Ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.

Εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και παρουσιάζεται από τον υπουργό Εργασίας κ. Ανδρέα Λοβέρδο το σ/ν για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό, το οποίο θα πάρει αμέσως μετά το δρόμο για την ψήφισή του στη Βουλή.
Την αναγκαιότητα της...ύπαρξης εξήρε ο υπουργός δηλώνοντας: «Μη παρέμβαση ισοδυναμεί με κατάργηση της σύνταξης».

Δείτε αναλυτικά το νομοσχέδιο:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 1

Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

1. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2018 υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.
2. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2013 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018 σε φορείς κύριας ασφάλισης. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.

Άρθρο 2

Βασική σύνταξη
1. Από 1.1.2018 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος του ποσού της βασικής σύνταξης για το έτος 2010 καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360,00 €) και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού.

2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:

Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν για πρώτη φορά συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2018 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το εβδομήντα πέντε (75%) της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτής. Η μείωση αυτή δεν έχει εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (Α 164). Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο, με βάση το δικαιούμενο σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου, όπως διαμορφώνεται. Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στον δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ίδίου δικαιώματος σύνταξη και για την μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη. Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όπως ισχύει κάθε φορά, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.

Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:

i) έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
ii) το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης αντίστοιχα.

iii) διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους.

Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριανταπέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των τριανταπέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης γι’ αυτή την κατηγορία είναι ο φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τον οποίο καταβάλλεται αναλογικό ποσό σύνταξης ή ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης.

Άρθρο 3

Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2013 και εφεξής

1. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018, δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή τριακοσίων (300) ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των 15 ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65o έτος. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:

Α. ΜΙΣΘΩΤΟΙ

Οι συντάξιμες αποδοχές με βάση τις οποίες ορίζονται τα αντίστοιχα ποσοστά, κατατάσσονται στις παρακάτω ασφαλιστικές κατηγορίες (Α.Κ.)

Συντάξιμες αποδοχές μέχρι 850 ευρώ στην 1η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 850,01-1000 ευρώ στην 2η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 1000,01-1200 ευρώ στην 3η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1200,01-1400 ευρώ στην 4η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 1400,01-1600 ευρώ στην 5η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 1600,01-1800 ευρώ στην 6η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 1800,01-2000 ευρώ στην 7η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 2000,01-2400 ευρώ στην 8η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 2400,01-2800 ευρώ στην 9η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 2800,01-3400 ευρώ στην 10η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 3400,01-4200 ευρώ στην 11η Α.Κ.

Συντάξιμες αποδοχές από 4200,01 ευρώ και άνω στην 12η Α.Κ.

Τα αντίστοιχα ποσοστά ανά κατηγορία ορίζονται ως εξής:

Για την 1η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης προσαυξανόμενο ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία κατά 0,02% και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,1% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 2η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,05% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 3η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,1% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 4η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,16% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 5η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,71% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 6η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,77% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,21% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 7η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,85% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 8η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,95% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 9η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,03% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 10η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,12% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,18% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 11η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,21% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Για την 12η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,27% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.

Β. ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ

Τα ποσοστά ανά ασφαλιστική κατηγορία ορίζονται ως εξής :

Για τις Α.Κ. από την πρώτη μέχρι και την 6η ποσοστό 0,9%

Για την 6η Α.Κ. ποσοστό 1%

Για την 7η Α.Κ. ποσοστό 1,1%

Για την 8η Α.Κ. ποσοστό 1,2%

Για την 9η Α.Κ. ποσοστό 1,3%

Για την 10η Α.Κ. – 14η ποσοστό 1,4% και μέχρι το 27ο έτος ασφάλισης.

Από το 28ο έτος, το ανωτέρω ποσοστό προσαυξάνεται ανά έτος κατά 0,1% για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο ασφάλισης.

Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,1% ανά έτος ασφάλισης.


2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές, για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος και αναπηρίας, στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση, γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί εικοσιπέντε (25). Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης. Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς, εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του πρώτου, δεύτερου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.

3. Το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε δεκαπέντε (15) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το κατώτατο όριο που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ογδόντα τοις εκατό (80%) των δύο προηγούμενων εδαφίων.

4. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του ν.2084/1992 (Α 165), όπως ισχύουν.

Άρθρο 4

Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν την 1.1.2013

1. Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης έως και 31.12.2012 καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α και β βαθμίδας που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου έως την ίδια ως άνω ημερομηνία και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2018, δικαιούνται:

α) αναλογικό τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2012, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.

β) αναλογικό τμήμα σύνταξης με βάση το χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2013 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.

Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2012, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προβλέπεται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα.

2. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στο φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους.

3. Ειδικά για όσους έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση για πρώτη φορά μέχρι 31.12.1992 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο πριν την 1.1.2018, το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές προβλέπονται από τις ισχύουσες γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού.

4. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης και τις διατάξεις του νόμου αυτού.

Άρθρο 5

Ρύθμιση Θεμάτων Διαδοχικής Ασφάλισης

1. Οι παράγραφοι 1,2,3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν.1405/1983 (Α΄ 180) και άρθρο 14 του ν.1902/1990 (Α΄ 138), αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησης τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:

α. Πέντε ολόκληρα έτη ή χίλιες πεντακόσιες ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως 20 μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν την διακοπή της απασχόλησής ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.

β. Σαράντα μήνες ή χίλιες ημέρες εκ των οποίων όμως 12 μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.

Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.

Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στην συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.τ.λ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:

α. Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.

β. Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.

Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1000 ημέρες εργασίας ή 40 μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.

4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»

2. Περιπτώσεις, που απορρίφθηκαν ή εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Τα οικονομικά αποτελέσματα για τις εκκρεμείς περιπτώσεις αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για τις περιπτώσεις που έχουν κριθεί οριστικά από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου που θα υποβάλουν αίτηση για επανεξέταση.

3. Ασφαλισμένες μητέρες ανηλίκων τέκνων που έχουν πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου Οργανισμού η συνταξιοδότησή τους ή δεν πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, δικαιούνται σύνταξης από το Οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης. Αν δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του Οργανισμού με τις περισσότερες ημέρες, το δικαίωμα κρίνεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

4. Το εδάφιο β΄ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε χρόνο που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (Α' 165) ορίων ηλικίας.»

5. Οι τελικές συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α' 48), προσαυξάνονται με συντελεστή 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σ’ αυτούς, έως το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης. Ο ανωτέρω συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΠΗΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Άρθρο 6

Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας

1. Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου και των στρατιωτικών, καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.

2. Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., οιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο Πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον Διοικητή της οικείας Δ.Υ.ΠΕ. Αντίστοιχοι Πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους Διοικητές ή Προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών. Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:

α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.

β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας.

γ) Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.

δ) Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ-ΙΚΑ).

ε) Έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.

στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.

ζ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.

3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.

Έργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι: α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑμΕΑ γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις, για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.

4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.). Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των λοιπών Φ.Κ.Α και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του Προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58).

5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7,10 και 14 του άρθρ. 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων, δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρ. 7 του ν. 3833/2010 (Α΄40). Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (Β΄ 1829) Υπ. Απόφαση.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με Αναπηρία.

7. Από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το δημόσιο.

Άρθρο 7

Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας

Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένιση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Έως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι επιλαμβανόμενες των περιπτώσεων Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή τον συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείδεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.

Άρθρο 8

Μονιμοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993

Το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιείται ως ακολούθως:

«Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφ’ όσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται αυτοδικαίως οριστικές όταν:

α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.

β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.

γ) Ο επί 12ετία συνεχώς συνταξιοδοτούμενος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.

δ) Ο επί 20ετία διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς συνταξιοδοτούμενος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.»

Άρθρο 9

Προϋπάρχουσα αναπηρία

Ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένιση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση εφόσον είτε λόγω ουσιώδους επιδείνωσης είτε λόγω σημαντικού περιορισμού της βιοποριστικής του ικανότητας πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν τον φορέα στον οποίο ασφαλίζεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 10

Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου

1.Από 1.1.2011 οι διατάξεις περί ορίων ηλικίας του άρθρου 143 του ν.3655/2008 (Α 58) εφαρμόζονται ανάλογα και στους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α και β βαθμίδας.

2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του ν.3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ.» (ΦΕΚ 26 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής :

«Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία (3) επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση κατ΄ανώτατο όριο του 65ου έτους της ηλικίας ή του 67ου έτους στην περίπτωση όπου ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει λιγότερα από τριάντα πέντε (35) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας».

3. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή και από τον εργοδότη. Η παραμονή δε μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 3 ετών ή των ετών που απαιτούνται για τη λήψη πλήρους σύνταξης.

Άρθρο 11

Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας

1. Από 1.1.2014 οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) και σε συνάρτηση με τις οικονομικές δυνατότητες των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

2.Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται ανά δεκαετία, κατά το 1/3 του μέσου όρου της μεταβολής του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε δεκαετίας, με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή για την ίδια χρονική περίοδο, και αφορούν στην επόμενη δεκαετία.

3. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 01.01.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της ως δεκαετία λαμβάνεται η χρονική περίοδος 2011 έως 2020.

Άρθρο 12

Γενικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου

1. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο στις εξής περιπτώσεις:

α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο ενός έτους από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:

i. Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή μη.

ii. Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.

iii. Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.

β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία i και iii αναφερόμενους λόγους.

2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 13

Ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων δικαιούχων

Το άρθρο 62 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.3385/2005 (Α΄ 210), αντικαθίσταται ως εξής:

«1.α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή του Δημοσίου, καθώς και όσων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων εμπίπτουν στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή σε διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.

β. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.

γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία
Bookmark and Share