- Στο 35,7% ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας.
Η οικονομική κρίση έχει δείξει το σκληρό της πρόσωπο στην Ελλάδα τα... τελευταία χρόνια δημιουργώντας τεράστια ρήγματα στην ελληνική κοινωνία καθώς την επηρέασε μέχρι τον βαθύ πυρήνα της. Μια έρευνα δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια τα παιδιά και οι νέοι κάτω των 17 ετών αντιμετωπίζουν μια ακόμη σκληρότερη πραγματικότητα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μερίδες του πληθυσμού.
Ενώ στη χώρα καταγράφεται το ένα αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων μετά το άλλο, όλοι οι δείκτες που καταγράφουν τις συνθήκες διαβίωσης της νέας γενιάς παρουσιάζουν σοβαρότατη επιδείνωση: το 26,6% των νέων έφτασε το 2015 να ζει σε νοικοκυριά χωρίς εισόδημα, ενώ το 44,5% των παιδιών και των νέων υφίσταται πλέον σοβαρές υλικές στερήσεις.
Η επιδείνωση που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής απασχολεί πλέον τόσο την κυβέρνηση όσο και τους θεσμούς, οι οποίοι ήδη καταθέτουν προτάσεις για μεταβιβάσεις πόρων από τους παλαιότερους (τα άτομα ηλικίας άνω των 67 ετών) στους νεότερους.
Το 2008 το κατώφλι κινδύνου φτώχειας είχε οριοθετηθεί στα 6.879 ευρώ ανά άτομο. Κάτω από αυτό κατατασσόταν το 20,1% του πληθυσμού: το 19,6% των ανδρών και το 20,7% των γυναικών. Τα δε υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονταν στους νέους ηλικίας έως 17 ετών (23,7%).
Το 2015 -και ενώ η χώρα διένυε ήδη το 3ο μνημόνιο- το κατώφλι της φτώχειας, λόγω της μείωσης του εισοδήματος και του ΑΕΠ, περιορίστηκε στα 4.512 ευρώ. Το ποσοστό του πληθυσμού, παρά τη μείωση του εισοδηματικού ορίου, αυξήθηκε από το 20,1% που ήταν το 2008 στο 21,4% το 2015.
Αυτή η μεταβολή, βέβαια, δεν αποτυπώνει όλη την αλήθεια: στους νέους ηλικίας έως 17 ετών το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας εκτοξεύτηκε από το 23% το 2008 στο 26,6% το 2015, ενώ αύξηση παρατηρήθηκε στα άτομα ηλικίας από 18 έως 64 ετών (από το 22,3% το 2008 στο 22,5% το 2015). Μεγάλη μείωση εμφανίστηκε στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών.
Το ποσοστό μειώθηκε από το 22,3% το 2008 στο 13,7% το 2015. Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του: το εισόδημα των χαμηλοσυνταξιούχων μειώθηκε από το 2008 μέχρι το 2014 με πολύ μικρότερη ταχύτητα σε σχέση με το όριο του κινδύνου της φτώχειας. Αυτό συνέβη διότι στις χαμηλές συντάξεις δεν υπήρξαν περικοπές πέραν της 13ης και της 14ης σύνταξης από το 2012, αλλά και πρόσφατα από την επιβολή της εισφοράς υπέρ υγείας.
Στην Ελλάδα το 2008 καταγράφηκαν 118.302 γεννήσεις, για να μειωθούν σε 91.847 το 2015, ενώ οι θάνατοι από 107.979 το 2008 αυξήθηκαν σε 121.212 το 2015. Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, από τα τρία εκατομμύρια που ήταν το 2008 αυξήθηκε στα 3,828 εκατομμύρια το 2015, με το αντίστοιχο ποσοστό να εκτοξεύεται από το 28,1% στο 35,7%. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας αυξήθηκε από 611 χιλιάδες άτομα το 2008 σε 1,111 εκατομμύριο άτομα το 2015.
Το 2008 το ποσοστό του πληθυσμού που υφίστατο υλικές στερήσεις ανερχόταν σε 21,8%. Το μικρότερο ποσοστό εντοπιζόταν στα άτομα ηλικίας 0 έως 17 ετών και το μεγαλύτερο ποσοστό στα άτομα ηλικίας άνω τω 65 ετών (29,7%). Το 2015 η εικόνα άλλαξε άρδην. Κατ’ αρχάς, σχεδόν διπλασιάστηκε το ποσοστό του πληθυσμού με υλικές στερήσεις: από το 21,8% φτάσαμε στο 39,9%. Για τους νέους κάτω των 17 ετών ο δείκτης εκτοξεύτηκε από το 18,7% στο 44,5%, ενώ για τα άτομα άνω των 65 ετών το ποσοστό διαμορφώθηκε από το 29,7% στο 34,9%.
Οι γεννήσεις εμφανίζονται να υποχωρούν για έβδομη διαδοχική χρονιά το 2015 με αποτέλεσμα να κινούνται στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των ετών για τα οποία η Ελληνική Στατιστική Αρχή διαθέτει στοιχεία. Το 2008 γεννήθηκαν 118.302 παιδιά. Με τη συνεχή υποχώρηση φτάσαμε σταδιακά στις 91.847 γεννήσεις, ενώ τα στοιχεία από τα ληξιαρχεία δείχνουν ότι θα καταγραφεί περαιτέρω πτώση και το 2016.
Το 2008 το ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα που υφίστατο υλικές στερήσεις ανερχόταν σε 21,8%, ενώ το 2015 σχεδόν διπλασιάστηκε αγγίζοντας το 39,9%.
Αντιστρόφως ανάλογη με τις γεννήσεις ήταν η πορεία των θανάτων, οι οποίοι επίσης κινούνται το 2015 σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το 2008 καταγράφηκαν 107.979 θάνατοι, για να αυξηθούν σταδιακά σε 121.212 το 2015. Από το 2011 και μετά οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού. Το «άνοιγμα» από τα 4.671 άτομα το 2011 διευρύνθηκε σταδιακά στα 16.297 άτομα το 2012, στα 17.660 άτομα το 2013, στα 21.592 άτομα το 2014 και στα 29.365 άτομα το 2015.
Οι μακροχρόνια άνεργοι άρρενες το 2008 ήταν 60.209 και οι γυναίκες 122.447, συνολικά 182.656. Στο τέλος του 2015 η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραψε αύξηση των μακροχρόνια ανέργων ανδρών κατά 598%, με τον αριθμό να εκτινάσσεται στις 420.797 άτομα.
Όσο για τις γυναίκες, από 122.447 αυξήθηκαν σε 454.462 το 2015. Μπορεί από το 2014 και μετά να έχει αρχίσει η αργή αποκλιμάκωση της ανεργίας, ωστόσο μείζον πρόβλημα παραμένει το γεγονός ότι 875.259 άνθρωποι είναι εκτός αγοράς εργασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αφορούν το β’ τρίμηνο του 2016 και δείχνουν τον αριθμό των μακροχρόνια ανέργων στα 805.476 άτομα.
Το 2008 τα ανήλικα παιδιά (από νεογέννητα έως 17 ετών) που ζούσαν σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο ήταν μόλις 71.753. Το 2013 είχαν φτάσει στα 260.680 άτομα, για να υποχωρήσει ο αριθμός το 2014 στα 219.791 άτομα. Το 2015 τα ανήλικα σε οικογένειες χωρίς κανένα εισόδημα αυξήθηκαν και πάλι στα 222.152 άτομα. Στις ηλικίες 18 έως 60 ετών τα άτομα που διαμένουν σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο ανέρχονταν στο τέλος του 2015 σε 1.058.593 άτομα, όταν το 2008 δεν ξεπερνούσαν τα 463.807 άτομα.