.
Yπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών ή «νόμο περί ατιμωρησίας των υπουργών», όπως εύστοχα βαφτίστηκε. Τα αγκάθια είναι γνωστά. Πρώτον: η διαδικασία ακόμη και της εξέτασης τυχόν αδικημάτων περνά μέσα από τη Βουλή, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία να μην επιτρέπει ποτέ την διερεύνηση. Ποιος ξεχνά το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία το κόμμα της πλειοψηφίας αποχώρησε από τη Βουλή; Ή ποιος θυμάται τις καταγγελίες εφοπλιστή για χρηματισμό υπουργού σχετικά με τις άγονες γραμμές, υπόθεση που ξεχάστηκε κάπου στην ανάκριση; Δεύτερον και πιο εξοργιστικό: οι υποθέσεις παραγράφονται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Τα προβλήματα είναι εμφανή, αλλά οι λύσεις είναι δύσκολες. Το πιο απλό θα ήταν η κατάργηση κάθε προστασίας των πολιτικών και η εκδίκαση των υποθέσεών τους από την κοινή δικαιοσύνη. Οι απλές λύσεις όμως δεν είναι πάντα οι ορθές. Ενας υπουργός έκθετος στη δικομανία των πολιτών θα έπρεπε να έχει δίπλα του μια στρατιά δικηγόρων για να αντικρούει ακόμη και γελοίες μηνύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι με αφορμή τις καταγγελίες για τον κ. Αριστοτέλη Παυλίδη αποκαλύφθηκε ότι υπήρξαν μηνύσεις κατά υπουργών από πολίτες οι οποίοι δεν προσελήφθησαν στο Δημόσιο! Από την άλλη, ένας υπουργός υπό τον φόβο των μηνύσεων μπορεί να αποφεύγει να λαμβάνει νόμιμες αλλά τολμηρές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, μια, χωρίς σοβαρή ... μελέτη των επιπτώσεων, αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών μπορεί να δημιουργήσει το εντελώς αντίθετο πρόβλημα: από το ακαταδίωκτο των υπουργών να περάσουμε στους διαρκώς διωκόμενους υπουργούς με καταστροφικά αποτελέσματα στην πολιτική διαδικασία.
Το άλλο ερώτημα είναι: ποια δικαιοσύνη και με ποιο κύρος μπορεί να ελέγξει τους υπουργούς, όταν η ηγεσία της διορίζεται απ’ αυτούς τους υπουργούς; Με δεδομένη, μάλιστα, την κατάργηση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων (που σημαίνει ότι το μακρύ χέρι της κυβέρνησης φτάνει μέχρι τους προϊστάμενους) πώς θα κινηθεί διαδικασία κατά υπουργού αντιπάλου κόμματος χωρίς να δημιουργηθούν υπόνοιες ότι πρόκειται για πολιτική δίωξη; Δηλαδή, ακόμη και αν βρούμε λύσεις στα προαναφερθέντα προβλήματα, η παραπομπή υπουργών στην κοινή δικαιοσύνη προϋποθέτει την ουσιαστική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Είναι δεδομένο ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών πρέπει να αλλάξει και το ακαταδίωκτό τους να τελειώσει. Η αλλαγή, όμως, πρέπει να γίνει με περίσκεψη και αφού ελεγχθούν όλες οι δευτερογενείς επιπτώσεις της. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να επαναληφθεί το «έπος του ασυμβίβαστου», όταν υπό το βάρος μιας παθογένειας αλλάξαμε το Σύνταγμα το 2000 για να το ξαναλλάξουμε το 2006.
Τα προβλήματα είναι εμφανή, αλλά οι λύσεις είναι δύσκολες. Το πιο απλό θα ήταν η κατάργηση κάθε προστασίας των πολιτικών και η εκδίκαση των υποθέσεών τους από την κοινή δικαιοσύνη. Οι απλές λύσεις όμως δεν είναι πάντα οι ορθές. Ενας υπουργός έκθετος στη δικομανία των πολιτών θα έπρεπε να έχει δίπλα του μια στρατιά δικηγόρων για να αντικρούει ακόμη και γελοίες μηνύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι με αφορμή τις καταγγελίες για τον κ. Αριστοτέλη Παυλίδη αποκαλύφθηκε ότι υπήρξαν μηνύσεις κατά υπουργών από πολίτες οι οποίοι δεν προσελήφθησαν στο Δημόσιο! Από την άλλη, ένας υπουργός υπό τον φόβο των μηνύσεων μπορεί να αποφεύγει να λαμβάνει νόμιμες αλλά τολμηρές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, μια, χωρίς σοβαρή ... μελέτη των επιπτώσεων, αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών μπορεί να δημιουργήσει το εντελώς αντίθετο πρόβλημα: από το ακαταδίωκτο των υπουργών να περάσουμε στους διαρκώς διωκόμενους υπουργούς με καταστροφικά αποτελέσματα στην πολιτική διαδικασία.
Το άλλο ερώτημα είναι: ποια δικαιοσύνη και με ποιο κύρος μπορεί να ελέγξει τους υπουργούς, όταν η ηγεσία της διορίζεται απ’ αυτούς τους υπουργούς; Με δεδομένη, μάλιστα, την κατάργηση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων (που σημαίνει ότι το μακρύ χέρι της κυβέρνησης φτάνει μέχρι τους προϊστάμενους) πώς θα κινηθεί διαδικασία κατά υπουργού αντιπάλου κόμματος χωρίς να δημιουργηθούν υπόνοιες ότι πρόκειται για πολιτική δίωξη; Δηλαδή, ακόμη και αν βρούμε λύσεις στα προαναφερθέντα προβλήματα, η παραπομπή υπουργών στην κοινή δικαιοσύνη προϋποθέτει την ουσιαστική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Είναι δεδομένο ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών πρέπει να αλλάξει και το ακαταδίωκτό τους να τελειώσει. Η αλλαγή, όμως, πρέπει να γίνει με περίσκεψη και αφού ελεγχθούν όλες οι δευτερογενείς επιπτώσεις της. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να επαναληφθεί το «έπος του ασυμβίβαστου», όταν υπό το βάρος μιας παθογένειας αλλάξαμε το Σύνταγμα το 2000 για να το ξαναλλάξουμε το 2006.