Οίκοι αξιολόγησης: Οι άκριτοι...κριτές. - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Οίκοι αξιολόγησης: Οι άκριτοι...κριτές.

  • Ποιός νομιμοποιεί τις ιδιωτικές αυτές εταιρείες να αποτιμούν, να κρίνουν και να επηρεάζουν την ευημερία δικαίων και αδίκων;
  • Ποιός νομιμοποιεί την όποια Fitch, Μoody΄s ή Standard & Ρoor΄s να δυσκολεύει τη ζωή των πολιτών ολόκληρων χωρών;

Oι ίδιες "έγκυρες" εταιρείες συνιστούσαν αγορά μετοχών της Εnron τέσσερις ημέρες προτού πτωχεύσει τον Δεκέμβριο του 2001 και κρατούσαν παραπλανητικά θετική στάση στην πιο πρόσφατη (το Σεπτέμβριο του 2008) κατάρρευση της Lehman Βrothers που σήμανε και την έναρξη της παρούσας διεθνούς κρίσης...

Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης Fitch επανέφερε στο προσκήνιο τις κριτικές που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τον ρόλο, τη χρησιμότητα και την αξιοπιστία των εταιρειών αυτών που πληρώνονται για να αποτιμούν την αξιοπιστία επιχειρήσεων και χωρών. Βεβαίως οι ενστάσεις διατυπώνονται σε καιρούς χαλεπούς. Διότι, ως γνωστόν, η οικονομία κύκλους κάνει.
Οταν τα πράγματα πάνε καλά, όταν δηλαδή οι εταιρείες αποφέρουν κέρδη στους επενδυτές και όταν οι εθνικές οικονομίες αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς, ουδείς αναρωτιέται ποιος νομιμοποιεί τις εταιρείες αυτές να... αποτιμούν, να κρίνουν και να επηρεάζουν την ευημερία δικαίων και αδίκων. Οταν ο οικονομικός κύκλος γίνεται καθοδικός, τότε αρχίζουν να μας φταίνε οι... ξένοι.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «ξένοι»; Οταν μιλάμε για οίκους αξιολόγησης εννοούμε κατά κύριο λόγο τις Standard & Ρoor΄s και Μoody΄s και δευτερευόντως τη Fitch. Οι οίκοι αυτοί έχουν εξελιχθεί σε οικονομικούς κήνσορες.

Με αρμοδιότητες μάλιστα και μικροοικονομικού και μακροοικονομικού χαρακτήρα, αφού βάζουν στο μικροσκόπιο των αναλύσεών τους τα οικονομικά μεγέθη και τα χρέη όχι μόνο των επιχειρήσεων αλλά και τα δημοσιονομικά μεγέθη των εθνικών οικονομιών. Αποφαίνονται δηλαδή και για το αν μια εθνική οικονομία έχει υπερχρεωθεί ή όχι, αν μπορεί να εξυπηρετήσει εύκολα ή δύσκολα τις δανειακές της υποχρεώσεις.

Η διττή αυτή «αρμοδιότητα» συνιστά τη μία από τις τρεις αιτίες κριτικής που ασκείται προς τους οίκους αξιολόγησης. Διότι ενδεχόμενη κακή βαθμολόγηση μιας εταιρείας (μια υποβάθμιση των δυνατοτήτων που έχει να εξυπηρετήσει τα χρέη της για την ακρίβεια) έχει επίπτωση στους μετόχους και στους επενδυτές της συγκεκριμένης εταιρείας.

Σε κάποιες χιλιάδες ανθρώπους, δηλαδή, που ανέλαβαν με δική τους πρωτοβουλία ένα επενδυτικό ρίσκο. Ενδεχόμενη υποβάθμιση των δυνατοτήτων ενός κράτους να εξυπηρετήσει το χρέος του ισοδυναμεί με κολασμό όλων των φορολογουμένων πολιτών του κράτους. Με μια συλλήβδην τιμωρία δικαίων και αδίκων, εφόσον όλοι θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των επαχθέστερων όρων δανεισμού της χώρας τους. Διότι υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας σημαίνει ότι η συγκεκριμένη χώρα για να βρει πιστώσεις από το εξωτερικό να χορηγήσει στους πιστωτές περισσότερους τόκους, που θα αντισταθμίσουν το υψηλότερο επενδυτικό ρίσκο που εκείνοι θα αναλάβουν. Εδώ θα παρατηρούσε κανείς ότι και οι πολίτες είναι εν μέρει υπεύθυνοι για την κακή διαχείριση των δημοσιονομικών του κράτους, στο μέτρο που εκείνοι εξέλεξαν τους κυβερνήτες τους- εν προκειμένω σε ό,τι αφορά τους Ελληνες ο υπερδανεισμός χαρακτηρίζει όχι μόνο τον κρατικό αλλά και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Υπάρχει, όμως, και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είναι απολύτως ανεύθυνο για την κακοδιαχείριση εκ μέρους των κυβερνήσεων των δημοσίων οικονομικών του κράτους. Επιπλέον είναι πλέον παγκοίνως γνωστό ότι η κατανομή των φορολογικών βαρών - άρα και του άχθους της φορολογικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας- δεν επιμερίζεται κατά δίκαιο τρόπο στους πολίτες, όπως άλλωστε ορίζει και το Σύνταγμα της χώρας.

Μισθωτοί και συνταξιούχοι είναι οι διαρκώς και αμετακλήτως «ριγμένοι». Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Ποιος νομιμοποιεί την όποια Fitch, Μoody΄s ή Standard & Ρoor΄s να δυσκολεύει τη ζωή των πολιτών μιας χώρας ολόκληρης; Η «αγορά», είναι μια καλή απάντηση στο ερώτημα. Διότι οι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας έχουν μετατραπεί από εκτιμητές αξιών σε τιμητές της καθημερινότητάς μας επειδή, απλούστατα, έτσι παίζεται το παιχνίδι. Πριν από ακριβώς έναν χρόνο - αρχές Νοεμβρίου του 2008- ο γάλλος πρόεδρος είχε ταχθεί υπέρ μιας εκ βάθρων αναθεώρησης του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος και αναρωτήθηκε αν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης προσφέρουν ουσιαστικό έργο. «Μήπως θα έπρεπε η Ευρώπη να δημιουργήσει ένα περισσότερο ελεγχόμενο σύστημα πιστοληπτικής αξιολόγησης; είχε πει ο Σαρκοζί όταν παρείχε εγγυήσεις και κεφάλαια στις παραπαίουσες τράπεζες της χώρας του. Αλλά και οι Βρυξέλλες σκέπτονταν (αργότερα βεβαίως το ξέχασαν) να επιβάλουν ένα «πλαίσιο λειτουργίας» στις εταιρείες αξιολόγησης στην Ευρώπη. «Ο επιχειρηματικός αυτός κλάδος είναι πολύ σημαντικός για τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να καθόμαστε στα παρασκήνια και απλώς να παρατηρούμε τη δραστηριότητά του» δήλωσε χαρακτηριστικά ο αρμόδιος για τις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες στην ΕΕ επίτροπος Τσάρλι Μακρίβι.

Η πρώτη, λοιπόν, αιτία αμφισβήτησης των οίκων αξιολόγησης είναι η νομιμοποίησή τους. Η δεύτερη αιτία είναι οι κραυγαλέες αστοχίες τους. Ως κλασικά παραδείγματα αστοχιών μνημονεύονται οι προτροπές για αγορά μετοχών της Εnron τέσσερις ημέρες προτού πτωχεύσει η εταιρεία τον Δεκέμβριο του 2001 και η επίσης παραπλανητικά θετική στάση των οίκων στην πιο πρόσφατη (το Σεπτέμβριο του 2008) κατάρρευση της Lehman Βrothers.

Ουδείς βεβαίως πιστεύει ότι οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης αλλά και των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, με τα εξεζητημένα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούν και την εμπιστευτική πληροφόρηση που έχουν, δεν γνώριζαν την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν η Εnron και η Lehman λίγες ημέρες ή εβδομάδες ή και μήνες προτού καταρρεύσουν.

«Μια υποβάθμιση θα αυξήσει κι άλλο τα κόστη δανεισμού για τη Lehman και θα δυσχεράνει περαιτέρω την προσπάθεια που καταβάλλει η τράπεζα για να βγει από το τέλμα» έγραφε στις 10 Σεπτεμβρίου 2008 (πέντε ημέρες προτού πτωχεύσει η τράπεζα) σε σημείωμά του ο αναλυτής της Goldman Sachs Γουίλιαμ Τανόνα .

Ο αναλυτής υπογράμμιζε ότι «μια μείωση του βαθμού αξιολόγησης της Lehman από το Α2 της Μoody΄s και το Α της S&Ρ υπολογίζεται ότι θα κοστίσει στην τράπεζα 2,9 δισ. δολάρια, σύμφωνα με υπολογισμό που είχε κάνει η ίδια η τράπεζα τον περασμένο Μάιο ».

Την ίδια ημέρα, Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008, η Μoody΄s είχε επισημάνει: «Αν και πιστεύουμε ότι η ρευστότητα της Lehman παραμένει σταθερή και ότι δεν έχουν εμφανιστεί ενδείξεις περιορισμού της, η γενικότερη ατμόσφαιρα γύρω από την τράπεζα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί πηγή ανησυχιών για την πιστοληπτική αξιολόγησή της»!

Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι «δούλευαν» τον κόσμο όλο. Αλλά και με τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των κρατών έχουν παρατηρηθεί τα ανάλογα. Λίγες μήνες προτού καταρρεύσει η οικονομία της Ισλανδίας οι οίκοι την είχαν αναβαθμίσει. Αλλά και το ανεκδιήγητο Διεθνές Φόρουμ του Νταβός (ο τόπος συνάντησης και διαβούλευσης των μεγαλύτερων οικονομικών «εγκεφάλων» του πλανήτη) στην Παγκόσμια Εκθεση Ανταγωνιστικότητας που είχε δημοσιεύσει τον Οκτώβριο του 2008, είχε αναβαθμίσει την Ισλανδία από την 23η στην 20ή θέση της παγκόσμιας κατάταξης!

Η τρίτη αιτία κριτικής που ασκείται στους οίκους είναι οι ωμοί εκβιασμοί τους. Κλασικό παράδειγμα η γερμανική αντασφαλιστική εταιρεία Ηannover Re, η οποία διαφωνούσα προ ετών με τις εκτιμήσεις της Μoody΄s, αποφάσισε να αρνηθεί τις υπηρεσίες της (σταμάτησε δηλαδή να την πληρώνει). Ο οίκος συνέχισε να αξιολογεί την εταιρεία ώσπου υποβάθμισε το χρέος της στην κατηγορία του «σκουπιδιού» (junk). Μέσα σε λίγες ώρες η χρηματιστηριακή αξία της Ηannover Re συρρικνώθηκε κατά... 175 εκατ. δολάρια.

Οσο για τη στάση της Μoody΄s κατά την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ακινήτων, έρευνα του αμερικανικού εκδοτικού ομίλου ΜcClatchy αποκάλυψε ότι στα τέλη του 2007 ο διάσημος οίκος είχε παραγκωνίσει και απομονώσει κάποιους αναλυτές και στελέχη της που προειδοποιούσαν για την επερχόμενη καταστροφή. Επρόκειτο για τα στελέχη που έθεταν ευθέως το ερώτημα γιατί η εταιρεία ρισκάρει τη φήμη της βάζοντας τα κέρδη πάνω από την αξιοπιστία της. Η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής: επειδή... έτσι παίζεται το παιχνίδι!


Ποια είναι η Fitch.

Η Fitch από το 1997 ως σήμερα ελέγχεται από έναν ιδιώτη, τον γάλλο επιχειρηματία Μark Ladreit de Lacharriere. Είναι κάτοχος του 73,6% των μετοχών της Fimalac η οποία κατέχει το σύνολο των μετοχών της Fitch Group. Η Fimalac ή Financiere Μarc de Lacharriere, όπως είναι η πλήρης επωνυμία της, ιδρύθηκε από τον σημερινό βασικό μέτοχο το 1991. Το 1992 εξαγόρασε τη λονδρέζικη ΙΒCΑ και το 1997 κατάφερε να εξαγοράσει την αμερικανική Fitch.

Η Fimalac αντλεί το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της (81%) από τις υπηρεσίες αξιολόγησης (Fitch Ratings) και το 19% από το λογισμικό διαχείρισης κινδύνου (Αlgorithmics). Το 38% των εσόδων της προέρχεται από τις ΗΠΑ, το 23% από την Ευρώπη (εκτός Αγγλίας), το 11% από την Ασία και το 10% από τη Μεγάλη Βρετανία.

Την τελευταία 12μηνη περίοδο πραγματοποίησε έσοδα 559 εκατ. ευρώ, λειτουργικά κέρδη 137 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη (μετά τους φόρους) 22 εκατ. ευρώ. Καθόλου άσχημα σε μια δύσκολη χρονιά. Μια χρονιά νωρίτερα τα κέρδη ήταν 20,4 εκατ. ευρώ και δύο χρονιές νωρίτερα 79,5 εκατ. ευρώ. Ο ιδιοκτήτης της, ο Μark Ladreit de Lacharriere, είναι σημαίνον στέλεχος της γαλλικής και όχι μόνο επιχειρηματικής κοινότητας.

Συνδυάζει business, πολιτιστικές δραστηριότητες και εσχάτως αγαθοεργίες. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, όπως η Casino, η L΄Οreal και η Renault. Είναι επίσης σύμβουλος στην κεντρική τράπεζα της Γαλλίας. Το 2006 εξελέγη πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Είναι επίσης πρόεδρος του εκδοτικού ομίλου La Revue des Deux Μondes και φιλανθρωπικού ιδρύματος. Προσφάτως έγινε Πρέσβης Καλής Θέλησης της UΝΕSCΟ.

Η Fitch όπως και οι άλλοι οίκοι είχαν επικριθεί για τους υπερβολικά καλούς βαθμούς που έβαζαν σε εταιρείες που πτώχευσαν. Στις 28 Ιουνίου 2007, περίπου έναν χρόνο πριν η Lehman Βrothers κηρύξει πτώχευση, ο οίκος Fitch είχε αναβαθμίσει σε ΑΑ- την πιστοληπτική της ικανότητά. Οταν η Lehman κήρυξε πτώχευση η Fitch είχε προχωρήσει σε υποβάθμιση μιας μόνο βαθμίδας, δηλαδή σε Α+ από ΑΑ-. Και με αυτή την αξιολόγηση «έσκασε». Μετά την ένταξη στο καθεστώς πτώχευσης, τότε η Fitch «έριξε» επτά σκαλιά τη βαθμολογία, δηλαδή σε D από Α+.
Αλ.Καψύλης.





























tovima.gr

Bookmark and Share