.
Του κ.Κ. Ν. Σταμπολή,
γενικού διευθυντή του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
Τις τελευταίες ήμερες είδαμε μια σειρά δηλώσεων και δημοσιευμάτων από πρωθυπουργούς, προέδρους τραπεζών και από ανώτερα διοικητικά στελέχη τα οποία όλα, λίγο - πολύ, είχαν ως κοινό παρονομαστή την ανάγκη πάταξης της κερδοσκοπίας στις αγορές εμπορευμάτων και ειδικά του πετρελαίου.
Σε κοινό τους άρθρο στην WSJ ο πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Gordon Brown και ο Γάλλος πρόεδρος κ. Nicolas Sarkozy παρατηρούν ότι η μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές πετρελαίου πλήττει την παγκόσμια οικονομία με τις υψηλές τιμές του 2008 να έχουν συμβάλει στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση. Επιπλέον, σύμφωνα με τους δύο ηγέτες, η ανεξέλεγκτη...συμπεριφορά των διεθνών τιμών πετρελαίου δημιουργεί αυξανόμενη ανησυχία αφού πλήττει το ίδιο παραγωγούς και καταναλωτές.
Το θέμα της ασφάλειας πετρελαϊκών προμηθειών και της ανάγκης για μια συνεχή ροή αργού, χωρίς τον κίνδυνο διακοπών, αναδεικνύεται ως βασικό σημείο του προβληματισμού που αναπτύσσουν οι δύο πολιτικοί, οι οποίοι δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για τον έλεγχο των διεθνών τιμών πετρελαίου, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούν οι υπέρμετρα υψηλές τιμές, και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία μεταξύ παραγωγών και καταναλωτριών χωρών.
Με λιγότερο κομψό τρόπο ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Εμπορευμάτων (CFTC) των ΗΠΑ, κ. Γκάρι Γκένσλερ ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή ανησυχεί ιδιαίτερα για τα ακραία φαινόμενα κερδοσκοπίας και για αυτό η CFΤC θα διενεργήσει ακροαματικές διαδικασίες προκειμένου να διερευνήσει την ανάγκη κυβερνητικής παρέμβασης ώστε να περιορίσει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές στις αγορές πρώτων υλών.
Η πρωτοβουλία ανήκει στον ανεξάρτητο γερουσιαστή Μπέρντι Σάντερς και τον βουλευτή των Δημοκρατικών Μπαρτ Στούπακ, οι οποίοι απηύθυναν έκκληση ώστε να αποφευχθεί επανάληψη του περσινού ράλι στις τιμές του αργού, όταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού είχαν εκτιναχθεί πάνω από τα 147 δολάρια το βαρέλι. Ο κ. Σάντερς μάλιστα κατέθεσε πρόταση νομοθεσίας που μπορεί να υποχρεώσει την Αρχή να επικαλεστεί έκτακτη αρμοδιότητα για να ανακόψει κερδοσκοπικές κινήσεις στο πετρέλαιο θέτοντας κατά την κρίση της όρια της αγοράς futures.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς η εκτίναξη των τιμών του αργού πέρυσι υπήρξε εν μέρει αποτέλεσμα της δραστηριότητας αμοιβαίων κεφαλαίων συνδεδεμένων με δείκτες (index funds) που αγοράζουν μόνο συμβόλαια πετρελαίου. Τα index funds και τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETF) έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν συμβόλαια πετρελαίου που υπερβαίνουν τη διαθέσιμη προσφορά.
Είτε οφείλονται σε κερδοσκοπικές κινήσεις είτε όχι οι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές του αργού συνεχίζονται πάντως και φέτος. Την περασμένη Τρίτη (14/7) η τιμή στην αγορά της Νέας Υόρκης υποχώρησε ως και στα 60,5 δολάρια το βαρέλι, ενώ εκείνη του Brent στο Λονδίνο διαμορφωνόταν οριακά κοντά στα 61,4 δολάρια για παραδόσεις Αυγούστου, λόγω των φόβων για τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας αλλά και λόγω ισχυροποίησης του δολαρίου έναντι του ευρώ. Να σημειώσουμε ότι οι τιμές έχουν υποχωρήσει κατά 19% στο επίπεδο των 59 και 60 δολαρίων το βαρέλι από τα υψηλά των 73,0 δολαρίων που είχε φθάσει την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου.
Ομως, παρά τις αιτιάσεις των πολιτικών για την δήθεν αδιαφάνεια και κακή λειτουργία των αγορών και την αγωνία των εποπτικών αρχών να στοχοθετήσουν την κερδοσκοπία ως τον βασικό ένοχο για άνοδο των τιμών, η αλήθεια παραμένει ότι το πετρέλαιο όπως και το φυσικό αέριο και τόσα άλλα εμπορεύματα παραμένουν χρηματιστηριακά προϊόντα αφού αυτά διαπραγματεύονται ελεύθερα στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων ιδιαίτερα στο ΝΥΜΕΧ της Νέας Υόρκης και στο ICE του Λονδίνου.
Αφ’ ης στιγμής το πετρέλαιο εισήχθη στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης στις 30 Μαρτίου του 1983 οι τιμές έπαυσαν να ορίζονται από τους παραγωγούς, κυρίως μέσω διμερών διαπραγματεύσεων με τους αγοραστές, συνήθως τις μεγάλες πολυεθνικές, και άρχισαν να επηρεάζονται από πολλούς άλλους παράγοντες όπως τα καιρικά φαινόμενα, τα αποθέματα, η γεωπολιτική αστάθεια, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, η κατάσταση των περιφερειακών οικονομιών, η διακύμανση και οι ισοτιμίες των νομισμάτων κ.λπ. Ακόμα οι τιμές επηρεάζονται από τη γενικότερη πορεία των χρηματιστηριακών αγορών και των δυνατοτήτων που αυτές προσφέρουν για κερδοφορία.
Είναι αναπόφευκτο μέρος της όλης διαδικασίας καθορισμού των διεθνών τιμών πετρελαίου η αγοροπωλησία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (δηλ. των futures), πλην όμως δεν είναι αυτά που καθορίζουν αποκλειστικά τη διαμόρφωση των τιμών.
Είναι κυρίως οι μεγάλοι καταναλωτές δηλ. τα διυλιστήρια, οι αεροπορικές εταιρείες, οι παραγωγοί ηλεκτρισμού που, παράλληλα με μακροχρόνιες συμβάσεις που έχουν με τους παραγωγούς, αγοράζουν συμβόλαια φυσικών προϊόντων για λόγους hedging και οδηγούν τις τιμές. Αυτοί που αγοράζουν τα futures, δηλαδή τα χάρτινα βαρέλια, συνήθως ακολουθούν. Ετσι, αυτό που κατά κύριο λόγο καθορίζει την πορεία των αγορών είναι η ζήτηση και προσφορά και πιο συγκεκριμένα οι εκτιμήσεις για ζήτηση και προσφορά.
Αυτές μπορεί να διαφέρουν και να διαφοροποιούνται αισθητά από χώρα σε χώρα και από εταιρεία σε εταιρεία, αλλά και από εβδομάδα σε εβδομάδα. Εξαρτάται σε ποιες αγορές είναι κάποιος τοποθετημένος και πώς αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Εάν ορισμένοι κύκλοι είναι πεπεισμένοι ότι για όλα φταίει η κερδοσκοπία και άρα οι χρηματιστηριακές πράξεις πρέπει να καταργηθούν, δεν έχουν παρά να εισηγηθούν την επιστροφή στο προ του 1983 καθεστώς. Και τότε η δύναμη για τον καθορισμό των τιμών θα επανέλθει στους παραγωγούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλά πώς να δημιουργούν και να διαχειρίζονται κρίσεις στις αγορές και να εφαρμόζουν embargo, όποτε αυτοί το αποφασίσουν.
Και επειδή ακριβώς η τιμή του αργού, και κατ’ επέκταση των προϊόντων, καθορίζεται σήμερα από τις αγορές, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει εξασφαλισθεί η συνεχής και απρόσκοπτος ροή πετρελαίου προς τη Δύση, ακόμα και εν μέσω πολεμικών συρράξεων και τρομοκρατικών ενεργειών. Τουλάχιστον σήμερα όλοι συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών έστω και εάν αυτό δημιουργεί πονοκεφάλους σε ορισμένους, ιδιαίτερα στους πολιτικούς.
Σε κοινό τους άρθρο στην WSJ ο πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Gordon Brown και ο Γάλλος πρόεδρος κ. Nicolas Sarkozy παρατηρούν ότι η μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές πετρελαίου πλήττει την παγκόσμια οικονομία με τις υψηλές τιμές του 2008 να έχουν συμβάλει στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση. Επιπλέον, σύμφωνα με τους δύο ηγέτες, η ανεξέλεγκτη...συμπεριφορά των διεθνών τιμών πετρελαίου δημιουργεί αυξανόμενη ανησυχία αφού πλήττει το ίδιο παραγωγούς και καταναλωτές.
Το θέμα της ασφάλειας πετρελαϊκών προμηθειών και της ανάγκης για μια συνεχή ροή αργού, χωρίς τον κίνδυνο διακοπών, αναδεικνύεται ως βασικό σημείο του προβληματισμού που αναπτύσσουν οι δύο πολιτικοί, οι οποίοι δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για τον έλεγχο των διεθνών τιμών πετρελαίου, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούν οι υπέρμετρα υψηλές τιμές, και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία μεταξύ παραγωγών και καταναλωτριών χωρών.
Με λιγότερο κομψό τρόπο ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Εμπορευμάτων (CFTC) των ΗΠΑ, κ. Γκάρι Γκένσλερ ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή ανησυχεί ιδιαίτερα για τα ακραία φαινόμενα κερδοσκοπίας και για αυτό η CFΤC θα διενεργήσει ακροαματικές διαδικασίες προκειμένου να διερευνήσει την ανάγκη κυβερνητικής παρέμβασης ώστε να περιορίσει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές στις αγορές πρώτων υλών.
Η πρωτοβουλία ανήκει στον ανεξάρτητο γερουσιαστή Μπέρντι Σάντερς και τον βουλευτή των Δημοκρατικών Μπαρτ Στούπακ, οι οποίοι απηύθυναν έκκληση ώστε να αποφευχθεί επανάληψη του περσινού ράλι στις τιμές του αργού, όταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού είχαν εκτιναχθεί πάνω από τα 147 δολάρια το βαρέλι. Ο κ. Σάντερς μάλιστα κατέθεσε πρόταση νομοθεσίας που μπορεί να υποχρεώσει την Αρχή να επικαλεστεί έκτακτη αρμοδιότητα για να ανακόψει κερδοσκοπικές κινήσεις στο πετρέλαιο θέτοντας κατά την κρίση της όρια της αγοράς futures.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς η εκτίναξη των τιμών του αργού πέρυσι υπήρξε εν μέρει αποτέλεσμα της δραστηριότητας αμοιβαίων κεφαλαίων συνδεδεμένων με δείκτες (index funds) που αγοράζουν μόνο συμβόλαια πετρελαίου. Τα index funds και τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETF) έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν συμβόλαια πετρελαίου που υπερβαίνουν τη διαθέσιμη προσφορά.
Είτε οφείλονται σε κερδοσκοπικές κινήσεις είτε όχι οι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές του αργού συνεχίζονται πάντως και φέτος. Την περασμένη Τρίτη (14/7) η τιμή στην αγορά της Νέας Υόρκης υποχώρησε ως και στα 60,5 δολάρια το βαρέλι, ενώ εκείνη του Brent στο Λονδίνο διαμορφωνόταν οριακά κοντά στα 61,4 δολάρια για παραδόσεις Αυγούστου, λόγω των φόβων για τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας αλλά και λόγω ισχυροποίησης του δολαρίου έναντι του ευρώ. Να σημειώσουμε ότι οι τιμές έχουν υποχωρήσει κατά 19% στο επίπεδο των 59 και 60 δολαρίων το βαρέλι από τα υψηλά των 73,0 δολαρίων που είχε φθάσει την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου.
Ομως, παρά τις αιτιάσεις των πολιτικών για την δήθεν αδιαφάνεια και κακή λειτουργία των αγορών και την αγωνία των εποπτικών αρχών να στοχοθετήσουν την κερδοσκοπία ως τον βασικό ένοχο για άνοδο των τιμών, η αλήθεια παραμένει ότι το πετρέλαιο όπως και το φυσικό αέριο και τόσα άλλα εμπορεύματα παραμένουν χρηματιστηριακά προϊόντα αφού αυτά διαπραγματεύονται ελεύθερα στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων ιδιαίτερα στο ΝΥΜΕΧ της Νέας Υόρκης και στο ICE του Λονδίνου.
Αφ’ ης στιγμής το πετρέλαιο εισήχθη στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης στις 30 Μαρτίου του 1983 οι τιμές έπαυσαν να ορίζονται από τους παραγωγούς, κυρίως μέσω διμερών διαπραγματεύσεων με τους αγοραστές, συνήθως τις μεγάλες πολυεθνικές, και άρχισαν να επηρεάζονται από πολλούς άλλους παράγοντες όπως τα καιρικά φαινόμενα, τα αποθέματα, η γεωπολιτική αστάθεια, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, η κατάσταση των περιφερειακών οικονομιών, η διακύμανση και οι ισοτιμίες των νομισμάτων κ.λπ. Ακόμα οι τιμές επηρεάζονται από τη γενικότερη πορεία των χρηματιστηριακών αγορών και των δυνατοτήτων που αυτές προσφέρουν για κερδοφορία.
Είναι αναπόφευκτο μέρος της όλης διαδικασίας καθορισμού των διεθνών τιμών πετρελαίου η αγοροπωλησία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (δηλ. των futures), πλην όμως δεν είναι αυτά που καθορίζουν αποκλειστικά τη διαμόρφωση των τιμών.
Είναι κυρίως οι μεγάλοι καταναλωτές δηλ. τα διυλιστήρια, οι αεροπορικές εταιρείες, οι παραγωγοί ηλεκτρισμού που, παράλληλα με μακροχρόνιες συμβάσεις που έχουν με τους παραγωγούς, αγοράζουν συμβόλαια φυσικών προϊόντων για λόγους hedging και οδηγούν τις τιμές. Αυτοί που αγοράζουν τα futures, δηλαδή τα χάρτινα βαρέλια, συνήθως ακολουθούν. Ετσι, αυτό που κατά κύριο λόγο καθορίζει την πορεία των αγορών είναι η ζήτηση και προσφορά και πιο συγκεκριμένα οι εκτιμήσεις για ζήτηση και προσφορά.
Αυτές μπορεί να διαφέρουν και να διαφοροποιούνται αισθητά από χώρα σε χώρα και από εταιρεία σε εταιρεία, αλλά και από εβδομάδα σε εβδομάδα. Εξαρτάται σε ποιες αγορές είναι κάποιος τοποθετημένος και πώς αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Εάν ορισμένοι κύκλοι είναι πεπεισμένοι ότι για όλα φταίει η κερδοσκοπία και άρα οι χρηματιστηριακές πράξεις πρέπει να καταργηθούν, δεν έχουν παρά να εισηγηθούν την επιστροφή στο προ του 1983 καθεστώς. Και τότε η δύναμη για τον καθορισμό των τιμών θα επανέλθει στους παραγωγούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλά πώς να δημιουργούν και να διαχειρίζονται κρίσεις στις αγορές και να εφαρμόζουν embargo, όποτε αυτοί το αποφασίσουν.
Και επειδή ακριβώς η τιμή του αργού, και κατ’ επέκταση των προϊόντων, καθορίζεται σήμερα από τις αγορές, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει εξασφαλισθεί η συνεχής και απρόσκοπτος ροή πετρελαίου προς τη Δύση, ακόμα και εν μέσω πολεμικών συρράξεων και τρομοκρατικών ενεργειών. Τουλάχιστον σήμερα όλοι συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών έστω και εάν αυτό δημιουργεί πονοκεφάλους σε ορισμένους, ιδιαίτερα στους πολιτικούς.