- Εκτόξευση βάσεων αναμένεται φέτος στις Ιατρικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων καθώς οι θέσεις των εισακτέων θα μειωθούν κατά 220, με αποτέλεσμα αρκετοί υποψήφιοι να κινδυνεύουν να βρεθούν ετκός ακόμη και αν συγκεντρώσουν πολλά μόρια.
Χαρακτηριστικό είναι ότι...σύμφωνα με εκπαιδευτικούς και ειδικούς αναλυτές, η βάση για την Ιατρική της Αθήνας αναμένεται να ξεπεράσει τα 19.000 μόρια. Ανοδικά θα κινηθούν και οι βάσεις εισαγωγής στα υπόλοιπα υψηλόβαθμα τμήματα του 3ου επιστημονικού πεδίου των Επιστημών Υγείας (π.χ. φαρμακευτικής, βιολογίας κ.ά.).
Συγκεκριμένα στα τμήματα Χημείας, που από φέτος βρίσκονται στο 3ο πεδίο, οι βάσεις αναμένεται να σημειώσουν μεγάλη άνοδο και να ξεπεράσουν ακόμα και αυτές των Χημικών Μηχανικών.
Πιο εύκολη θα είναι από την άλλη πλευρά η διεκδίκηση μιας θέσης σε τμήματα πανεπιστημίων του 1ου επιστημονικού πεδίου ή TEI, με χαμηλότερη ζήτηση.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ημερησία, στα πανεπιστήμια, αυξάνονται συνολικά κατά 115 οι εισακτέοι στα τμήματα Θεολογίας την ώρα που η ανεργία των θεολόγων κυμαίνεται σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, ενώ στα ΤΕΙ ερωτήματα προκαλεί η επιλογή να αυξηθούν κατά 100 οι θέσεις στο τμήμα Κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά, όταν ο τομέας αυτός στην χώρα μας είναι παρηκμασμένος.
Ειδικότερα, για το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018 θα διατεθούν συνολικά 69.940 θέσεις εκ των οποίων οι 42.850 αφορούν στα πανεπιστήμια και οι 26.640 στα ΤΕΙ. Σε σύγκριση με πέρυσι, οι εισακτέοι στα πανεπιστήμια θα είναι λιγότεροι κατά 1.005, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στα κεντρικά ιδρύματα και συγκεκριμένα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (-400 θέσεις), το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (-210), το Πανεπιστήμιο Πατρών (-210) και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (-150 θέσεις).
Η ανακατανομή των θέσεων υπέρ των περιφερειακών πανεπιστημίων και ΤΕΙ έγινε προφανώς σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το «κύμα» μετεγγραφών προς τα κεντρικά, αλλά, όπως αναφέρουν εκπαιδευτικοί – αναλυτές, θα έχει ως αποτέλεσμα να ανοίγει περισσότερο η «ψαλίδα» μεταξύ των ιδρυμάτων. Για το θέμα των μετεγγραφών το υπουργείο Παιδείας μελετά βελτιωτικές αλλαγές από την επόμενη χρονιά και συγκεκριμένα την αναμόρφωση των κριτηρίων, ώστε να μην εμποδίζεται η μετεγγραφή των φοιτητών που το έχουν περισσότερο ανάγκη. «Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, και γίνεται σοβαρότερο λόγω των νέων καταστάσεων, οικονομικών, κοινωνικών… Σίγουρα δεν μπορούν να καταργηθούν οι μετεγγραφές, όμως πρέπει να προστατευθούν και τα ιδρύματα. Είναι μια ισορροπία δύσκολη, κάποια λύση θα βρούμε», έχει δηλώσει ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου.
Μειώσεις εισακτέων στις περιζήτητες σχολές
Την ίδια ώρα, οι μεγαλύτερες μειώσεις εισακτέων καταγράφονται στις περιζήτητες πανεπιστημιακές σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα η μάχη που θα δοθεί μεταξύ των αριστούχων να είναι «σκληρή». Είναι ενδεικτικό ότι στην Ιατρική Σχολή Αθηνών θα διατεθούν φέτος 140 θέσεις έναντι 190 πέρυσι (-50), στην Ιατρική Θεσσαλονίκης 130 έναντι 180 (-50), ενώ στα τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών 150 θέσεις έναντι 200 πέρυσι (-50), Μαθηματικών Αθήνας 200 έναντι 250 (-50), Νομικής Θεσσαλονίκης 330 θέσεις έναντι 370 (-40), Χημικών Μηχανικών Αθήνας 100 έναντι 130 (-30) και Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Θεσσαλονίκης 90 θέσεις έναντι 120 πέρυσι (-30).
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι τις σχολές του 3ου επιστημονικού πεδίου δήλωσαν 22.190 υποψήφιοι που διαγωνίστηκαν για 9.919 θέσεις. Σε αυτό το πεδίο παρουσιάστηκε το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας, μόλις 44%, διότι πολλοί υποψήφιοι της ομάδας προσανατολισμού των θετικών σπουδών επέλεξαν να μην εξεταστούν στα Μαθηματικά, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν στις σχολές του 3ου πεδίου μόνο.
Ως αντιστάθμισμα στη μείωση των θέσεων στα τμήματα των θετικών επιστημών, υπάρχει αύξηση στον αριθμό των εισακτέων σε θεωρητικές σχολές μεσαίας και χαμηλής βαθμολογικής κλίμακας, όπως στις θεολογίες, αλλά και στα ΤΕΙ τα οποία θα έχουν συνολικά 510 περισσότερες θέσεις σε σύγκριση με πέρυσι.
Πέρυσι, 24.878 υποψήφιοι του 1ου επιστημονικού πεδίου διαγωνίστηκαν για 13.705 θέσεις με το ποσοστό επιτυχίας να ανέρχεται σε 55%, χαμηλότερο του μέσου όρου που ήταν 77,93%.