Δισεκατομμύρια δολάρια κοστίζει τελικά στους πολίτες του κόσμου η πρακτική της διαφθοράς στις επιχειρήσεις και η σχέση συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ κυβέρνησης και εταιρειών. Αυτό συμπεραίνει η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Η έκθεση, με τίτλο «Διαφθορά και Ιδιωτικός Τομέας» δείχνει πώς οι διεφθαρμένες πρακτικές συνιστούν καταστροφική δύναμη που... υποσκάπτει τον υγιή ανταγωνισμό, περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη και τελικά πλήττει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
«Τελικά, οι πολίτες πληρώνουν το τίμημα: Οι καταναλωτές ανά τον κόσμο υπερχρεώθηκαν έναν ποσό που φθάνει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω των περίπου 300 ιδιωτικών διεθνών καρτέλ που αποκαλύφθηκαν μεταξύ των ετών 1990 και 2005», αναφέρει η έκθεση.
Το κόστος
Η έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας έδειξε μάλιστα ότι σχεδόν τα μισά από τα ανώτατα στελέχη πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών που ρωτήθηκαν θεωρούν ότι η διαφθορά ανεβάζει το προβλεπόμενο κόστος κατά τουλάχιστον 10%.
Η έρευνα καταγράφει δεκάδες παραδείγματα διευθυντών, μετόχων και στελεχών που καταχρώνται την εξουσία τους για προσωπικό όφελος, πρακτική που πλήττει το σύνολο των μετόχων, τους εργαζόμενους αλλά και την κοινωνία.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις χώρες σε μετάβαση, οι εταιρείες που «τα βρίσκουν» με διεφθαρμένους πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους καταβάλλουν σε μίζες περίπου 40 δισεκατομμύρια ετησίως.
Κάποιες εταιρείες επιχειρούν να βάλουν τέλος σε αυτές τις πρακτικές: Το 2008, το ένα τρίτο των 100 επιχειρήσεων στον δείκτη S&P απαίτησαν, στην περίπτωση πολιτικών δαπανών, να υπάρχει έγκριση του Δ.Σ. Και περίπου το 90% των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κόσμο έχουν υιοθετήσει κώδικα επιχειρηματικής πρακτικής, τον οποίο όμως, καθ’ ομολογία τους, ούτε οι μισές δεν εφαρμόζουν.
Η έκθεση επισημαίνει πάντως ότι η επιχειρηματική ακεραιότητα ανταμείβει: Η έρευνα έδειξε ότι οι εταιρείες με προγράμματα κατά της διαφθοράς δέχονται κατά 50% λιγότερες πιέσεις από διεφθαρμένους πολιτικούς και είναι λιγότερο πιθανό να χάσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η έκθεση αφιερώνει πέντε σελίδες στην Ελλάδα και κάνει ειδική αναφορά στα σκάνδαλα της Siemens και των δομημένων ομολόγων.
Ορόσημο
«Η υπόθεση Siemens είναι ορόσημο για την Ελλάδα όχι μόνον εξαιτίας της σχέσης της με ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς της Γερμανίας, αλλά και εξαιτίας της εμπλοκής και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων», αναφέρει η έκθεση, και επισημαίνει ότι η απόφαση του ΟΤΕ να μηνύσει τη Siemens Γερμανίας μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο και, δεδομένης της έκτασης της διαφθοράς στο εξωτερικό, μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες.
Οσον αφορά τα δομημένα ομόλογα, η Διεθνής Διαφάνεια επισημαίνει ότι εξαιτίας αυτού του σκανδάλου εγκρίθηκε νόμος, τον Ιούνιο του 2007, για την προστασία των επενδύσεων. «Ελπίζουμε ότι ο νόμος αυτός θα μειώσει τις ευκαιρίες στη διαφθορά», αναφέρει η έκθεση.
Η έκθεση, με τίτλο «Διαφθορά και Ιδιωτικός Τομέας» δείχνει πώς οι διεφθαρμένες πρακτικές συνιστούν καταστροφική δύναμη που... υποσκάπτει τον υγιή ανταγωνισμό, περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη και τελικά πλήττει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
«Τελικά, οι πολίτες πληρώνουν το τίμημα: Οι καταναλωτές ανά τον κόσμο υπερχρεώθηκαν έναν ποσό που φθάνει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω των περίπου 300 ιδιωτικών διεθνών καρτέλ που αποκαλύφθηκαν μεταξύ των ετών 1990 και 2005», αναφέρει η έκθεση.
Το κόστος
Η έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας έδειξε μάλιστα ότι σχεδόν τα μισά από τα ανώτατα στελέχη πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών που ρωτήθηκαν θεωρούν ότι η διαφθορά ανεβάζει το προβλεπόμενο κόστος κατά τουλάχιστον 10%.
Η έρευνα καταγράφει δεκάδες παραδείγματα διευθυντών, μετόχων και στελεχών που καταχρώνται την εξουσία τους για προσωπικό όφελος, πρακτική που πλήττει το σύνολο των μετόχων, τους εργαζόμενους αλλά και την κοινωνία.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις χώρες σε μετάβαση, οι εταιρείες που «τα βρίσκουν» με διεφθαρμένους πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους καταβάλλουν σε μίζες περίπου 40 δισεκατομμύρια ετησίως.
Κάποιες εταιρείες επιχειρούν να βάλουν τέλος σε αυτές τις πρακτικές: Το 2008, το ένα τρίτο των 100 επιχειρήσεων στον δείκτη S&P απαίτησαν, στην περίπτωση πολιτικών δαπανών, να υπάρχει έγκριση του Δ.Σ. Και περίπου το 90% των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κόσμο έχουν υιοθετήσει κώδικα επιχειρηματικής πρακτικής, τον οποίο όμως, καθ’ ομολογία τους, ούτε οι μισές δεν εφαρμόζουν.
Η έκθεση επισημαίνει πάντως ότι η επιχειρηματική ακεραιότητα ανταμείβει: Η έρευνα έδειξε ότι οι εταιρείες με προγράμματα κατά της διαφθοράς δέχονται κατά 50% λιγότερες πιέσεις από διεφθαρμένους πολιτικούς και είναι λιγότερο πιθανό να χάσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η έκθεση αφιερώνει πέντε σελίδες στην Ελλάδα και κάνει ειδική αναφορά στα σκάνδαλα της Siemens και των δομημένων ομολόγων.
Ορόσημο
«Η υπόθεση Siemens είναι ορόσημο για την Ελλάδα όχι μόνον εξαιτίας της σχέσης της με ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς της Γερμανίας, αλλά και εξαιτίας της εμπλοκής και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων», αναφέρει η έκθεση, και επισημαίνει ότι η απόφαση του ΟΤΕ να μηνύσει τη Siemens Γερμανίας μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο και, δεδομένης της έκτασης της διαφθοράς στο εξωτερικό, μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες.
Οσον αφορά τα δομημένα ομόλογα, η Διεθνής Διαφάνεια επισημαίνει ότι εξαιτίας αυτού του σκανδάλου εγκρίθηκε νόμος, τον Ιούνιο του 2007, για την προστασία των επενδύσεων. «Ελπίζουμε ότι ο νόμος αυτός θα μειώσει τις ευκαιρίες στη διαφθορά», αναφέρει η έκθεση.