Ποιος νόμος είναι «καλός»... Αυτός που εφαρμόζεται.
Χωρίς δυσκολίες, χωρίς περιττές προστριβές, με την ελάχιστη προβλεπόμενη αμφιβολία, κατ’ οικονομίαν υπερβολικής καταστολής. Γι’ αυτόν το νόμο, κανείς δεν εξέφρασε ειλικρινή λόγο στη Βουλή. Ούτε όταν συζήτησαν για τη «δίκη–καταδίκη–αποφυγή» Παυλίδη ούτε, την επόμενη μέρα, για τη διαρκώς αυξανόμενη «εγκληματικότητα» και, το αντίδοτό της, τη «δημόσια» ασφάλεια. Πιστεύω ακράδαντα ότι η ασφάλεια είναι το πρώτο αγαθό που επιθυμεί ο άνθρωπος στον επώδυνο καθημερινό αγώνα του. Πριν από την οικονομική εξασφάλιση. Πριν σκεφτεί την προσωπική και οικογενειακή ευτυχία.
Οσοι το αρνούνται είτε λένε ξεδιάντροπα ψέματα (και είναι δυστυχώς πάμπολλοι) είτε επιχειρούν να ρίξουν ιδεολογική στάχτη σε μια πραγματικότητα που τους τρομάζει.
Εκτιμώ, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια σοβαρή πλειοψηφία «αριστερών» υπερασπιστών των δικαιωμάτων των μεταναστών στη χώρα μας, οι οποίοι όμως φοβούνται «τον μαύρο» και σιχαίνονται τη μυρωδιά των «ανθρώπων που τρώνε κάρι» και... παίρνουν τα μέτρα τους απέναντι στους «αλλόθρησκους» και, γενικώς, κρύβουν με δυσκολία τον ελληνικό μας ρατσισμό. Γιατί, κακώς, ντρέπονται επειδή είμαστε Ελληνες κατ’ επιλογήν, κουλτούρας και φιλοσοφικής αναφοράς και όχι επειδή «έλαχε» να μας κοιλοπονέσει η μάνα μας στα εδάφη αυτού του κράτους.
Στη χώρα λοιπόν όπου όσοι καταπατούν το νόμο μένουν δίχως επίπληξη, περιορισμό, καταστολή ή καταδίκη, πρώτοι οι φιλοξενούμενοι μετανάστες αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν. Οταν κανείς δεν σέβεται την τάξη ως δημόσιο αγαθό, ευκολότερα θα βγάζει τον χειρότερο άνθρωπο που φέρνει μαζί του. Εχθρικό και ζωώδη στους άλλους, τους επικίνδυνους, που βρίσκονται απέναντί του. Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου γιατί, ενώ υπάρχουν αρκετοί και επαρκείς νόμοι, οι συνοδοιπόροι του Τσίπρα ζητούν την εφαρμογή τους κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προκρίνουν οι οπαδοί του Καρατζαφέρη. Ούτε αποδέχομαι τις από καθέδρας κατηγορίες της σταλινικής αριστεράς, λες και απαιτούνται ειδικές γνώσεις για να θυμάται κανείς ότι σε αυτή την πλευρά, καλός μετανάστης είναι εκείνος που χτίζει τον σοσιαλισμό στη... χώρα του ή όποιος τυχερός απολαμβάνει την υποτροφία του πάλαι ποτέ πραγματικού σοσιαλισμού, με αντίτιμο την... περιορισμένη ανεξαρτησία της πατρίδας του.
Σε παρόμοιες συζητήσεις ξεχνούμε τις τόσο απλές όσο και απόλυτες αρχές θέσπισης της πολιτείας «μας». Είτε αυτής που διέπει την κοινωνική μας υπόσταση είτε όσες ρυθμίζουν τις οικονομικές μας πράξεις είτε τις άλλες που ορίζουν τα όρια της συλλογικής ελευθερίας μας, μιας που η ατομική παραμένει, στην πνευματική της διάσταση, άνευ ορίων. Είμαστε έθνος φίλων της ελευθερίας, είμαστε φιλελεύθεροι και ανθρωπιστές. Δεν νιώθω όμως καθόλου διαθέσιμος να ερμηνεύσω τις αρχές αυτές κατά το δοκούν. Ιδιαίτερα μάλιστα αν πρόκειται έτσι να δικαιολογήσω μια ανίκανη, ρατσιστική και απαίδευτη αστυνομία, πληρωμένους δικηγόρους που θησαυρίζουν με τον ανθρώπινο πόνο, φορτηγατζήδες και «αφεντικά» που πληρώνονται την παρανομία, πολιτικές μοιρολογίστρες και άλλους νταβατζήδες του (δικαιολογημένου) φόβου που προκαλεί το πρόσωπο πείνας και αθλιότητας των άμοιρων που πληθαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας και στα χωράφια της πατρίδας.
Από τον πρωθυπουργό και τον συνυπεύθυνό του της αντιπολιτεύσεως, από τα κομματικά στελέχη, πρέπει να απαιτούμε να ανταποκριθούν στις σοβαρότατες ευθύνες που έχουν αναλάβει για τη διασφάλιση της ασφάλειάς μας. Να τους θυμίζουμε ότι, κατά πρώτο λόγο, δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Πως ο πρωθυπουργός δεν έχει κανένα δικαίωμα να καταγγέλλει «κάποιους» επειδή «ενθαρρύνουν την αντίθεση στους νόμους». Ας φρόντιζε να συλλαμβάνονται, παραδειγματικά και χωρίς εξαιρέσεις και μάλιστα «κατόπιν άνωθεν υποδείξεων», όσοι τους παραβαίνουν. Αυτό είναι που τιμωρείται. Και όχι οι πεποιθήσεις μας.
Εκτιμώ, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια σοβαρή πλειοψηφία «αριστερών» υπερασπιστών των δικαιωμάτων των μεταναστών στη χώρα μας, οι οποίοι όμως φοβούνται «τον μαύρο» και σιχαίνονται τη μυρωδιά των «ανθρώπων που τρώνε κάρι» και... παίρνουν τα μέτρα τους απέναντι στους «αλλόθρησκους» και, γενικώς, κρύβουν με δυσκολία τον ελληνικό μας ρατσισμό. Γιατί, κακώς, ντρέπονται επειδή είμαστε Ελληνες κατ’ επιλογήν, κουλτούρας και φιλοσοφικής αναφοράς και όχι επειδή «έλαχε» να μας κοιλοπονέσει η μάνα μας στα εδάφη αυτού του κράτους.
Στη χώρα λοιπόν όπου όσοι καταπατούν το νόμο μένουν δίχως επίπληξη, περιορισμό, καταστολή ή καταδίκη, πρώτοι οι φιλοξενούμενοι μετανάστες αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν. Οταν κανείς δεν σέβεται την τάξη ως δημόσιο αγαθό, ευκολότερα θα βγάζει τον χειρότερο άνθρωπο που φέρνει μαζί του. Εχθρικό και ζωώδη στους άλλους, τους επικίνδυνους, που βρίσκονται απέναντί του. Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου γιατί, ενώ υπάρχουν αρκετοί και επαρκείς νόμοι, οι συνοδοιπόροι του Τσίπρα ζητούν την εφαρμογή τους κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προκρίνουν οι οπαδοί του Καρατζαφέρη. Ούτε αποδέχομαι τις από καθέδρας κατηγορίες της σταλινικής αριστεράς, λες και απαιτούνται ειδικές γνώσεις για να θυμάται κανείς ότι σε αυτή την πλευρά, καλός μετανάστης είναι εκείνος που χτίζει τον σοσιαλισμό στη... χώρα του ή όποιος τυχερός απολαμβάνει την υποτροφία του πάλαι ποτέ πραγματικού σοσιαλισμού, με αντίτιμο την... περιορισμένη ανεξαρτησία της πατρίδας του.
Σε παρόμοιες συζητήσεις ξεχνούμε τις τόσο απλές όσο και απόλυτες αρχές θέσπισης της πολιτείας «μας». Είτε αυτής που διέπει την κοινωνική μας υπόσταση είτε όσες ρυθμίζουν τις οικονομικές μας πράξεις είτε τις άλλες που ορίζουν τα όρια της συλλογικής ελευθερίας μας, μιας που η ατομική παραμένει, στην πνευματική της διάσταση, άνευ ορίων. Είμαστε έθνος φίλων της ελευθερίας, είμαστε φιλελεύθεροι και ανθρωπιστές. Δεν νιώθω όμως καθόλου διαθέσιμος να ερμηνεύσω τις αρχές αυτές κατά το δοκούν. Ιδιαίτερα μάλιστα αν πρόκειται έτσι να δικαιολογήσω μια ανίκανη, ρατσιστική και απαίδευτη αστυνομία, πληρωμένους δικηγόρους που θησαυρίζουν με τον ανθρώπινο πόνο, φορτηγατζήδες και «αφεντικά» που πληρώνονται την παρανομία, πολιτικές μοιρολογίστρες και άλλους νταβατζήδες του (δικαιολογημένου) φόβου που προκαλεί το πρόσωπο πείνας και αθλιότητας των άμοιρων που πληθαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας και στα χωράφια της πατρίδας.
Από τον πρωθυπουργό και τον συνυπεύθυνό του της αντιπολιτεύσεως, από τα κομματικά στελέχη, πρέπει να απαιτούμε να ανταποκριθούν στις σοβαρότατες ευθύνες που έχουν αναλάβει για τη διασφάλιση της ασφάλειάς μας. Να τους θυμίζουμε ότι, κατά πρώτο λόγο, δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Πως ο πρωθυπουργός δεν έχει κανένα δικαίωμα να καταγγέλλει «κάποιους» επειδή «ενθαρρύνουν την αντίθεση στους νόμους». Ας φρόντιζε να συλλαμβάνονται, παραδειγματικά και χωρίς εξαιρέσεις και μάλιστα «κατόπιν άνωθεν υποδείξεων», όσοι τους παραβαίνουν. Αυτό είναι που τιμωρείται. Και όχι οι πεποιθήσεις μας.