Μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι καθόλου βέβαιο πλέον αν η Αριστερή Πλατφόρμα θα μπορέσει να μείνει στο κόμμα η θα οδηγηθούμε σε διάσπαση.
Δεν είναι μόνο ο Γιάννης Μηλιός ο οποίος απορρίπτει τις συνεργασίες με ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Δεν είναι επίσης ότι ακόμη και ο... Γιάννης Δραγασάκης αποστασιοποιείται και παραδίδει τη σύνταξη του προγράμματος στην Κεντρική Επιτροπή γιατί προφανώς ο ίδιος δε βγάζει άκρη.
Είναι ότι ξεκάθαρα πλέον η αντιπολίτευση του Τσίπρα τον έχει βάλει στο στόχαστρο και τον… χτυπάει. Περισσότερο απροκάλυπτα από ποτέ με αποδείξεις και ονόματα. Όχι δηλαδή αιχμές αλλά με ξεκάθαρες κουβέντες.
Αν διαβάσει κάποιος του άρθρο του Στάθη Κουβελάκη στο iskra.gr θα καταλάβει τι εννοούμε. Ο αρθρογράφος μιλάει ξεκάθαρα για προσπάθεια από την πλευρά των Προεδρικών να αλλάξουν τις αποφάσεις του Συνεδρίου, κάτι που απαγορεύεται. Πιάνει μία – μία τις αναφορές του κ. Τσίπρα στην πρόσφατη ΚΕ και σε άρθρο που έγραψε και τις αποδομεί πλήρως. Μιλάει τέλος ξεκάθαρα για «νέο συνασπισμό εξουσίας» κι όχι για «κυβέρνηση Αριστεράς», όπως μέχρι και τις εκλογές έλεγαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Διαβάστε το άρθρο:
Του ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ
Στο άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών της 23ης Μαϊου ο σ. Αλέξης Τσίπρας, κωδικοποιώντας και αποσαφηνίζοντας ορισμένα σημεία της εισήγησής του στην τελευταία ΚΕ του κόμματος, επιβεβαιώνει ότι η συζήτηση για τις συμμαχίες που θα πρέπει να επιδιώκει ο Σύριζα αφορά κάτι πολύ ουσιαστικότερο από διαφορές επί της τακτικής.
Ας σημειώσουμε κατ’αρχήν μια ηχηρή απουσία από αυτό το κείμενο : αυτήν του όρου της « κυβέρνησης της Αριστεράς », ο οποίος υποκαθίσταται με αυτόν του « νέου συνασπισμού εξουσίας ». Ας θυμίσουμε εδώ ότι σύμφωνα με την πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνέδριου του Σύριζα (παράγραφος 9) « η πρόταση της Κυβέρνησης της Αριστεράς ορίζει στο πολιτικό πεδίο τις νέες διαχωριστικές κοινωνικές γραμμές και υποδεικνύει τον εναλλακτικό δρόμο κοινωνικής σωτηρίας, κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής ανασυγκρότησης σε όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας”. Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν η καινοτομία στην ορολογία σηματοδοτεί αλλαγή στις “διαχωριστικές γραμμές” και τον τρόπο με τον οποίο χαράζονται.
Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο σ. Τσίπρας για να σκιαγραφήσει το “κοινό πρόγραμμα αριστερής διεξόδου” που θα αποτελεί τη βάση αυτού του “νέου συνασπισμού εξουσίας”. Αναφέρονται συνολικά εννέα σημεία, από τα οποία τέσσερα αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο αφορά βεβαίως το αναγκαστικό σημείο εκκίνησης κάθε προγραμματικής πρότασης, το θέμα του Μνημονίου. Ο στόχος εδώ ορίζεται ως “απεμπλοκή από το καθεστώς του Μνημονίου και της λιτότητας ». Για « απεμπλοκή » από τα Μνημόνια μιλούσε όμως ως τώρα μόνο η ΔΗΜΑΡ, προθέτοντας συνήθως τον όρο « σταδιακή ». Για τον Σύριζα αντίθετα, στόχος ήταν η “κατάργηση των Μνημονίων”, η “ακύρωση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων”, που αποτελούν τις θεμελιώδεις δεσμεύσεις του σύμφωνα με τη συνεδριακή του απόφαση (παράγραφος 2 και 13.1).
Το δεύτερο σημείο αφορά το χρέος. Ενώ η απόφαση του συνέδριου του Σύριζα διακήρυσσε: « επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο”, στο κείμενο του σ. Τσίπρα γίνεται απλά λόγος για “διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους”, μια εξαιρετικά ασαφής διατύπωση, που επιδέχεται κάθε ερμηνεία. Οσο για τον λογιστικό έλεγχο ας σημειώσουμε ότι έχει εδώ και καιρό αποσυρθεί από τις δημόσιες εκφωνήσεις των θέσων του Σύριζα.
Το τρίτο σημείο αφορά τις τράπεζες. Η μεταβολή είναι και εδώ αξιοσημείωτη. Ενώ η συνεδριακή απόφαση διακύρησσε πως “θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών” (παράγραφος 13.8) τώρα στόχος είναι ο “δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα”, χωρίς να τίθεται θέμα ιδιοκτησίας, και τούτο για τράπεζες που έχουν αιμοδοτηθεί πλουσιοπάροχα με δημόσιο χρήμα τα τελευταία χρόνια.
Τέταρτο, και τελευταίο, σημείο, η αναφορά στην « αναδιανομή του εισοδήματος » δεν κάνει τη παραμικρή νύξη στην « φορολόγηση του πλούτου”, και ειδικότερα στην “φορολόγηση των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας” που η συνεδριακή απόφαση τοποθετούσε στην καρδιά της στρατηγικής του Σύριζα (παράγραφος 13.4). Δεν αναφέρεται επίσης η επαναφορά του κατώτατου μισθού και της κατώτατης σύνταξης στα προ-Μνημονίου επίπεδα, που αποτελεί μια άλλη πάγια δέσμευση του Σύριζα.
Πέρα από τις προαναφερθείσες, το κείμενο του σ. Τσίπρα εισάγει και μια επιπλέον καινοτομία: την ιδέα ότι εκτός από “πιστοποιητικά ιδεολογικής καθαρότητας”, ο Σύριζα δεν “κρατάει πολιτικό μητρώο για το παρελθόν”. Και όμως, χωρίς να διακατέχεται από κάποιο άγχος “ιδεολογικής καθαρότητας”, ακριβώς ένα τέτοιο “μητρώο” όριζε η απόφαση του ιδρυτικού συνέδριου όταν διευκρίνιζε ότι “πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχθηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου και έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης, δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστεράς” (παράγραφος 15). Και τούτο για να “διαφυλάξουμε τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία μας… στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική, πολιτική ανατροπή και την αριστερή διακυβέρνηση”.
Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις μας επιτρέπουν να απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα που θέσαμε αρχικά. Η αντικατάσταση του στόχου της “κυβέρνησης της Αριστεράς” από αυτόν του “νέου συνασπισμού εξουσίας” σηματοδοτεί όντως μια ουσιαστική μετατόπιση στον τρόπο χάραξης των διαχωριστικών γραμμών, δηλαδή της ίδιας της βάσης πάνω στην οποία είχε συγκροτηθεί όλη η στρατηγική του Σύριζα όπως την έχουν καταγράψει οι συνεδριακές του αποφάσεις.
Εδώ προκύπτει όμως ένα θεμελιώδες πρόβλημα: σύμφωνα με τις καταστατικές αρχές του Σύριζα, ουδείς δικαιούται να τροποποιήσει ή να αλλοιώσει τις αποφάσεις του συνεδρίου του. Ούτε η κεντρική επιτροπή, ούτε ο πρόεδρος του κόμματος. Μόνο ένα επόμενο συνεδριακό σώμα μπορεί να αλλάξει ότι έχει αποφασιστεί από ένα προηγούμενο. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν την κορυφαία έκφραση της συλλογικής βούλησης των μελών του και την μόνη δυνατή βάση των βασικών δεσμεύσεων του απέναντι στο λαό.
Δεν είναι μόνο ο Γιάννης Μηλιός ο οποίος απορρίπτει τις συνεργασίες με ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Δεν είναι επίσης ότι ακόμη και ο... Γιάννης Δραγασάκης αποστασιοποιείται και παραδίδει τη σύνταξη του προγράμματος στην Κεντρική Επιτροπή γιατί προφανώς ο ίδιος δε βγάζει άκρη.
Είναι ότι ξεκάθαρα πλέον η αντιπολίτευση του Τσίπρα τον έχει βάλει στο στόχαστρο και τον… χτυπάει. Περισσότερο απροκάλυπτα από ποτέ με αποδείξεις και ονόματα. Όχι δηλαδή αιχμές αλλά με ξεκάθαρες κουβέντες.
Αν διαβάσει κάποιος του άρθρο του Στάθη Κουβελάκη στο iskra.gr θα καταλάβει τι εννοούμε. Ο αρθρογράφος μιλάει ξεκάθαρα για προσπάθεια από την πλευρά των Προεδρικών να αλλάξουν τις αποφάσεις του Συνεδρίου, κάτι που απαγορεύεται. Πιάνει μία – μία τις αναφορές του κ. Τσίπρα στην πρόσφατη ΚΕ και σε άρθρο που έγραψε και τις αποδομεί πλήρως. Μιλάει τέλος ξεκάθαρα για «νέο συνασπισμό εξουσίας» κι όχι για «κυβέρνηση Αριστεράς», όπως μέχρι και τις εκλογές έλεγαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Διαβάστε το άρθρο:
Του ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ
Στο άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών της 23ης Μαϊου ο σ. Αλέξης Τσίπρας, κωδικοποιώντας και αποσαφηνίζοντας ορισμένα σημεία της εισήγησής του στην τελευταία ΚΕ του κόμματος, επιβεβαιώνει ότι η συζήτηση για τις συμμαχίες που θα πρέπει να επιδιώκει ο Σύριζα αφορά κάτι πολύ ουσιαστικότερο από διαφορές επί της τακτικής.
Ας σημειώσουμε κατ’αρχήν μια ηχηρή απουσία από αυτό το κείμενο : αυτήν του όρου της « κυβέρνησης της Αριστεράς », ο οποίος υποκαθίσταται με αυτόν του « νέου συνασπισμού εξουσίας ». Ας θυμίσουμε εδώ ότι σύμφωνα με την πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνέδριου του Σύριζα (παράγραφος 9) « η πρόταση της Κυβέρνησης της Αριστεράς ορίζει στο πολιτικό πεδίο τις νέες διαχωριστικές κοινωνικές γραμμές και υποδεικνύει τον εναλλακτικό δρόμο κοινωνικής σωτηρίας, κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής ανασυγκρότησης σε όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας”. Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν η καινοτομία στην ορολογία σηματοδοτεί αλλαγή στις “διαχωριστικές γραμμές” και τον τρόπο με τον οποίο χαράζονται.
Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο σ. Τσίπρας για να σκιαγραφήσει το “κοινό πρόγραμμα αριστερής διεξόδου” που θα αποτελεί τη βάση αυτού του “νέου συνασπισμού εξουσίας”. Αναφέρονται συνολικά εννέα σημεία, από τα οποία τέσσερα αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο αφορά βεβαίως το αναγκαστικό σημείο εκκίνησης κάθε προγραμματικής πρότασης, το θέμα του Μνημονίου. Ο στόχος εδώ ορίζεται ως “απεμπλοκή από το καθεστώς του Μνημονίου και της λιτότητας ». Για « απεμπλοκή » από τα Μνημόνια μιλούσε όμως ως τώρα μόνο η ΔΗΜΑΡ, προθέτοντας συνήθως τον όρο « σταδιακή ». Για τον Σύριζα αντίθετα, στόχος ήταν η “κατάργηση των Μνημονίων”, η “ακύρωση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων”, που αποτελούν τις θεμελιώδεις δεσμεύσεις του σύμφωνα με τη συνεδριακή του απόφαση (παράγραφος 2 και 13.1).
Το δεύτερο σημείο αφορά το χρέος. Ενώ η απόφαση του συνέδριου του Σύριζα διακήρυσσε: « επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο”, στο κείμενο του σ. Τσίπρα γίνεται απλά λόγος για “διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους”, μια εξαιρετικά ασαφής διατύπωση, που επιδέχεται κάθε ερμηνεία. Οσο για τον λογιστικό έλεγχο ας σημειώσουμε ότι έχει εδώ και καιρό αποσυρθεί από τις δημόσιες εκφωνήσεις των θέσων του Σύριζα.
Το τρίτο σημείο αφορά τις τράπεζες. Η μεταβολή είναι και εδώ αξιοσημείωτη. Ενώ η συνεδριακή απόφαση διακύρησσε πως “θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών” (παράγραφος 13.8) τώρα στόχος είναι ο “δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα”, χωρίς να τίθεται θέμα ιδιοκτησίας, και τούτο για τράπεζες που έχουν αιμοδοτηθεί πλουσιοπάροχα με δημόσιο χρήμα τα τελευταία χρόνια.
Τέταρτο, και τελευταίο, σημείο, η αναφορά στην « αναδιανομή του εισοδήματος » δεν κάνει τη παραμικρή νύξη στην « φορολόγηση του πλούτου”, και ειδικότερα στην “φορολόγηση των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας” που η συνεδριακή απόφαση τοποθετούσε στην καρδιά της στρατηγικής του Σύριζα (παράγραφος 13.4). Δεν αναφέρεται επίσης η επαναφορά του κατώτατου μισθού και της κατώτατης σύνταξης στα προ-Μνημονίου επίπεδα, που αποτελεί μια άλλη πάγια δέσμευση του Σύριζα.
Πέρα από τις προαναφερθείσες, το κείμενο του σ. Τσίπρα εισάγει και μια επιπλέον καινοτομία: την ιδέα ότι εκτός από “πιστοποιητικά ιδεολογικής καθαρότητας”, ο Σύριζα δεν “κρατάει πολιτικό μητρώο για το παρελθόν”. Και όμως, χωρίς να διακατέχεται από κάποιο άγχος “ιδεολογικής καθαρότητας”, ακριβώς ένα τέτοιο “μητρώο” όριζε η απόφαση του ιδρυτικού συνέδριου όταν διευκρίνιζε ότι “πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχθηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου και έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης, δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστεράς” (παράγραφος 15). Και τούτο για να “διαφυλάξουμε τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία μας… στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική, πολιτική ανατροπή και την αριστερή διακυβέρνηση”.
Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις μας επιτρέπουν να απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα που θέσαμε αρχικά. Η αντικατάσταση του στόχου της “κυβέρνησης της Αριστεράς” από αυτόν του “νέου συνασπισμού εξουσίας” σηματοδοτεί όντως μια ουσιαστική μετατόπιση στον τρόπο χάραξης των διαχωριστικών γραμμών, δηλαδή της ίδιας της βάσης πάνω στην οποία είχε συγκροτηθεί όλη η στρατηγική του Σύριζα όπως την έχουν καταγράψει οι συνεδριακές του αποφάσεις.
Εδώ προκύπτει όμως ένα θεμελιώδες πρόβλημα: σύμφωνα με τις καταστατικές αρχές του Σύριζα, ουδείς δικαιούται να τροποποιήσει ή να αλλοιώσει τις αποφάσεις του συνεδρίου του. Ούτε η κεντρική επιτροπή, ούτε ο πρόεδρος του κόμματος. Μόνο ένα επόμενο συνεδριακό σώμα μπορεί να αλλάξει ότι έχει αποφασιστεί από ένα προηγούμενο. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν την κορυφαία έκφραση της συλλογικής βούλησης των μελών του και την μόνη δυνατή βάση των βασικών δεσμεύσεων του απέναντι στο λαό.