Το μεγάλο ερώτημα «πού το πάει η σημερινή κυβέρνηση» τέθηκε από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία και παραμένει αναπάντητο...
Οπως αναπάντητα μένουν και τα επιμέρους ερωτήματα που το συνιστούν.
Θέλει, ας πούμε, η ηγεσία της να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ ή όχι;
Αντιλαμβάνεται την.. πραγματικότητα που επικρατεί στην Ευρώπη ή και μέσα στη χώρα; Καταλαβαίνει τη σημασία του χρόνου στη λήψη αποφάσεων; Εχει συναίσθηση των αρνητικών συνεπειών που συσσωρεύονται εξαιτίας της αμετροέπειας πολλών κυβερνητικών στελεχών; Είναι ικανή να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές συνεχίζοντας τη σημερινή «επιθετική» ρητορική της και με το συγκεκριμένο στελεχικό δυναμικό; Γιατί επιμένει σε επαμφοτερίζουσες και ασαφείς διατυπώσεις; Υπάρχει θέμα αλλαγής υπουργών;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που υπάρχουν και πολύ δύσκολα μπορεί να βρεθεί κάποιος που να είναι σε θέση να ισχυρισθεί ότι κατανοεί σε βάθος τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της κυβέρνησης. Είτε γιατί ηθελημένα η ίδια συντηρεί μια εθνικολαϊκίστικη σοσιαλθολούρα (για να αποφευχθεί ο όρος εθνικοσοσιαλιστική θολούρα) είτε γιατί υπάρχουν διάφορα αντικρουόμενα κέντρα αποφάσεων είτε γιατί δεν έχει κανένα σχέδιο είτε γιατί οι εξαγγελίες και οι υποσχέσεις της πέφτουν συνεχώς πάνω στα βράχια της πραγματικότητας είτε, τέλος, γιατί είναι διαποτισμένη με πνεύμα παράλογης και ανεφάρμοστης επαναστατικότητας. Με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα κλίμα γενικής αβεβαιότητας, προϊόν φόβων, προσδοκιών, ελπίδων, απογοητεύσεων και πίεσης χρόνου, το οποίο μόνο ζημιά προκαλεί στη χώρα και στους πολίτες της.
Κάποιοι αναλυτές επιμένουν ότι συμπεράσματα από αυτή την κυβέρνηση βγαίνουν διά της λογικής. Κατ’ αυτούς, δεν είναι νοητό η ηγεσία της κυβέρνησης να επιθυμεί την έξοδο από την Ευρωζώνη και φέρνουν ως επιχειρήματα τις συμφωνίες της 20ής Φεβρουαρίου και της 20ης Μαρτίου, όπου στην πρώτη έβαλε την υπογραφή του ο υπουργός Οικονομικών και στη δεύτερη ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Επισημαίνουν παράλληλα τις δηλώσεις του τελευταίου στο Βερολίνο και τις επανειλημμένες δεσμεύσεις του να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ, γιατί καταλαβαίνει την ιστορική ευθύνη που έχει. Ή, ακόμη, και γιατί τώρα που πήρε την εξουσία, δεν θέλει να τη χάσει και ταυτόχρονα γνωρίζει ότι επιστροφή σε εθνικό νόμισμα σημαίνει χάος και καταστροφή, όπου καμία εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί. Αλλοι πάλι θεωρούν ότι η σημερινή κυβέρνηση χρειάζεται χρόνο για να ολοκληρώσει τη στροφή και να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που μόνον αυτή μπορεί να πραγματοποιήσει.
Οι προηγούμενες απόψεις έχουν όντως λογική, με την προϋπόθεση ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει τους ανάλογους στόχους και εκτιμά σωστά πρόσωπα και καταστάσεις. Εως τώρα όμως, τα γεγονότα δείχνουν ότι έχει πέσει έξω στις εκτιμήσεις του. Δεν βρήκε τους συμμάχους που προσδοκούσε μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, δεν διέγνωσε ορθά τους κανόνες και την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών «θεσμών» και των δανειστών, δεν γνώριζε τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, δεν είχε υπ’ όψιν τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ένα επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον, δεν πρόβλεψε τα προβλήματα που θα προκαλούσαν πολλά από τα στελέχη της κυβέρνησης με τις δηλώσεις και τις πράξεις τους. Μένει να διαπιστωθεί αν λαμβάνει το μήνυμα της κοινωνίας που σε ποσοστό πάνω από 80% θέλει να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη και αν διαβάζει σωστά τις συμφωνίες που και ο ίδιος υπέγραψε. Γιατί είδαμε ήδη την υπαναχώρηση από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και ήδη διακρίνονται ίχνη παλινωδιών σχετικά με τη συμφωνία της 20ής Μαρτίου, στο όνομα της «δημιουργικής ασάφειας», η οποία όμως σαφώς δεν ισχύει για τους άλλους.
Ταυτόχρονα, οι πολίτες προσπαθούν να καταλάβουν ποια είναι η θέση του Γ. Βαρουφάκη, που αναμφίβολα είναι ανεπιθύμητος στους Ευρωπαίους, πώς και γιατί επανήλθε η «ρήξη» από τον ίδιο και τον Ευκλ. Τσακαλώτο ως ενδεχόμενο στις σχέσεις με τους εταίρους δανειστές και γιατί συντηρείται η αντίστοιχη ρητορική, από πού πηγάζει τέτοια ανοχή απέναντι στον Π. Καμμένο που προσπαθεί με δηλώσεις και ενέργειες να «τρομοκρατήσει» ξένους και ντόπιους σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, πώς η κυβέρνηση αφήνει την πραγματική οικονομία να καταρρέει και τον χρόνο να σπαταλιέται, με ποια έννοια αναζητείται στήριξη από τη Ρωσία και την Κίνα, πού αποσκοπεί η αποθάρρυνση των επενδυτών. Πρόκειται για μυστήρια που όλοι προσπαθούν να ξεδιαλύνουν.
Του κ.Αγγ.Στάγκου