Και επειδή χρομομηχανές ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί,το βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Τζάιλς Μίλτον «Ο Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922»που εκδόθηκε πρόσφατα και το οποίο βασίστηκε σε, ανέκδοτα μέχρι σήμερα, γράμματα και ημερολόγια Λεβαντίνων της Σμύρνης δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών..
Αναπάντητα όμως συνεχίζουν να παραμένουν τα γιατί μπροστά σε τόσο ανθρώπινο πόνο και παραλογισμό: την ώρα που οι ορχήστρες των βρετανικών πλοίων έπαιζαν για να μην ακούγονται οι κραυγές των προσφύγων, οικογένειες κρύβονταν σε τάφους για να γλιτώσουν.Yπάρχουν πολλές αμερόληπτες περιγραφές που αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός στρατός σκόπιμα έβαλε φωτιά στη Σμύρνη. Κάποιοι από τους μάρτυρες ανήκαν στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Αργότερα εκλήθησαν να καταθέσουν ενόρκως σε βρετανικό δικαστήριο σε δίκη που ξεκίνησε η ασφαλιστική εταιρεία Guardian. Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης, που έφτασε από τους πρώτους στον τόπο απ΄ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Καταφθάνοντας στην οδό Τchoukour ανέβηκε σε μια σκεπή προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της φωτιάς. «Μετά κατέβηκα σ΄ ένα από τα δωμάτια όπου συνάντησα έναν πάνοπλο Τούρκο στρατιώτη. Έβαζε φωτιά στο εσωτερικό ενός συρταριού. Με κοίταξε άγρια αλλά έφυγε. Στα ρουθούνια μου ήρθε η έντονη μυρωδιά του πετρελαίου». Σε άλλα μέρη, οι πυροσβέστες ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να παλέψουν με τις φλόγες επειδή οι μάνικές τους είχαν κοπεί!Σύμφωνα με τους «Τάιμς Νέας Υόρκης» στις (5 π.μ) (18 ν.η) 1922. «Από την 11η νυκτερινή της Κυριακής 28ης Αυγούστου και ύστερα κανένα ελληνικό και αρμενικό σπίτι δεν έμεινε άθικτο, θύρες έσπαζαν, παράθυρα παρεβιάζοντο, γυναίκες ατιμάζονταν, άνδρες και παιδιά λογχίζονταν, αποκεφαλίζονταν, στραγγαλίζονταν, ως κουρέλια ξεσχίζονταν. Τούρκοι αξιωματικοί κατευθύνουν το πλιάτσικο των στρατιωτών. Συναντήσαμε πολλούς να μεταφέρουν κλοπιμαία με κάθε μέσο. Οι σφαγές παίρνουν διαστάσεις. Τα πτώματα άλλοτε ακέφαλα και άλλοτε ακρωτηριασμένα παραμένουν άταφα και αναδίδουν φοβερή δυσοσμία».
Χιλιάδες άνθρωποι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να στραφούν προς την προκυμαία. Όπως έγραψε ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον, «καθώς η πυρκαγιά εξαπλωνόταν προς την παραλία, το κύμα των Ελλήνων που κατευθύνονταν στην προκυμαία όλο και μεγάλωνε: ηλικιωμένοι, νέοι, γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι. Όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν μεταφέρονταν σε φορεία ή στους ώμους των συγγενών τους». «Ήταν μια σκηνή τρόμου και ανθρώπινων δεινών χωρίς προηγούμενο», έγραψε ο Χόρτον. «Όλοι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι ήταν στριμωγμένοι σε έναν στενό δρόμο ανάμεσα στην πόλη που καιγόταν και στα βαθιά νερά του κόλπου»..Η προκυμαία της Σμύρνης έγινε το σκηνικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι εκείνη την τρομερή Τετάρτη, στην προκυμαία της Σμύρνης βρίσκονταν περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες,Έλληνες κυρίως αλλά και Αρμένιοι! Καιγόντουσαν ζωντανοί, καθώς οι φλόγες πλέον είχαν πλησιάσει τη θάλασσα. Επικρατούσε μια φοβερή ζέστη που μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο. Όλα τα σκάφη απομακρύνθηκαν περίπου 250 μέτρα από την προκυμαία..
«Οι φλόγες θέριευαν συνεχώς», έγραψε ο Οράν Ράμπερ, τουρίστας που είχε φθάσει στη Σμύρνη λίγες ημέρες νωρίτερα. «Οι κραυγές του απεγνωσμένου πλήθους στην αποβάθρα ακούγονταν ένα μίλι μακριά. Είχαν να επιλέξουν μεταξύ τριών ειδών θανάτου: τη φωτιά πίσω τους, τους Τούρκους που παραμόνευαν στα σοκάκια και τον ωκεανό μπροστά τους.... Στα σύγχρονα χρονικά, δεν υπάρχει πιθανώς κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη».