- Τεράστια η υπερφορολόγηση των Ελλήνων ιδιοκτητών, σύμφωνα με αποκαλυπτική έρευνα της εταιρείας GLPV.
Η επαχθέστερη φορολογία στον δυτικό κόσμο έχει επιβληθεί στην ελληνική κτηματαγορά, σύμφωνα με την έρευνα της εταιρίας εκτιμήσεων GLPV με τίτλο...«Το βάρος των φόρων ακινήτων (και δη φόρων κατοχής) σε Ελλάδα και ορισμένες άλλες χώρες – Φορολόγηση ακινήτων σε Γαλλία, Γερμανία, Ην. Βασίλειο».
Όπως προκύπτει από την μελέτη, το βάρος των φόρων κατοχής είναι το μεγαλύτερο, ειδικά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και εν γένει τις οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών. Και αυτό χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι το βάρος των φόρων ακινήτων έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κτηματαγορά και την οικοδομή, που έχουν υποστεί καθίζηση απ’ το 2009 και μετά.
Σύμφωνα με την έρευνα, γι’ αυτήν την καθίζηση πολύ μεγαλύτερο ρόλο, πέραν βεβαίως των αυξομειώσεων του ΑΕΠ, παίζουν οι φόροι κατοχής, των οποίων η επίπτωση εκδιπλώνεται σε βάθος χρόνου. Και όχι τόσο οι φόροι μεταβίβασης, των οποίων η επίδραση τείνει να λαμβάνει χώρα μία φορά και στη συνέχεια, να απορροφάται απ’ την κτηματαγορά.
Όλα αυτά όταν η σύγκριση έγινε με δεδομένα του 2011, με τους φόρους κατοχής ακινήτων να έχουν εκτοξευτεί ακόμη περισσότερο με κορύφωση τον ΕΝΦΙΑ. Επομένως, η φοροκεραμίδα είναι ακόμη πιο βαριά σήμερα σε σχέση με το 2011.
Η έρευνα στηρίζεται στους εξής τρεις παράγοντες:
- Τους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2011. Για το συγκεκριμένο ζήτημα δεν υπάρχει ενιαία εικόνα. Σε σχέση με Ελλάδα, πάντως, ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς έχουν μεγαλύτερο ποσοστό φόρων ακινήτων και φόρων κατοχής στο (επίσημο) ΑΕΠ, μα μικρότερο ποσοστό συνολικών φόρων στο (επίσημο) ΑΕΠ. Απ’ την άλλη, Γαλλία και Ην. Βασίλειο έχουν μεγαλύτερο ποσοστό φόρων ακινήτων και φόρων κατοχής στο ΑΕΠ, αλλά και μεγαλύτερο ποσοστό συνολικών φόρων στο ΑΕΠ. Επίσης, Γερμανία (ιδίως) και Πορτογαλία έχουν μεγαλύτερο ποσοστό συνολικών φόρων στο ΑΕΠ, αλλά μικρότερο ποσοστό (ιδίως η Γερμανία) φόρων ακινήτων και φόρων κατοχής στο ΑΕΠ.
-Το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών (υπολογίζεται σε δολάρια μετά την αφαίρεση όλων των προσωπικών φόρων, άρα και φόρων κατοχής και σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης του 2011)
Σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ, ειδικότερα με τις ΗΠΑ, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά, Γαλλία, Σουηδία, Ην. Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, η Ελλάδα έχει το προτελευταίο διαθέσιμο εισόδημα, ανώτερο μόνο της Πορτογαλίας. Συγκεκριμένα, ΟΟΣΑ = 23,938, Ελλάδα = 19,095, Πορτογαλία = 18,806. Ομως την ίδια στιγμή τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν τα λιγότερα χρηματοοικονομικά διαθέσιμα: ΟΟΣΑ = 42,903. Ελλάδα = 14,004, Πορτογαλία = 29,640!
Συνεπώς, οι φόροι κατοχής έχουν μεγαλύτερο βάρος στην Ελλάδα διότι συνδυάζονται με μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και με μικρότερα χρηματοοικονομικά διαθέσιμα, συνυπολογιζομένου του τι αγοράζουν τα ανωτέρω στην κάθε χώρα
-Την παραοικονομία που όσο μεγαλύτερη είναι σε συνδυασμό με την ανισοκατανομή εισοδημάτων σε σχέση με την κατανομή ακίνητης περιουσίας, τόσο μεγαλύτερο το βάρος των φόρων κατοχής (γι’ αυτούς που δεν κρύβουν εισόδημα). Επομένως, όπως αναφέρει η έρευνα, η Ελλάδα, με 24.3% παραοικονομία (τη μεγαλύτερη στο Δυτικό κόσμο) και μια ευρύτατη κατανομή ακίνητης περιουσίας (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κατανομή είναι ίση), επιβαρύνεται ιδιαίτερα απ’ τους φόρους κατοχής (αλλά κι απ’ τους υπόλοιπους φόρους εν γένει, ακριβώς λόγω της παραοικονομίας).
Όπως συμπεραίνουν οι αναλυτές, το βάρος των φόρων κατοχής επί των ελληνικών νοικοκυριών είναι εξωπραγματικά μεγάλο, με αντίστοιχα μεγάλη συμβολή στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας (λόγω μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων και της κατανάλωσης). Συνεπώς απαιτείται η δραστική μείωση αυτών των φόρων, σε συνδυασμό με πλήρη αναμόρφωση της φιλοσοφίας αυτών (π.χ. να χρηματοδοτούν την ΤΑ, να έχουν ανταποδοτικότητα).
Κατά των φόρων κατοχής
Σύμφωνα με την μελέτη, τα επιχειρήματα «κατά» της ύπαρξης φόρων κατοχής ακινήτων είναι πιό ισχυρά από τα επιχειρήματα «υπέρ» (τα οποία και συζητεί). Ειδικά οι φόροι κατοχής δικαιολογούνται – και μόνο με κατάλληλες προσαρμογές – μόνο εάν και εφ’ όσον χαρακτηρίζονται από ανταποδοτικότητα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, σε σημαντικό αλλ’ όχι κατ’ ανάγκην απόλυτο βαθμό, όταν αυτοί οι φόροι πηγαίνουν υπέρ ΤΑ.
Τέλος, η αναλυτική εξέταση των περιπτώσεων Γαλλίας, Γερμανία και Ην. Βασιλείου προσφέρει ενδιαφέρουσες ιδέες για το πώς θα μπορούσαν οι φόροι κατοχής ακινήτων να γίνουν φόροι χρηματοδότησης της ΤΑ στην Ελλάδα, με τρόπους δηλ., που θα εξασφαλίζουν (α) την αυτονομία της ΤΑ, (β) ανταποδοτικότητα των φόρων, (γ) τη φοροδοτική ικανότητα των ιδιοκτητών (ή και ενοικιαστών, καθώς στις ανωτέρω χώρες υπόλογοι για το φόρο κατοχής είναι συχνά οι ένοικοι- ενοικιαστές και όχι οι ιδιοκτήτες). Κλειδιά εδώ είναι η αντικατάσταση φόρων κατοχής από πρόσθετους φόρους εισοδήματος, με τα ακίνητα να λειτουργούν ως «δείκτες» για την κατανομή των αντίστοιχων εσόδων στους διάφορους δήμους, καθώς και η θεσμική κατοχύρωση του δικαιώματος των δήμων να λαμβάνουν τα σχετικά ποσά.