Κορυφαίοι τραπεζίτες διαμηνύουν πλέον ευθέως ότι θα ανεβάσουν έως και πάνω από 1% τα επιτόκια σε... στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, ενώ ακόμα πιο δύσκολη θα γίνει τους επόμενους μήνες η πρόσβαση στον δανεισμό για νοικοκυριά, μικρομεσαίες αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις.
Τα συνεχόμενα αρνητικά ρεκόρ που καταγράφει το σπρεντ των ομολόγων (η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των γερμανικών), ξεπερνώντας ακόμα και τις 400 μονάδες εξαιτίας των πρωτόγνωρων κερδοσκοπικών πιέσεων εις βάρος της ελληνικής οικονομίας, έχουν άμεσο αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού για τις τράπεζες αλλά και τους πελάτες τους.
Το κόστος με το οποίο δανείζεται το Δημόσιο στις ξένες αγορές αλλά και στην εγχώρια αποτελεί τη βάση πάνω από την οποία ξεκινούν να δανείζονται οι τράπεζες το χρήμα που έχουν ανάγκη για να δανείζουν τα νοικοκυρά και τις επιχειρήσεις.
«Όταν η Ελλάδα πληρώνει σπρεντ 4%, δεν είναι δυνατόν τα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών να δίνονται με περιθώριο 1,5% και 2%» αναφέρει χαρακτηριστικά κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, ξεκαθαρίζοντας ότι για τα νέα δάνεια η τιμολογιακή πολιτική θα είναι σαφώς πιο τσουχτερή. Οι αυξήσεις στο κόστος χρήματος για όσους θελήσουν να αγοράσουν σπίτι με τραπεζική χρηματοδότηση δεν αποκλείεται να φτάσουν ακόμα και το 1% σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, γεγονός που μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος 80 ευρώ τον μήνα ή 960 ευρώ τον χρόνο για 20ετές στεγαστικό δάνειο ύψους 150.000 ευρώ. Ακόμα όμως και στα νέα στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο έρχονται αυξήσεις της τάξης του 0,5%, ανάλογα πάντα με την τράπεζα αλλά και τη διάρκεια για την οποία το επιτόκιο είναι κλειδωμένο.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στην καταναλωτική πίστη, όπου σε καταναλωτικά, προσωπικά, ανοικτά δάνεια και πιστωτικές κάρτες οι τράπεζες ετοιμάζουν αυξήσεις της τάξης του 0,5% έως 1%, παρά το γεγονός ότι ειδικά στο πλαστικό χρήμα οι Έλληνες πληρώνουν από τα υψηλότερα- αν όχι τα υψηλότερα- επιτόκια στην ευρωζώνη.
Σε δεινή θέση βρίσκονται όμως και οι επιχειρήσεις που αναζητούν μια ανάσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση προσφεύγοντας στον τραπεζικό δανεισμό. Πλέον, σε πολλές περιπτώσεις, το κόστος χρηματοδότησης κεφαλαίου κίνησης φτάνει ακόμα και το 9% με 10% για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, έναντι περίπου 6% πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Ακόμα και οι μεγαλύτερες, εισηγμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα, καθώς το κόστος άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες είναι υψηλό, ενώ και οι εκδόσεις ομολόγων είναι ουσιαστικά απαγορευμένες. «Όταν το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται με 6,2%, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δώσουν επιτόκιο τουλάχιστον 7% με 8% για να είναι ανταγωνιστικές στις εκδόσεις ομολόγων και αυτό είναι καταστροφικό για τα οικονομικά τους» εξηγεί τραπεζικό στέλεχος.
Κλείνουν τις στρόφιγγες για νοικοκυριά, επιχειρήσεις
Η εκτίναξη των επιτοκίων είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος στη δεινή κατάσταση όπου έχουν περιέλθει οι τραπεζίτες αλλά και οι δανειολήπτες. Το δεύτερο χτύπημα στην αγορά είναι η πρωτοφανής ασφυξία. Κορυφαία τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το 2010 η πιστωτική επέκταση θα είναι σχεδόν μηδενική, γεγονός που σημαίνει ότι στην αγορά θα μπουν περίπου 15 δισ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2009. Ειδικά στα στεγαστικά δάνεια η ζήτηση παρουσιάζει πρωτοφανή πτώση, καθώς τον Ιανουάριο οι αιτήσεις είναι κατά 50% μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ όσο η εικόνα της οικονομίας δεν βελτιώνεται τόσο οι υποψήφιοι αγοραστές παραμένουν μαγκωμένοι. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που προκύπτει ενδιαφέρον για τραπεζικό δανεισμό, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πλέον δυσκολεύονται να δώσουν το πράσινο φως για την εκταμίευση. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, αυτή τη στιγμή 7 στις 10 αιτήσεις για καταναλωτικά δάνεια ή και πιστωτικές κάρτες απορρίπτονται, ενώ ένας στους δύο ενδιαφερόμενους για στεγαστικό δεν φτάνει ποτέ στο γκισέ, είτε γιατί η αίτησή του απορρίπτεται είτε γιατί ο ίδιος κάνει πίσω όταν δει τα πολύ υψηλά επιτόκια.. email από Τα Νέα
Τα συνεχόμενα αρνητικά ρεκόρ που καταγράφει το σπρεντ των ομολόγων (η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των γερμανικών), ξεπερνώντας ακόμα και τις 400 μονάδες εξαιτίας των πρωτόγνωρων κερδοσκοπικών πιέσεων εις βάρος της ελληνικής οικονομίας, έχουν άμεσο αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού για τις τράπεζες αλλά και τους πελάτες τους.
Το κόστος με το οποίο δανείζεται το Δημόσιο στις ξένες αγορές αλλά και στην εγχώρια αποτελεί τη βάση πάνω από την οποία ξεκινούν να δανείζονται οι τράπεζες το χρήμα που έχουν ανάγκη για να δανείζουν τα νοικοκυρά και τις επιχειρήσεις.
«Όταν η Ελλάδα πληρώνει σπρεντ 4%, δεν είναι δυνατόν τα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών να δίνονται με περιθώριο 1,5% και 2%» αναφέρει χαρακτηριστικά κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, ξεκαθαρίζοντας ότι για τα νέα δάνεια η τιμολογιακή πολιτική θα είναι σαφώς πιο τσουχτερή. Οι αυξήσεις στο κόστος χρήματος για όσους θελήσουν να αγοράσουν σπίτι με τραπεζική χρηματοδότηση δεν αποκλείεται να φτάσουν ακόμα και το 1% σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, γεγονός που μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος 80 ευρώ τον μήνα ή 960 ευρώ τον χρόνο για 20ετές στεγαστικό δάνειο ύψους 150.000 ευρώ. Ακόμα όμως και στα νέα στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο έρχονται αυξήσεις της τάξης του 0,5%, ανάλογα πάντα με την τράπεζα αλλά και τη διάρκεια για την οποία το επιτόκιο είναι κλειδωμένο.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στην καταναλωτική πίστη, όπου σε καταναλωτικά, προσωπικά, ανοικτά δάνεια και πιστωτικές κάρτες οι τράπεζες ετοιμάζουν αυξήσεις της τάξης του 0,5% έως 1%, παρά το γεγονός ότι ειδικά στο πλαστικό χρήμα οι Έλληνες πληρώνουν από τα υψηλότερα- αν όχι τα υψηλότερα- επιτόκια στην ευρωζώνη.
Σε δεινή θέση βρίσκονται όμως και οι επιχειρήσεις που αναζητούν μια ανάσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση προσφεύγοντας στον τραπεζικό δανεισμό. Πλέον, σε πολλές περιπτώσεις, το κόστος χρηματοδότησης κεφαλαίου κίνησης φτάνει ακόμα και το 9% με 10% για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, έναντι περίπου 6% πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Ακόμα και οι μεγαλύτερες, εισηγμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα, καθώς το κόστος άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες είναι υψηλό, ενώ και οι εκδόσεις ομολόγων είναι ουσιαστικά απαγορευμένες. «Όταν το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται με 6,2%, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δώσουν επιτόκιο τουλάχιστον 7% με 8% για να είναι ανταγωνιστικές στις εκδόσεις ομολόγων και αυτό είναι καταστροφικό για τα οικονομικά τους» εξηγεί τραπεζικό στέλεχος.
Κλείνουν τις στρόφιγγες για νοικοκυριά, επιχειρήσεις
Η εκτίναξη των επιτοκίων είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος στη δεινή κατάσταση όπου έχουν περιέλθει οι τραπεζίτες αλλά και οι δανειολήπτες. Το δεύτερο χτύπημα στην αγορά είναι η πρωτοφανής ασφυξία. Κορυφαία τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το 2010 η πιστωτική επέκταση θα είναι σχεδόν μηδενική, γεγονός που σημαίνει ότι στην αγορά θα μπουν περίπου 15 δισ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2009. Ειδικά στα στεγαστικά δάνεια η ζήτηση παρουσιάζει πρωτοφανή πτώση, καθώς τον Ιανουάριο οι αιτήσεις είναι κατά 50% μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ όσο η εικόνα της οικονομίας δεν βελτιώνεται τόσο οι υποψήφιοι αγοραστές παραμένουν μαγκωμένοι. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που προκύπτει ενδιαφέρον για τραπεζικό δανεισμό, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πλέον δυσκολεύονται να δώσουν το πράσινο φως για την εκταμίευση. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, αυτή τη στιγμή 7 στις 10 αιτήσεις για καταναλωτικά δάνεια ή και πιστωτικές κάρτες απορρίπτονται, ενώ ένας στους δύο ενδιαφερόμενους για στεγαστικό δεν φτάνει ποτέ στο γκισέ, είτε γιατί η αίτησή του απορρίπτεται είτε γιατί ο ίδιος κάνει πίσω όταν δει τα πολύ υψηλά επιτόκια.. email από Τα Νέα