Από την άλλη βέβαια, κάνει μια δουλειά στην οποία η διασημότητα δεν βοηθάει και τόσο...
Την περασμενη Τρίτη παντως η δικαιοσύνη της Ταϊλάνδης απέρριψε το αίτημα για έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ, ο Μπουτ γεννήθηκε το 1967 στην Ντουσανμπέ του Τατζικιστάν και σπούδασε στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών της Μόσχας, πριν καταταγεί στην Πολεμική Αεροπορία.
Η ΚGΒ στρατολογούσε πράκτορες από το ινστιτούτο αυτό, όμως ο Μπουτ αρνείται ότι δούλεψε ποτέ για τη σοβιετική μυστική υπηρεσία.
Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του, το 2003, είπε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» πως άρχισε «τις επιχειρήσεις» το 1992 αγοράζοντας για 120.000 δολάρια, σε ηλικία 25 ετών, τρία φορτηγά αεροπλάνα Αντόνοφ.
Τρία χρόνια μετά την...πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Μπουτ βρισκόταν σε θέση ιδανική για να αγοράζει σε χαμηλές τιμές σοβιετικά όπλα και στρατιωτικό υλικό που ουδείς ήλεγχε πλέον. Και, αντί να αναθέτει σε άλλους να τα μεταφέρουν στις ζώνες των συγκρούσεων, σχημάτισε έναν στόλο από φορτηγά αεροπλάνα και τα μετέφερε ο ίδιος. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, πάνω από 50 αεροπλάνα του Μπουτ μετέφεραν όπλα σ΄ όλο τον πλανήτη και κυρίως στην Αφρική.
«Ήταν ένας Σοβιετικός αξιωματικός ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τρεις παράγοντες που ανέκυψαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: τα αεροπλάνα που βρίσκονταν εγκαταλελειμμένα σε αεροδρόμια ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο, τα τεράστια αποθέματα όπλων που φρουρούνταν από απλήρωτους στρατιώτες και την έκρηξη της ζήτησης όπλων», έγραψε για τον Μπουτ ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντάγκλας Φάραχ στο βιβλίο του «Έμπορος Θανάτου». «Συνδύασε τους τρεις παράγοντες», εξήγησε περαιτέρω στην επιθεώρηση «ΜotherJones», «αγοράζοντας τα αεροπλάνα για ένα κομμάτι ψωμί, φορτώνοντάς τα με όπλα που είχε αγοράσει φτηνά και στέλνοντάς τα σ΄ αυτούς που μπορούσαν να πληρώσουν». Η «καρδιά» της αυτοκρατορίας του, η εταιρεία αεροπορικών ναυλώσεων Αir Cees, έκανε την εμφάνισή της το 1996 στη Μονρόβια της Λιβερίας.
Ο Μπουτ, ο οποίος μιλάει έξι γλώσσες, διηύθυνε τις επιχειρήσεις του από την Αφρική, αλλά και από την Οστάνδη στο Βέλγιο και μετά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου έζησε για χρόνια με την οικογένειά του. Ο Φάραχ διαβεβαιώνει πως, στην αρχή της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, μετέφερε υλικά και άνδρες για λογαριασμό σημαντικών υπεργολάβων του αμερικανικού στρατού. Φαίνεται όμως ότι εκτέθηκε υπερβολικά.
Το όνομά του εμφανιζόταν ξανά και ξανά στις εκθέσεις του ΟΗΕ, ο Νίκολας Κέιτζ τον ενσάρκωσε στο σινεμά («Κυρίαρχος του παιχνιδιού») και η πολλή διασημότητα τον έβλαψε. Από τον Μάρτιο του 2008 κρατείται στην Μπανγκόκ, όμως την Τρίτη η δικαιοσύνη της Ταϊλάνδης απέρριψε το αίτημα για έκδοσή του στις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές αρχές τον κατηγορούν ότι προμήθευε όπλα στους Κολομβιανούς αντάρτες των FΑRC, αλλά ο Ταϊλανδός δικαστής απέρριψε την έκδοσή του λέγοντας ότι θεωρεί τις FΑRC πολιτική και όχι τρομοκρατική οργάνωση.
«Ήταν ένας Σοβιετικός αξιωματικός ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τρεις παράγοντες που ανέκυψαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: τα αεροπλάνα που βρίσκονταν εγκαταλελειμμένα σε αεροδρόμια ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο, τα τεράστια αποθέματα όπλων που φρουρούνταν από απλήρωτους στρατιώτες και την έκρηξη της ζήτησης όπλων», έγραψε για τον Μπουτ ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντάγκλας Φάραχ στο βιβλίο του «Έμπορος Θανάτου». «Συνδύασε τους τρεις παράγοντες», εξήγησε περαιτέρω στην επιθεώρηση «ΜotherJones», «αγοράζοντας τα αεροπλάνα για ένα κομμάτι ψωμί, φορτώνοντάς τα με όπλα που είχε αγοράσει φτηνά και στέλνοντάς τα σ΄ αυτούς που μπορούσαν να πληρώσουν». Η «καρδιά» της αυτοκρατορίας του, η εταιρεία αεροπορικών ναυλώσεων Αir Cees, έκανε την εμφάνισή της το 1996 στη Μονρόβια της Λιβερίας.
Ο Μπουτ, ο οποίος μιλάει έξι γλώσσες, διηύθυνε τις επιχειρήσεις του από την Αφρική, αλλά και από την Οστάνδη στο Βέλγιο και μετά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου έζησε για χρόνια με την οικογένειά του. Ο Φάραχ διαβεβαιώνει πως, στην αρχή της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, μετέφερε υλικά και άνδρες για λογαριασμό σημαντικών υπεργολάβων του αμερικανικού στρατού. Φαίνεται όμως ότι εκτέθηκε υπερβολικά.
Το όνομά του εμφανιζόταν ξανά και ξανά στις εκθέσεις του ΟΗΕ, ο Νίκολας Κέιτζ τον ενσάρκωσε στο σινεμά («Κυρίαρχος του παιχνιδιού») και η πολλή διασημότητα τον έβλαψε. Από τον Μάρτιο του 2008 κρατείται στην Μπανγκόκ, όμως την Τρίτη η δικαιοσύνη της Ταϊλάνδης απέρριψε το αίτημα για έκδοσή του στις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές αρχές τον κατηγορούν ότι προμήθευε όπλα στους Κολομβιανούς αντάρτες των FΑRC, αλλά ο Ταϊλανδός δικαστής απέρριψε την έκδοσή του λέγοντας ότι θεωρεί τις FΑRC πολιτική και όχι τρομοκρατική οργάνωση.