Kι ας είναι κουτσουρεμένη πια η Μεγάλη Εβδομάδα,
αρκεί η Πέμπτη κι η Παρασκευή της για να αναστήσουν μέσα μας τη μνήμη των ανθρώπων μας που δεν μετριούνται πια ανάμεσα στους ζωντανούς και να νιώσουμε απτή τη σκιά τους δίπλα μας και μέσα μας.
Είτε ανήκουμε στους πιστεύοντες και νηστεύοντες είτε όχι, σαν να εναρμονιζόμαστε με ένα κλίμα που μοιάζει πια να δημιουργείται αυθόρμητα, από μνήμης, σε πείσμα των καιρών και των ηθών τους, σε πείσμα της αγχωμένης βιασύνης, της ρουτίνας, του επιπόλαιου τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε πράγματα που εμείς οι ίδιοι λέμε πως είναι πνευματικά. Κι όσο το κουβεντιάζω με φίλους καλούς, συμφωνούμε πως, και αρνητές του επέκεινα να είμαστε και αδιάφοροι για την υπεσχημένη μέλλουσα ζωή, πολλοί έχουμε μπει κάποια στιγμή στη σκέψη να στείλουμε γράμμα και γραφή με τον κάθε φορά νέο νεκρό μας σε όσους γκαρδιακούς έχουν πεθάνει από καιρό· για να τους πούμε πως η απουσία τους μας έχει σφραγίσει οριστικά και ανεξάλειπτα και να τους μολογήσουμε πόσο βαθιά τη νιώθουμε ώρες ώρες την ανάγκη να πιστέψουμε σε ό,τι ακριβώς δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε: πως θα ξανανταμώσουμε με τους ανθρώπους μας, θα ξαναπιάσουμε το κουβεντολόι μας, ατέλειωτο πια.
Μπορεί και κάποιοι, μες στον... πολύ τον πόνο, να στέλνουν όντως τέτοια γράμματα προς τον άλλον κόσμο, κι ας προορίζονται για το χώμα, όπως προορίζεται κι ό,τι άλλο αποθέτει η σπαραγμένη αγάπη στα χέρια του νεκρού: ένα κουτί τσιγάρα, της μάρκας του, κι ας τον φαρμάκωνε όσο το γευόταν, το βιβλίο που αγάπησε, ένα μπουκαλάκι τσίπουρο από τον γενέθλιο τόπο του.
Κι ακόμα κι αν συνήθως μένει ανομολόγητη ή δεν υλοποιείται αυτή η επιθυμία να στείλουμε μήνυμα στους «φυγάδες» μας, θα πρέπει να ’ναι πολύ παλιά, ίσως όσο και η γραφή.
Προς τη σκέψη αυτή μάς οδηγούν και όσα ιστορεί κάποιο δημοτικό μοιρολόι, ένα από τα πολλά που έπλασε η λαϊκή μούσα για να αναγνωρίσει και να κατακτήσει, όσο είναι δυνατόν, το μείζον γεγονός-θάνατος:
«Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι η ταραχή η μεγάλη;
/ Μήνα σε γάμο γίνεται, μήνα σε πανηγύρι;
/ -Νοικοκυρά συντάζεται, στον Αδη για να πάει.
/ Ταχτοποιεί το σπίτι της, κρεμάει τα κλειδιά της,
/ παίρνει λαμπάδες κίτρινες, κράζει μοιρολογίστρες,
/ και τρέχουν κι οι γειτόνισσες και οι χαροκτυπημένες.
/ Ποια έχει λόγο να της πει, ποια γράμματα να δώσει,
/ ποια έχει νιο ξαρμάτωτο, του στέλνει τ’ άρματά του.
/ Γράψτε, μανάδες, στα παιδιά, στους άντρες σας, γυναίκες,
/ τις πίκρες σας, τα πάθη σας και τα παράπονά σας».
Οσο γι’ αυτόν που με κάποιον αδήλωτο τρόπο καταφέρνει να ανέβει από τον Κάτω Κόσμο και να φέρει «νέα», και πάλι το δημοτικό μοιρολόι είναι σκληρά σαφές:
«Ερχομαι απ’ τη μαύρη γη κι από τον Κάτω Κόσμο. [...] Εκεί είναι νιοι ξαρμάτωτοι και νιες ξεστολισμένες, / εκεί είν’ ανύπαντρα παιδιά, σαν μήλα μαραμένα, / εκεί βογκούν οι άρρωστοι, σκούζουν οι πεθαμένοι. / Ηθελ’ να μην κατέβαινα εκεί στον κάτω κόσμο».
Αλλά θα συνεχίσουμε αύριο...
Μπορεί και κάποιοι, μες στον... πολύ τον πόνο, να στέλνουν όντως τέτοια γράμματα προς τον άλλον κόσμο, κι ας προορίζονται για το χώμα, όπως προορίζεται κι ό,τι άλλο αποθέτει η σπαραγμένη αγάπη στα χέρια του νεκρού: ένα κουτί τσιγάρα, της μάρκας του, κι ας τον φαρμάκωνε όσο το γευόταν, το βιβλίο που αγάπησε, ένα μπουκαλάκι τσίπουρο από τον γενέθλιο τόπο του.
Κι ακόμα κι αν συνήθως μένει ανομολόγητη ή δεν υλοποιείται αυτή η επιθυμία να στείλουμε μήνυμα στους «φυγάδες» μας, θα πρέπει να ’ναι πολύ παλιά, ίσως όσο και η γραφή.
Προς τη σκέψη αυτή μάς οδηγούν και όσα ιστορεί κάποιο δημοτικό μοιρολόι, ένα από τα πολλά που έπλασε η λαϊκή μούσα για να αναγνωρίσει και να κατακτήσει, όσο είναι δυνατόν, το μείζον γεγονός-θάνατος:
«Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι η ταραχή η μεγάλη;
/ Μήνα σε γάμο γίνεται, μήνα σε πανηγύρι;
/ -Νοικοκυρά συντάζεται, στον Αδη για να πάει.
/ Ταχτοποιεί το σπίτι της, κρεμάει τα κλειδιά της,
/ παίρνει λαμπάδες κίτρινες, κράζει μοιρολογίστρες,
/ και τρέχουν κι οι γειτόνισσες και οι χαροκτυπημένες.
/ Ποια έχει λόγο να της πει, ποια γράμματα να δώσει,
/ ποια έχει νιο ξαρμάτωτο, του στέλνει τ’ άρματά του.
/ Γράψτε, μανάδες, στα παιδιά, στους άντρες σας, γυναίκες,
/ τις πίκρες σας, τα πάθη σας και τα παράπονά σας».
Οσο γι’ αυτόν που με κάποιον αδήλωτο τρόπο καταφέρνει να ανέβει από τον Κάτω Κόσμο και να φέρει «νέα», και πάλι το δημοτικό μοιρολόι είναι σκληρά σαφές:
«Ερχομαι απ’ τη μαύρη γη κι από τον Κάτω Κόσμο. [...] Εκεί είναι νιοι ξαρμάτωτοι και νιες ξεστολισμένες, / εκεί είν’ ανύπαντρα παιδιά, σαν μήλα μαραμένα, / εκεί βογκούν οι άρρωστοι, σκούζουν οι πεθαμένοι. / Ηθελ’ να μην κατέβαινα εκεί στον κάτω κόσμο».
Αλλά θα συνεχίσουμε αύριο...