- Σε σε έναν ακόμη «ρεαλιστικό συμβιβασμό» με τους δανειστές οδεύει, όπως όλα δείχνουν, η Αθήνα στο Eurogroup της Πέμπτης και οι διαβουλεύσεις μεταξύ των πλευρών που πρωταγωνιστούν στη διαπραγμάτευση κορυφώνονται.
Στόχος είναι η... κατάληξη σε προσυμφωνία που θα παρουσιαστεί στους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης έτσι ώστε το «ελληνικό ζήτημα» να μην φτάσει στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου, εξέλιξη την οποία δεν επιθυμούν Κομισιόν, αλλά και Γαλλία, με τον Μανουέλ Μακρόν να ηγείται των προσπαθειών για συμφωνία την Πέμπτη.
Στο πλαίσιο αυτό, και το σημερινό ταξίδι – αστραπή του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ στην Αθήνα που στόχο έχει να επιτευχθεί μια «φόρμουλα προωθητικής συμφωνίας» που θα ανοίγει τον δρόμο για έξοδο στις αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Λε Μερ συναντήθηκε διαδοχικά στο Παρίσι με τον Γέρουν Ντάισελμπλουμ, τον Βόλφγκαγκ Σόιμπλε και τον Ιταλό ομόλογό του Πιέρ Κάρλο Πεντοάν.
Τα αντισταθμίσματα που προσδοκά η Αθήνα
Με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, θεωρείται βέβαιο ότι το ΔΝΤ θα μετάσχει «κατ΄αρχήν» στο πρόγραμμα χωρίς όμως την παροχή χρημάτων και πιστοποιητικού βιωσιμότητας του χρέους. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν συμβιβασμό μεταξύ Ταμείου και Σόιμπλε με την Αθήνα να προσδοκά σε ένα τριπλό αντιστάθμισμα: Αφενός τη δέσμευση του Eurogroup για την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος μετά το 2018 και αφετέρου μια αυξημένη δόση και, κυρίως, ένα γενναίο αναπτυξιακό – επενδυτικό πακέτο από τους Ευρωπαίους. «Με αυτές τις τρεις προϋποθέσεις μπορεί να δοθεί ένα ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης στις αγορές και να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ», αναφέρει κυβερνητικός παράγοντας. Οι δε πληροφορίες αναφέρουν ότι στόχος είναι να δρομολογηθεί η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση έως το φθινόπωρο και, εν συνεχεία, η πρώτη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές.
Η αυξημένη δόση και ο κίνδυνος του «πέναλτι»
Σε ό,τι αφορά την αυξημένη δόση, οι πληροφορίες αναφέρουν πως, αντί της δόσης των 7,1 δισ. ευρώ, η Αθήνα θα λάβει δόση 9,5 – 10 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην καθυστέρηση της αξιολόγησης που κάθε φορά συνεπάγεται και μεγαλύτερη δόση, ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Το ερώτημα είναι, αν σε αυτό ποσό θα υπάρχει και κονδύλι που θα καλύπτει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου και με ποιους όρους.
Ως τώρα, η βοήθεια που ερχόταν, κάλυπτε το 100% των αναγκών του Δημοσίου για πληρωμές καθυστερημένων συντάξεων – εφάπαξ κλπ. Αυτή τη φορά ενδέχεται να ξανάρθει τέτοιο πακέτο - που την προηγούμενη φορά έμεινε αδιάθετο – αλλά με ένα «πέναλτι» 50%, δηλ. τα αδιάθετα από την προηγούμενη δόση κονδύλια, να καλύπτουν κατά 50% μόνο τις ανάγκες πληρωμών για τις οποίες προορίζονται και το άλλο 50% να καλυφθεί από το ελληνικό Δημόσιο.
Με απλά λόγια, οι πιστωτές θα καλέσουν το ελληνικό Δημόσιο να καλύψει τις μισές του υποχρεώσεις με δικά του κονδύλια, αφού την προηγούμενη φορά δεν χρησιμοποίησε γι' αυτόν τον σκοπό τα κονδύλια που του είχαν διατεθεί από το πρόγραμμα βοήθειας
Η απάλειψη του «if needed»
Την Παρασκευή, ο κ. Τσακαλώτος, από το βήμα της Βουλής έκανε λόγο για μια «καλή λύση» στο Eurogroup και. αποκάλυψε το κλειδί που θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ: Να υπάρξει αναφορά στην επιτάχυνση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που ήδη εφαρμόζονται, μεγαλύτερη σαφήνεια για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, καθώς και να υπάρξει, ίσως, κάποιος μηχανισμός για μετά από το πρόγραμμα, πέραν από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.
Όσο για το «κλειδί»; Κατά τον υπουργό Οικονομικών, αυτό είναι η απάλειψη τριών λέξεων από την απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016, σύμφωνα με την οποία «εάν είναι αναγκαίο θα εφαρμοστούν επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στη λήξη του προγράμματος».
Όπως εκτιμάται η απάλειψη των λέξεων «εάν είναι αναγκαίο» θα μπορούσε να δώσει στην ΕΚΤ το πράσινο φως για την ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση. «Αν όχι τώρα άμεσα, από Σεπτέμβριο», κατά την διευκρίνιση κυβερνητικού στελέχους. Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι με την απάλειψη του όρου, θα καλυφθούν και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ προκειμένου να καταλήξει σε θετική αξιολόγηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ώστε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Επισημαίνεται ότι η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος αποτελεί και την απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να σταλεί μήνυμα στις αγορές για την έκδοση ομολόγου