Yπήρχε μια περίοδος στην Ελλάδα, που στον κυρίαρχο λόγο όλα έμπαιναν κάτω από το πρίσμα της ταξικής ανάλυσης. Τα πάντα ήταν έκφραση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και συνεπώς δεν μπορούσε να υπάρξει συναίνεση πουθενά. Ακόμη και οι δημοκρατικοί κανόνες εθεωρούντο «κόλπο» για τη διαιώνιση της καθεστηκυΐας τάξης· τα πολιτικά δικαιώματα εθεωρούντο «στάχτη στα μάτια των καταπιεσμένων»· τα ανθρώπινα δικαιώματα «δικαιολογία των ιμπεριαλιστών για να διευρύνουν την επιρροή τους». Επόμενο ήταν και στην πολιτική αντιπαράθεση η συναίνεση να εξοβελίζεται.
Προδικτατορικά εθεωρείτο κόλπο των «κομμουνιστών και συνοδοιπόρων τους», το να ζητούσαν το μίνιμουμ της δημοκρατικής συναίνεσης, υπό τη μορφή των πολιτικών δικαιωμάτων.
Μετεκλογικά η δημοκρατική συναίνεση θεωρήθηκε έκφραση κάποιων κρυπτοδεξιών, οι οποίοι έλεγαν ότι το Σύνταγμα είναι ιερό και δεν μπορεί να παραβιάζεται με τα «ομοιόμορφα» ψηφοδέλτια, ακόμη και όταν πρόκειται να εξοριστεί από το προεδρικό μέγαρο το «σύμβολο της Δεξιάς» που ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Από ένα σημείο και μετά περάσαμε στο άλλο άκρο: κυρίαρχη στον δημόσιο διάλογο έγινε η λατρεία της συναίνεσης σε βαθμό που να απειλείται η αναγκαία για τη δημοκρατία πολιτική αντιπαράθεση. Το έχουμε ξαναγράψει: η πολιτική σύγκρουση με κανόνες είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας. Ετσι... κατατίθενται προτάσεις, αξιολογούνται, συνθέτονται και προκύπτει η βέλτιστη λύση. Εμείς, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου, αφού σιώπησαν οι βουλευτές στο όνομα της «κομματικής συναίνεσης», να απαιτούμε να σιωπήσουν και τα κόμματα στο όνομα κάποιας απροσδιόριστης «εθνικής συναίνεσης». Θέλουμε, δηλαδή, να κλείσουμε τελείως τη στρόφιγγα του οξυγόνου της δημοκρατίας που είναι η διαφωνία και η αντιπαράθεση απόψεων.
Το ζήτημα όμως είναι ότι στην ελληνική κοινωνία συνυπάρχουν και τα δύο άκρα. Εντός της Βουλής και στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η λατρεία της συναίνεσης. Στους δρόμους και στις παρακάμαρες της εξουσίας καταργείται στην πράξη και το ελάχιστο της δημοκρατικής συναίνεσης. Η εφαρμογή του νόμου που είναι η αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία μιας κοινωνίας (και σ’ αυτό θα έπρεπε να συμφωνούμε όλοι), απορρίπτεται έργω και λόγω. Γαλουχείται μια νέα γενιά με την ελπίδα του ρουσφετιού ώστε να τρυπώσει κάπου στο Δημόσιο και με συνθήματα του τύπου «να καεί, το μπ... η Βουλή». Κανείς δεν διδάσκει σ’ αυτή τη γενιά, ότι μια κοινωνία για να λειτουργήσει χρειάζεται συναίνεση στους κανόνες και ότι η αλλαγή των κανόνων έχει κι αυτή κανόνες. Αυτό το μίνιμουμ της συναίνεσης είναι εξοβελισμένο από τον δημόσιο διάλογο. Αντιθέτως όλοι επιζητούν να υπάρξει συμφωνία για το ύψος του ελλείμματος, ξεχνώντας ότι οι εγγενείς διαφωνίες μέσα στην κοινωνία για το ύψος του ελλείμματος είναι αυτό που κάνει τη δημοκρατία αναγκαία.
Η ψευδεπίγραφη συναίνεση -που επιχειρείται για να παρουσιαστεί η λυδία λίθος για την επίλυση όλων των προβλημάτων- είναι ένα επικοινωνιακό κόλπο της κυβέρνησης για να μοιράσει το κόστος της αποτυχίας της. Το πρόβλημα όμως είναι ότι διογκώνει τα προβλήματα: Οι αντιθέσεις που δεν επιλύονται στη Βουλή καταλήγουν να γίνονται συγκρούσεις στους δρόμους.
Από ένα σημείο και μετά περάσαμε στο άλλο άκρο: κυρίαρχη στον δημόσιο διάλογο έγινε η λατρεία της συναίνεσης σε βαθμό που να απειλείται η αναγκαία για τη δημοκρατία πολιτική αντιπαράθεση. Το έχουμε ξαναγράψει: η πολιτική σύγκρουση με κανόνες είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας. Ετσι... κατατίθενται προτάσεις, αξιολογούνται, συνθέτονται και προκύπτει η βέλτιστη λύση. Εμείς, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου, αφού σιώπησαν οι βουλευτές στο όνομα της «κομματικής συναίνεσης», να απαιτούμε να σιωπήσουν και τα κόμματα στο όνομα κάποιας απροσδιόριστης «εθνικής συναίνεσης». Θέλουμε, δηλαδή, να κλείσουμε τελείως τη στρόφιγγα του οξυγόνου της δημοκρατίας που είναι η διαφωνία και η αντιπαράθεση απόψεων.
Το ζήτημα όμως είναι ότι στην ελληνική κοινωνία συνυπάρχουν και τα δύο άκρα. Εντός της Βουλής και στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η λατρεία της συναίνεσης. Στους δρόμους και στις παρακάμαρες της εξουσίας καταργείται στην πράξη και το ελάχιστο της δημοκρατικής συναίνεσης. Η εφαρμογή του νόμου που είναι η αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία μιας κοινωνίας (και σ’ αυτό θα έπρεπε να συμφωνούμε όλοι), απορρίπτεται έργω και λόγω. Γαλουχείται μια νέα γενιά με την ελπίδα του ρουσφετιού ώστε να τρυπώσει κάπου στο Δημόσιο και με συνθήματα του τύπου «να καεί, το μπ... η Βουλή». Κανείς δεν διδάσκει σ’ αυτή τη γενιά, ότι μια κοινωνία για να λειτουργήσει χρειάζεται συναίνεση στους κανόνες και ότι η αλλαγή των κανόνων έχει κι αυτή κανόνες. Αυτό το μίνιμουμ της συναίνεσης είναι εξοβελισμένο από τον δημόσιο διάλογο. Αντιθέτως όλοι επιζητούν να υπάρξει συμφωνία για το ύψος του ελλείμματος, ξεχνώντας ότι οι εγγενείς διαφωνίες μέσα στην κοινωνία για το ύψος του ελλείμματος είναι αυτό που κάνει τη δημοκρατία αναγκαία.
Η ψευδεπίγραφη συναίνεση -που επιχειρείται για να παρουσιαστεί η λυδία λίθος για την επίλυση όλων των προβλημάτων- είναι ένα επικοινωνιακό κόλπο της κυβέρνησης για να μοιράσει το κόστος της αποτυχίας της. Το πρόβλημα όμως είναι ότι διογκώνει τα προβλήματα: Οι αντιθέσεις που δεν επιλύονται στη Βουλή καταλήγουν να γίνονται συγκρούσεις στους δρόμους.