροι είτε επιλέγουν πρωτίστως αρνητικά είτε αποστασιοποιούνται μαζικά, κάνοντας έτσι κάθε εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος να είναι σχεδόν αδύνατη. Επιπροσθέτως, οι δημοσκοπήσεις αποκλίνουν η μία από την άλλη με την αξιοπιστία πολλών από αυτές να βρίσκεται στο ναδίρ. Έτσι, οδηγούμαστε στις ευρωεκλογές με πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων τόσο διότι το τοπίο είναι θολό όσο και διότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα εργαλεία για να φωτιστεί.
Παρ' όλα αυτά μοιάζει να έχουν διαμορφωθεί τάσεις οι οποίες φωτίζουν πιθανότητες για το τι μπορεί να συμβεί. Φυσικά, κάθε πιθανότητα έχει τα σοβαρά ερωτηματικά της.
Πρώτον, για τα δύο κόμματα που κυβερνούν, μπορεί να εκτιμηθεί πως τα αθροιστικά τους ποσοστά θα μειωθούν αισθητά. Πόσο; Τούτο είναι άγνωστο. Η ΝΔ θα πληρώσει το κόστος της απουσίας ενός μεταρρυθμιστικού αφηγήματος, που να συνοδεύεται από μεταρρυθμιστικές πρακτικές.
Δεύτερον, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν κάνει τις χειρότερες δυνατές προεκλογικές εκστρατείες. Αυτό θα έχει ένα μη αμελητέο κόστος. Πόσο; Τούτο είναι επίσης άγνωστο.
Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο ίδιος ο Τσίπρας, ειδικά με την παρουσία του στο ευρωπαϊκό ντιμπέιτ θα ωφεληθεί. Πόσο; Και αυτό είναι άγνωστο. Ούτε τα ποσοστά του είναι προβλέψιμα σε σχέση με εκείνα του 2012, ούτε η όποια διαφορά του από την πτωτική ΝΔ.
Τέταρτον, η Χρυσή Αυγή (και εδώ ενδεικτική είναι η επίδοση Κασιδιάρη στον Δήμο της Αθήνας) θα εμφανίσει αξιόλογα ποσοστά τροφοδοτούμενη από οργισμένους ψηφοφόρους του, που στην πλειονότητά τους απορρίπτουν την ιδεολογία του κόμματος. Η διαχρονικά αντιφατική στάση της ΝΔ και γενικότερα οι σπασμωδικές ενέργειες της κυβέρνησης, εξελίχθηκαν σε δώρο στο ακραίο αυτό κόμμα.
Πέμπτον, η υπερέκθεση του «Ποταμιού» στην τηλεόραση ανέκοψε τη δυναμική του. Ενώ η μετριοπαθής ΔΗΜΑΡ με τον ευπρεπή Κουβέλη δοκιμάζεται.
Έκτον, η πολιτική επιλογή της αποχής θα είναι σημαντική, αλλά η ακριβής έκτασή της είναι ένα ακόμη άγνωστο δεδομένο.
Ένα πάντως είναι βέβαιο, εφόσον συμβούν τα παραπάνω: Η επόμενη ημέρα σε ένα επίπεδο, εκείνο του πολιτικού τοπίου, θα είναι διαφορετική από τη σημερινή. Σε ένα άλλο επίπεδο όμως, εκείνο της κρίσης του κομματικού συστήματος, θα είναι ίδια όπως σήμερα. Διότι, όπως και να έχουν ψηφίσει οι πολίτες, η δυσπιστία τους προς όλους θα παραμείνει στα ύψη. Μπορεί όμως ένα τόσο αναξιόπιστο κομματικό σύστημα να διαχειριστεί την πιο βαθιά κρίση του τόπου;
Υ.Γ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του γράφοντος από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: «ΟΜΠΑΜΑ: ΠΩΣ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ».
- Γράφει ο κ.Γιάννης Λούλης
Σύμφωνα με αυτές, κάθε πραγματικότητα έχει τρεις διαστάσεις: Υπάρχουν εκείνα που...ξέρουμε ότι τα γνωρίζουμε (known, knowns). Υπάρχουν επίσης εκείνα που ξέρουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε (known, unknowns). Τέλος, υπάρχουν και εκείνα που αγνοούμε, αλλά νομίζουμε ότι τα γνωρίζουμε, ενώ εν τέλει είμαστε σε βαθύ σκοτάδι (unknown, unknowns).
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο σημείο: Οι εκστρατείες όλων των κομμάτων δεν ανταποκρίνονται στο τι πιστεύουν και νιώθουν οι πολίτες αντανακλώντας έτσι απλώς αντιλήψεις του μικρόκοσμού τους. Πώς λοιπόν να γίνουν αξιόπιστα σε ψηφοφόρους που ξεκινούν από δυσπιστία και φθάνουν από τη δυσφορία στην οργή;
Η ΝΔ έχει κάνει μία από τις πιο απογοητευτικές προεκλογικές εκστρατείες της, ανάλογη εκείνης του Μαΐου του 2012. Όφειλε να κάνει το αυτονόητο και να υιοθετήσει μια χαμηλότονη επικοινωνία προβάλλοντας χωρίς υπερβολές τα όποια σταθεροποιητικά βήματα στην οικονομία, κάνοντας λόγο για ένα δύσβατο και ανηφορικό δρόμο. Μόνο έτσι άλλωστε θα γινόταν πιστευτή. Το αποτέλεσμα των άκριτων θριαμβικών μηνυμάτων, με δεδομένα τα όσα βιώνουν οι ψηφοφόροι, είναι να τους εξοργίζει. Στην ουσία, η επικοινωνία της εξελίχθηκε σε δώρο στον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, οι βαρύτατες εκφράσεις Σαμαρά κατά Τσίπρα, ότι ο τελευταίος είναι «υπονομευτής της σταθερότητας» και πως επιδιώκει την επιστροφή στην κρίση, έβλαψαν τη ΝΔ. Την ίδια ώρα άλλωστε, ο Βενιζέλος πετύχαινε το ακατόρθωτο: Να εμφανιστεί ο ίδιος και το κόμμα του ως οι de facto αποσταθεροποιητές της κυβέρνησης με το τραγελαφικό του δίλημμα!
Τίποτα δεν κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ σε αξιοπιστία με μηδενισμούς. Οι ψηφοφόροι δεν πείθονται ότι έχει ένα στοιχειωδώς ρεαλιστικό πρόγραμμα. Το κόμμα του παραμένει ένα αντιφατικό μωσαϊκό. Όσο λαϊκίζει, χάνει, όπως συνέβη και με τον Σαμαρά σε αντίστοιχο ρόλο. Όμως, τουλάχιστον απέφυγε ο ίδιος το μεγάλος λάθος, ενώ κέρδισε πόντους στην πολύ καλή του εμφάνιση στο ευρωπαϊκό ντιμπέιτ. Με όλα στη ζυγαριά, πρόβαλε ως το μη χείρον. Έτσι όμως, κάθε άνοδός του είναι εύθραυστη και πεπερασμένη.
Τα παραπάνω μάς οδηγούν σε μια επόμενη αποστροφή του Ράμσφελντ, δηλαδή σε εκείνο, που οι περισσότεροι πολίτες έχουν πλέον εμπεδώσει: Ότι δηλαδή η χώρα πορεύεται με ένα άκρως παθογενές και αδιόρθωτο κομματικό σύστημα. Αυτό αποτελείται από ένα ανεπαρκέστατο στελεχικό δυναμικό, που πιάνει θέσεις κλειδιά στο κράτος, είναι ανίκανο να διοικήσει και έχει στο DNA του πελατειακά σύνδρομα, είτε έχει κληθεί να επανδρώσει θέσεις εξουσίας, είτε φιλοδοξεί να το πράξει. Πέρα από αυτό, σε καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν υπάρχει τόση πόλωση και παντελής απουσία συναίνεσης. Πουθενά επίσης δεν εμφανίζεται τέτοια κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των πολιτών να επιλέγει με κύριο κριτήριο το μη χείρον.
Η τελευταία επισήμανση μάς οδηγεί σε εκείνα που ξέρουμε ότι δεν γνωρίζουμε, καθώς οι ψηφοφόροι είτε επιλέγουν πρωτίστως αρνητικά είτε αποστασιοποιούνται μαζικά, κάνοντας έτσι κάθε εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος να είναι σχεδόν αδύνατη. Επιπροσθέτως, οι δημοσκοπήσεις αποκλίνουν η μία από την άλλη με την αξιοπιστία πολλών από αυτές να βρίσκεται στο ναδίρ. Έτσι, οδηγούμαστε στις ευρωεκλογές με πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων τόσο διότι το τοπίο είναι θολό όσο και διότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα εργαλεία για να φωτιστεί.
Παρ' όλα αυτά μοιάζει να έχουν διαμορφωθεί τάσεις οι οποίες φωτίζουν πιθανότητες για το τι μπορεί να συμβεί. Φυσικά, κάθε πιθανότητα έχει τα σοβαρά ερωτηματικά της.
Πρώτον, για τα δύο κόμματα που κυβερνούν, μπορεί να εκτιμηθεί πως τα αθροιστικά τους ποσοστά θα μειωθούν αισθητά. Πόσο; Τούτο είναι άγνωστο. Η ΝΔ θα πληρώσει το κόστος της απουσίας ενός μεταρρυθμιστικού αφηγήματος, που να συνοδεύεται από μεταρρυθμιστικές πρακτικές.
Δεύτερον, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν κάνει τις χειρότερες δυνατές προεκλογικές εκστρατείες. Αυτό θα έχει ένα μη αμελητέο κόστος. Πόσο; Τούτο είναι επίσης άγνωστο.
Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο ίδιος ο Τσίπρας, ειδικά με την παρουσία του στο ευρωπαϊκό ντιμπέιτ θα ωφεληθεί. Πόσο; Και αυτό είναι άγνωστο. Ούτε τα ποσοστά του είναι προβλέψιμα σε σχέση με εκείνα του 2012, ούτε η όποια διαφορά του από την πτωτική ΝΔ.
Τέταρτον, η Χρυσή Αυγή (και εδώ ενδεικτική είναι η επίδοση Κασιδιάρη στον Δήμο της Αθήνας) θα εμφανίσει αξιόλογα ποσοστά τροφοδοτούμενη από οργισμένους ψηφοφόρους του, που στην πλειονότητά τους απορρίπτουν την ιδεολογία του κόμματος. Η διαχρονικά αντιφατική στάση της ΝΔ και γενικότερα οι σπασμωδικές ενέργειες της κυβέρνησης, εξελίχθηκαν σε δώρο στο ακραίο αυτό κόμμα.
Πέμπτον, η υπερέκθεση του «Ποταμιού» στην τηλεόραση ανέκοψε τη δυναμική του. Ενώ η μετριοπαθής ΔΗΜΑΡ με τον ευπρεπή Κουβέλη δοκιμάζεται.
Έκτον, η πολιτική επιλογή της αποχής θα είναι σημαντική, αλλά η ακριβής έκτασή της είναι ένα ακόμη άγνωστο δεδομένο.
Ένα πάντως είναι βέβαιο, εφόσον συμβούν τα παραπάνω: Η επόμενη ημέρα σε ένα επίπεδο, εκείνο του πολιτικού τοπίου, θα είναι διαφορετική από τη σημερινή. Σε ένα άλλο επίπεδο όμως, εκείνο της κρίσης του κομματικού συστήματος, θα είναι ίδια όπως σήμερα. Διότι, όπως και να έχουν ψηφίσει οι πολίτες, η δυσπιστία τους προς όλους θα παραμείνει στα ύψη. Μπορεί όμως ένα τόσο αναξιόπιστο κομματικό σύστημα να διαχειριστεί την πιο βαθιά κρίση του τόπου;
Υ.Γ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του γράφοντος από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: «ΟΜΠΑΜΑ: ΠΩΣ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ».