Στα πρόθυρα νευρικής κρίσης βρίσκονται οι υπηρεσίες της ΔΕΗ καθώς καλούνται να διαχειριστούν μια φωτοβολταϊκή «τρέλα» με πολλαπλές επιπτώσεις για την οικονομία, τους επενδυτές, τις καλλιέργειες αλλά και τους καταναλωτές που θα δουν να εκτινάσσεται το...Τέλος ΑΠΕ στους λογαριασμούς τους.
Εκτός από τις περίπου 6.000 αγροτικές αιτήσεις που έχουν πια σταθεροποιηθεί σε αυτά τα επίπεδα, στα γραφεία της συνωστίζονται 9.000 αιτήματα εταιρειών για μικρά ή μεγαλύτερα φωτοβολταϊκά, πλέον 2.000 αιτήσεων από νοικοκυριά για φωτοβολταϊκά σε στέγες. Μιλάμε για ένα σύνολο 17.000, που κατατέθηκαν στις υπηρεσίες της μόνο μέσα στους 5 τελευταίους μήνες, έπειτα από την ψήφιση του νόμου για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τον Ιούνιο. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνουν τα αιτήματα αυτά σε κόστος, ισοδυναμούν με 2.700 μεγαβάτ ο εξοπλισμός των οποίων σε σημερινές τιμές στοιχίζει συνολικά 8,1 δισ. ευρώ. Δηλαδή λίγο κάτω από τις ανάγκες της ΔΕΗ για επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτρισμού και δίκτυα κατά την επόμενη 5ετία!
Εκκρεμούν από το 2006
Εκκρεμούν επιπλέον 7.500 παλαιά αιτήματα κάποια εκ των οποίων από το 2006, από το πρώτο τότε κύμα των φωτοβολταϊκών, που περιήλθαν με τον νέο νόμο από την αρμοδιότητά της ΡΑΕ, σε εκείνη της ΔΕΗ. Το καλοκαίρι οι φάκελοι έφτασαν στην επιχείρηση φορτωμένοι σε φορτηγάκια και από τότε συνωστίζονται σε ντάνες στα γραφεία της. Τις άδειες αυτές προσπαθεί τώρα να κατατάξει η ΔΕΗ σε κατηγορίες, αλλά επειδή αναλόγως του πότε είχαν κατατεθεί στη Ρυθμιστική Αρχή δεν διέπονται όλες από το ίδιο νομικό καθεστώς, δεν είναι σαφές πόσες έχουν γίνει έργα, πόσες είναι υπό εξέταση και πόσες εκκρεμούν.
Αθροίζοντας παλαιά και νέα αιτήματα έχουμε το νούμερο των 25.000 ή 4.300 μεγαβάτ, δηλαδή... δύο φορές όσα έχει ανακοινώσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το υπουργείο Περιβάλλοντος ότι πρόκειται να εγκατασταθούν στη χώρα μας μέχρι το 2020 (2.200 μεγαβάτ). Και παρ΄ ότι είναι «φως φανάρι» ότι τα μισά εξ αυτών δεν θα γίνουν ποτέ έργα, το υπουργείο δεν έχει δώσει κάποια κατεύθυνση στη ΔΕΗ να σταματήσει να παραλαμβάνει αιτήσεις, οι οποίες, πλην των αγροτικών που έχουν κοπάσει, συνεχίζουν να καταφτάνουν κανονικά. Σιωπή που πολλοί ερμηνεύουν ως καλλιέργεια προσδοκιών ενόψει και των επικείμενων εκλογών, αλλά που στην ουσία διογκώνει μία «φούσκα» που όταν σκάσει οι επιπτώσεις θα πλήξουν πολλούς.
Το αγροτικό χάος
Τον πανζουρλισμό πυροδότησαν τα όνειρα που άφησε να καλλιεργηθούν η κυβέρνηση ειδικά μετά τον Ιούνιο, για ένα άκοπο εγγυημένο εισόδημα 7.000-10.000 ευρώ κατ΄ έτος τα πρώτα δέκα χρόνια, και γύρω στα 30.000-40.000 ευρώ για τα επόμενα δέκα, (όταν θα έχουν αποπληρώσει το δάνειο), όσα δηλαδή υπόσχεται ένα μικρό φωτοβολταϊκό των 100 κιλοβάτ στο χωράφι ή στην ταράτσα.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συμβαίνει με τις 6.000 αιτήσεις των αγροτών (των 100 κιλοβάτ έκαστη) που ισοδυναμούν ήδη με 600 μεγαβάτ, και ενώ όλα τα «κλειδωμένα» αγροτικά μεγαβάτ για μέχρι το 2020 είναι 750. Τη στιγμή αυτή γίνεται η καταγραφή και μέχρι τον Νοέμβριο αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η ηλεκτρική τους «αποτύπωση», ώστε να διαπιστωθεί σε ποια γραμμή γεωγραφικά αντιστοιχεί η κάθε μία και τι διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος υπάρχει. Αμέσως μετά αρχίζει η αξιολόγησή τους και η υποβολή από τη ΔΕΗ προσφορών σύνδεσης στους ενδιαφερόμενους, αλλά θεωρείται σίγουρο ότι για κάποιους η χωρητικότητα του τοπικού δικτύου δεν θα επαρκεί. Στο Αγρίνιο για παράδειγμα, όπου εξαιτίας των καπνοπαραγωγών που εγκατέλειψαν τις καλλιέργειές τους είχαμε ρεκόρ χώρας, με 750 αιτήσεις ίσες με 75 μεγαβάτ, εννοείται ότι κάποιοι θα μείνουν εκτός. Αλλωστε πόσοι από τους αγρότες διαθέτουν ή μπορούν να δανειοδοτηθούν για τα 300.000 ευρώ που κοστίζει ο εξοπλισμός για ένα φωτοβολταϊκό 100 κιλοβάτ; Το ίδιο ρητορικό ερώτημα αφορά και τις μικρές εταιρείες. Μόνο ο εξοπλισμός για μια εγκατάσταση των 500 κιλοβάτ, όπως τα περισσότερα από τα 3.000 αιτήματα μικρών κυρίως εταιρειών, κοστίζει 1,5 εκατ. ευρώ. Πόσες απ΄ αυτές έχουν ή θα βρουν τα χρήματα;
Αποκλείουν τα ελληνικά συστήματα σε όφελος των ξένων
Σήμα κινδύνου εκπέμπει η ελληνική βιομηχανία φωτοβολταϊκών πάνελ, ένας δυναμικά ανερχόμενος κλάδος, με αφορμή μια «αμφιλεγόμενη» απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικών Αλλαγών. Η απόφαση απαγορεύει στην ουσία σε μη άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα την εγκατάσταση συστημάτων ύψους άνω των 2,5 μέτρων, ενώ στα άρτια και οικοδομήσιμα επιβάλλει να μένει ανεκμετάλλευτη γύρω γύρω στο οικόπεδο, έκταση διπλάσια από το μέγιστο ύψος της εγκατάστασης. Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Φωτοβολταϊκών (ΠΑΣΥΦ) με μέλη που απασχολούν σήμερα 2.000 ανθρώπους, η υπουργική απόφαση βγάζει εκτός αγοράς το σύνολο σχεδόν των εγχωρίως παραγόμενων συστημάτων στήριξης των φωτοβολταϊκών συστημάτων τα οποία υπερβαίνουν τα συγκεκριμένα όρια ύψους, σε όφελος των ξένων. Διότι η συντριπτική πλειονότητα των σταθερών βάσεων και πολύ περισσότερο των ηλιοστατών που κατασκευάζονται από τις ελληνικές βιομηχανίες, υπερβαίνουν το υψομετρικό κριτήριο των 2,5 μέτρων. Υψος που στις συνθήκες της Ελλάδας είναι απαραίτητο για να μη θερμαίνονται τα συστήματα και πέφτει η απόδοσή τους.
«Ταιριάζει γάντι»
Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τον ΠΑΣΥΦ, το κριτήριο αυτό «ταιριάζει γάντι» σε συγκεκριμένα εισαγόμενα συστήματα στήριξης που πολιορκούν επίμονα την ελληνική αγορά. Το οξύμωρο, λέει ο πρόεδρός του Νίκος Καλογεράκης, είναι ότι στην Κρήτη, οι περιβαλλοντικοί όροι που απαίτησε η Περιφέρεια είναι οι άδειες να έχουν ύψος από το έδαφος άνω... των 2,5 μέτρων, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα καλλιέργειας της γης! Σύμφωνα με τον σύνδεσμο, η απάντηση που έχουν πάρει από το υπουργείο είναι ότι θα επανεξετάσει το θέμα, καθώς 2.500 επενδύσεις ύψους 900 εκατ. ευρώ, έχουν σχεδιαστεί και προχωρήσει σε παραγγελία υλικού με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Σημειωτέον ότι η ελληνική βιομηχανία συστημάτων στήριξης φωτοβολταϊκών τόσο στον χώρο των ηλιοστατών όσο και στον χώρο των σταθερών βάσεων, σε αντίθεση με την αποβιομηχάνιση και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει άλλους κλάδους, έχει ενσωματώσει στα προϊόντα της πρωτοποριακή έρευνα και καινοτομικές λύσεις, με θεαματικά αποτελέσματα, γεγονός που αναγνωρίζεται από τις αγορές του εξωτερικού και αποδεικνύεται από τις εξαγωγές που πραγματοποιεί.
Πηγή Τα Νέα
Εκτός από τις περίπου 6.000 αγροτικές αιτήσεις που έχουν πια σταθεροποιηθεί σε αυτά τα επίπεδα, στα γραφεία της συνωστίζονται 9.000 αιτήματα εταιρειών για μικρά ή μεγαλύτερα φωτοβολταϊκά, πλέον 2.000 αιτήσεων από νοικοκυριά για φωτοβολταϊκά σε στέγες. Μιλάμε για ένα σύνολο 17.000, που κατατέθηκαν στις υπηρεσίες της μόνο μέσα στους 5 τελευταίους μήνες, έπειτα από την ψήφιση του νόμου για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τον Ιούνιο. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνουν τα αιτήματα αυτά σε κόστος, ισοδυναμούν με 2.700 μεγαβάτ ο εξοπλισμός των οποίων σε σημερινές τιμές στοιχίζει συνολικά 8,1 δισ. ευρώ. Δηλαδή λίγο κάτω από τις ανάγκες της ΔΕΗ για επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτρισμού και δίκτυα κατά την επόμενη 5ετία!
Εκκρεμούν από το 2006
Εκκρεμούν επιπλέον 7.500 παλαιά αιτήματα κάποια εκ των οποίων από το 2006, από το πρώτο τότε κύμα των φωτοβολταϊκών, που περιήλθαν με τον νέο νόμο από την αρμοδιότητά της ΡΑΕ, σε εκείνη της ΔΕΗ. Το καλοκαίρι οι φάκελοι έφτασαν στην επιχείρηση φορτωμένοι σε φορτηγάκια και από τότε συνωστίζονται σε ντάνες στα γραφεία της. Τις άδειες αυτές προσπαθεί τώρα να κατατάξει η ΔΕΗ σε κατηγορίες, αλλά επειδή αναλόγως του πότε είχαν κατατεθεί στη Ρυθμιστική Αρχή δεν διέπονται όλες από το ίδιο νομικό καθεστώς, δεν είναι σαφές πόσες έχουν γίνει έργα, πόσες είναι υπό εξέταση και πόσες εκκρεμούν.
Αθροίζοντας παλαιά και νέα αιτήματα έχουμε το νούμερο των 25.000 ή 4.300 μεγαβάτ, δηλαδή... δύο φορές όσα έχει ανακοινώσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το υπουργείο Περιβάλλοντος ότι πρόκειται να εγκατασταθούν στη χώρα μας μέχρι το 2020 (2.200 μεγαβάτ). Και παρ΄ ότι είναι «φως φανάρι» ότι τα μισά εξ αυτών δεν θα γίνουν ποτέ έργα, το υπουργείο δεν έχει δώσει κάποια κατεύθυνση στη ΔΕΗ να σταματήσει να παραλαμβάνει αιτήσεις, οι οποίες, πλην των αγροτικών που έχουν κοπάσει, συνεχίζουν να καταφτάνουν κανονικά. Σιωπή που πολλοί ερμηνεύουν ως καλλιέργεια προσδοκιών ενόψει και των επικείμενων εκλογών, αλλά που στην ουσία διογκώνει μία «φούσκα» που όταν σκάσει οι επιπτώσεις θα πλήξουν πολλούς.
Το αγροτικό χάος
Τον πανζουρλισμό πυροδότησαν τα όνειρα που άφησε να καλλιεργηθούν η κυβέρνηση ειδικά μετά τον Ιούνιο, για ένα άκοπο εγγυημένο εισόδημα 7.000-10.000 ευρώ κατ΄ έτος τα πρώτα δέκα χρόνια, και γύρω στα 30.000-40.000 ευρώ για τα επόμενα δέκα, (όταν θα έχουν αποπληρώσει το δάνειο), όσα δηλαδή υπόσχεται ένα μικρό φωτοβολταϊκό των 100 κιλοβάτ στο χωράφι ή στην ταράτσα.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συμβαίνει με τις 6.000 αιτήσεις των αγροτών (των 100 κιλοβάτ έκαστη) που ισοδυναμούν ήδη με 600 μεγαβάτ, και ενώ όλα τα «κλειδωμένα» αγροτικά μεγαβάτ για μέχρι το 2020 είναι 750. Τη στιγμή αυτή γίνεται η καταγραφή και μέχρι τον Νοέμβριο αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η ηλεκτρική τους «αποτύπωση», ώστε να διαπιστωθεί σε ποια γραμμή γεωγραφικά αντιστοιχεί η κάθε μία και τι διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος υπάρχει. Αμέσως μετά αρχίζει η αξιολόγησή τους και η υποβολή από τη ΔΕΗ προσφορών σύνδεσης στους ενδιαφερόμενους, αλλά θεωρείται σίγουρο ότι για κάποιους η χωρητικότητα του τοπικού δικτύου δεν θα επαρκεί. Στο Αγρίνιο για παράδειγμα, όπου εξαιτίας των καπνοπαραγωγών που εγκατέλειψαν τις καλλιέργειές τους είχαμε ρεκόρ χώρας, με 750 αιτήσεις ίσες με 75 μεγαβάτ, εννοείται ότι κάποιοι θα μείνουν εκτός. Αλλωστε πόσοι από τους αγρότες διαθέτουν ή μπορούν να δανειοδοτηθούν για τα 300.000 ευρώ που κοστίζει ο εξοπλισμός για ένα φωτοβολταϊκό 100 κιλοβάτ; Το ίδιο ρητορικό ερώτημα αφορά και τις μικρές εταιρείες. Μόνο ο εξοπλισμός για μια εγκατάσταση των 500 κιλοβάτ, όπως τα περισσότερα από τα 3.000 αιτήματα μικρών κυρίως εταιρειών, κοστίζει 1,5 εκατ. ευρώ. Πόσες απ΄ αυτές έχουν ή θα βρουν τα χρήματα;
Αποκλείουν τα ελληνικά συστήματα σε όφελος των ξένων
Σήμα κινδύνου εκπέμπει η ελληνική βιομηχανία φωτοβολταϊκών πάνελ, ένας δυναμικά ανερχόμενος κλάδος, με αφορμή μια «αμφιλεγόμενη» απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικών Αλλαγών. Η απόφαση απαγορεύει στην ουσία σε μη άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα την εγκατάσταση συστημάτων ύψους άνω των 2,5 μέτρων, ενώ στα άρτια και οικοδομήσιμα επιβάλλει να μένει ανεκμετάλλευτη γύρω γύρω στο οικόπεδο, έκταση διπλάσια από το μέγιστο ύψος της εγκατάστασης. Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Φωτοβολταϊκών (ΠΑΣΥΦ) με μέλη που απασχολούν σήμερα 2.000 ανθρώπους, η υπουργική απόφαση βγάζει εκτός αγοράς το σύνολο σχεδόν των εγχωρίως παραγόμενων συστημάτων στήριξης των φωτοβολταϊκών συστημάτων τα οποία υπερβαίνουν τα συγκεκριμένα όρια ύψους, σε όφελος των ξένων. Διότι η συντριπτική πλειονότητα των σταθερών βάσεων και πολύ περισσότερο των ηλιοστατών που κατασκευάζονται από τις ελληνικές βιομηχανίες, υπερβαίνουν το υψομετρικό κριτήριο των 2,5 μέτρων. Υψος που στις συνθήκες της Ελλάδας είναι απαραίτητο για να μη θερμαίνονται τα συστήματα και πέφτει η απόδοσή τους.
«Ταιριάζει γάντι»
Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τον ΠΑΣΥΦ, το κριτήριο αυτό «ταιριάζει γάντι» σε συγκεκριμένα εισαγόμενα συστήματα στήριξης που πολιορκούν επίμονα την ελληνική αγορά. Το οξύμωρο, λέει ο πρόεδρός του Νίκος Καλογεράκης, είναι ότι στην Κρήτη, οι περιβαλλοντικοί όροι που απαίτησε η Περιφέρεια είναι οι άδειες να έχουν ύψος από το έδαφος άνω... των 2,5 μέτρων, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα καλλιέργειας της γης! Σύμφωνα με τον σύνδεσμο, η απάντηση που έχουν πάρει από το υπουργείο είναι ότι θα επανεξετάσει το θέμα, καθώς 2.500 επενδύσεις ύψους 900 εκατ. ευρώ, έχουν σχεδιαστεί και προχωρήσει σε παραγγελία υλικού με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Σημειωτέον ότι η ελληνική βιομηχανία συστημάτων στήριξης φωτοβολταϊκών τόσο στον χώρο των ηλιοστατών όσο και στον χώρο των σταθερών βάσεων, σε αντίθεση με την αποβιομηχάνιση και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει άλλους κλάδους, έχει ενσωματώσει στα προϊόντα της πρωτοποριακή έρευνα και καινοτομικές λύσεις, με θεαματικά αποτελέσματα, γεγονός που αναγνωρίζεται από τις αγορές του εξωτερικού και αποδεικνύεται από τις εξαγωγές που πραγματοποιεί.
Πηγή Τα Νέα