Η διαπραγμάτευση πέρασε από σαράντα κύματα, οδήγησε τη χώρα -ακόμη και...την Ευρωζώνη κάποιες στιγμές- στο χείλος του γκρεμού και τελικά ολοκληρώνεται με ένα μνημόνιο βίαιης προσαρμογής και πολλών ερωτημάτων ως προς τη δυνατότητα επιτυχίας του. Η υπογραφή του έρχεται με την κυβέρνηση να λέει στους πολίτες ότι «δεν το πιστεύει», την αντιπολίτευση να το στηρίζει ως «αναγκαίο κακό» και διεθνείς οικονομολόγους να το απορρίπτουν ως παλιά, αποτυχημένη συνταγή.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μία ευκαιρία για φως στο τούνελ. Και αυτή έρχεται με τη διαπραγμάτευση, που θα ανοίξει προσεχώς και η οποία ενδεχομένως να είναι ακόμη πιο δύσκολη. Λέξη κλειδί η «βιωσιμότητα» του χρέους, χωρίς την οποία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί ότι θα πει «αντίο». Οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν το παραδοσιακό «κούρεμα» (μερική διαγραφή), αλλά αποδέχονται την αναγκαιότητα για «στιλιστικές παρεμβάσεις» (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και ίσως περαιτέρω μείωση των επιτοκίων). Είναι, όμως, αυτό αρκετό για μία οικονομία, που παραμένει βυθισμένη στην ύφεση, χωρίς πρόσβαση στις αγορές και η οποία βλέπει το χρέος να ωθείται προς το 200% του ΑΕΠ;
Το ΔΝΤ πιέζει τουλάχιστον για μία περίοδο χάριτος 30 ετών για όλα τα κεφάλαια που η χώρα οφείλει στην Ευρωζώνη. Η απόφαση, όμως, δεν είναι δική του. Γιατί πιέζει για χρήματα άλλων. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ένα καλπάζον χρέος, που δεν θα μπορέσουμε να αποπληρώσουμε ποτέ, δεν είναι ούτε προς το δικό τους συμφέρον. Εμείς, από την άλλη, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι το χρέος είναι μία πραγματικότητα. Δεν σβήνει επειδή κάποιοι το ονομάζουν «επώδυνο, επονείδιστο και επαχθές», ούτε με επιτροπές που δίνουν τη δική τους «αλήθεια». Οι τελικές αποφάσεις για τον τρόπο ελάφρυνσής του θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και το εάν το τρίτο αυτό μνημόνιο, που έρχεται, θα είναι το τυχερό και όχι το... φαρμακερό.
Της κ.Ν.Στασινού