Ερευνες Πετρελαίου: Μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ερευνες Πετρελαίου: Μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη

Η ίδρυση του φορέα και η ενεργοποίησή του αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αξιοποίηση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας. Ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο αποτελεί το δεύτερο βήμα το οποίο είναι και το δυσκολότερο..
Κ. Ν. Σταμπολή, αντιπρόεδρου και γενικού διευθυντή
του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης.

Τόσο η επιβεβαίωση, πριν λίγες εβδομάδες, της ύπαρξης μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων νότια της Κύπρου, εντός του Ισραηλινού και Κυπριακού τομέα ερευνών, όσο και η απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου για την ίδρυση ανεξάρτητου φορέα στην..Ελλάδα, που θα αναλάβει την οργάνωση των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με την ταυτόχρονη ανακοίνωση του σχετικού σχεδίου νόμου που τέθηκε ήδη σε δημόσια διαβούλευση, αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν θετικά και μάλιστα σχετικά σύντομα τη διαμόρφωση των ενεργειακών και οικονομικών δεδομένων της περιοχής.

Για την Ελλάδα η προοπτική ίδρυσης ενός μικρού και ευέλικτου φορέα, όπως ακριβώς εισηγείται η κυβέρνηση, που θα αναλάβει την προσέλκυση διεθνών εταιρειών που θα επενδύσουν στην έρευνα και θα έχει την ευθύνη για το συντονισμό των ερευνών αλλά και της μετέπειτα διαχείρισης της παραγωγής, είναι το πρώτο βήμα στην διαδικασία αξιοποίησης του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας.

Μία διαδικασία η οποία ως γνωστό είχε ξεκινήσει την εποχή της 7χρονης δικτατορίας για να συνεχισθεί επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή του πρεσβυτέρου και επί Ανδρέα Παπανδρέου και για να διακοπεί άδοξα και επιπόλαια επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη το 1998, με την διάλυση του τότε φορέα ΔΕΠ-ΕΚΥ.

Η περίοδος αυτή, δηλαδή 1970-1998 χαρακτηρίζεται από έντονη ερευνητική δραστηριότητα τόσο από τις εταιρείες στις οποίες είχαν δοθεί παραχωρήσεις (βλέπε κοιτάσματα Πρίνου, Νότιας Καβάλας, Δυτικής Ελλάδας) όσο και από την ίδια την ΔΕΠ-ΕΚΥ η οποία εκτός από τις δικές της έρευνες (βλέπε κοιτάσματα Επανομής και Κατάκολου) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και διαχείριση των δεδομένων που προέκυψαν από τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα (δηλαδή γεωλογικά, γεωφυσικά, γεωχημικά και σεισμικά στοιχεία).

Κοιτάσματα
Βασικό σημείο αναφοράς της περιόδου αυτής είναι το κοίτασμα του Πρίνου του οποίου, μαζί με τα πέριξ κοιτάσματα (βλέπε Ν. Καβάλα και Βόρειου Πρίνου) η εκμετάλλευση έγινε από την Κοινοπραξία Πετρελαίων Βορείου Αιγαίου, την γνωστή NAPC, προς όφελος των μετόχων της αλλά κυρίως του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια της εκμετάλλευσης απεκόμισε έσοδα της τάξης των 3,0 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές.

Και αυτά τα έσοδα μόνο από ένα σχετικά μικρό, για τα διεθνή δεδομένα, κοίτασμα με μέση ετήσια παραγωγή όλη αυτή την περίοδο 11.000 βαρέλια ημερησίως (την περίοδο 1982-1988 υπήρξε ένα peak της τάξης των 25.000 βαρελιών την ημέρα το οποίο όμως δεν διήρκεσε πολύ). Ισως το πλέον σημαντικό στοιχείο του Πρίνου πέρα από τα έσοδα που απέφερε είναι το γεγονός ότι το μέγεθός του απεδείχθη κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Και αυτό λέει κάτι για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στον ελλαδικό χώρο.

Ετσι ενώ οι πρώτες μελέτες και έρευνες, βάσει των οποίων ανεπτύχθη ο Πρίνος, έδειχναν ένα μέγεθος της τάξης των 35-40 εκατ. βαρελιών, η παραγωγή μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τα 120 εκατ. βαρέλια, αναδεικνύοντας έτσι ένα πολύ μεγαλύτερο κοίτασμα η παραγωγή από το οποίο ακόμη συνεχίζεται, (περί τα 4.000 βαρέλια την ημέρα) και μάλιστα με αυξητικές τάσεις χάρις στις επενδύσεις της Kavala Oil (του διαδόχου σχήματος της NAPC) των τελευταίων δύο ετών.
Πρίνος

Η ευρύτερη περιοχή του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας, όπου είχαν δοθεί οι αρχικές παραχωρήσεις, θα είχαν αποδώσει πολύ περισσότερο πετρέλαιο εάν οι τότε κυβερνήσεις είχαν επιτρέψει στην κοινοπραξία να αξιοποιήσει πλήρως τις παραχωρήσεις αυτές. Ορισμένα στελέχη του χώρου που γνωρίζουν ονόματα και πράγματα ομιλούν για μία δυνατή παραγωγή άνω των 100.000 βαρελιών την ημέρα μόνο από το κοίτασμα του Μπάμπουρα ανατολικά της Θάσου, και εντός της Ελληνικής υφαλοκριπίδος.

Παρομοίως εάν οι πολιτικοί υπεύθυνοι μετά το 1989 είχαν επιτρέψει στην ΔΕΠ-ΕΚΥ να δραστηριοποιηθεί ελεύθερα και να κάνει σωστά την δουλειά της, χωρίς συνεχείς και άστοχες παρεμβάσεις, που τελικά την οδήγησαν στην διάλυση σήμερα, θα είχαμε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Φωτεινή εξαίρεση η παρουσία του Αναστάσιου Πεπονή, του τότε υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων την περίοδο 1993-1995, όπου με την υποστήριξη του η ΔΕΠ-ΕΚΥ πραγματοποίησε τον πρώτο διεθνή γύρο παραχωρήσεων στη Δυτική Ελλάδα.

Βάσει των εκτιμήσεων που περιέχονται στην γνωστή έκθεση του ΣΕΕΣ (Απρίλιος 2008) που βασίζεται σε γεωλογικά, και σεισμικά δεδομένα αλλά και στοιχεία από γεωτρήσεις, η Ελλάδα διαθέτει ένα υπολογίσιμο δυναμικό υδρογονανθράκων το οποίο ανέρχεται περίπου σε 40 δισ. βαρέλια πετρελαίου και 600 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.

Δεδομένου ότι, από αυτά, έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα είναι περίπου 0,6 δισ. βαρέλια πετρελαίου και 1,5 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, τα αποθέματα που είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν στο μέλλον (εφόσον ενταθούν και αναβαθμιστούν οι σχετικές έρευνες) εκτιμώνται περίπου σε 3,5 δισ. βαρέλια πετρελαίου και 60 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Βάσει της διεθνούς εμπειρίας, εκτιμάται ότι πάνω από 10% των ανωτέρω αποθεμάτων υδρογονανθράκων βρίσκονται σε οικονομικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Δηλαδή συζητάμε για 400-500 εκατ. βαρέλια εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων συνολικά σ’ όλη τη χώρα.

Η αξιοποίηση και η οικονομική εκμετάλλευση των ανωτέρω κοιτασμάτων θα αποτελέσει το στόχο του υπό ίδρυση φορέα τον οποίο και θα πρέπει να στηρίξουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα στο έργο του που δεν είναι άλλο από την προσέλκυση επενδύσεων από την παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά. Εάν τεθεί ως στόχος η ανακάλυψη και εκμετάλλευση ενός μόνο μέρους του ανωτέρω δυναμικού η Ελλάδα, μέσα σε διάστημα 10 ετών, μπορεί να καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των καθημερινών πετρελαϊκών αναγκών της από εγχώρια παραγωγή, οι οποίες υπολογίζονται στα 420.000 βαρέλια την ημέρα.

Χαρακτηριστικά να σημειώσουμε ότι μια παραγωγή 100.000 βαρελιών την ημέρα μπορεί να αποφέρει ετήσια έσοδα για το κράτος της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ με τιμή πετρελαίου στα 75 δολάρια/βαρέλι, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου (βλέπε Ν. 2289/95) το οποίο ασφαλώς μπορεί να βελτιωθεί προς όφελος του δημοσίου.

Ερευνες

Η δε οργάνωση χερσαίων και υποθαλάσσιων ερευνών από πλευράς του νέου φορέα μπορεί να αρχίσει άμεσα με επίκεντρο τη Δυτική Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει ουδεμία αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας και όπου η υφαλοκρηπίδα στο Ιόνιο και Αδριατική έχει καθορισθεί προ ετών με συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.

Οπως αναφέραμε η ίδρυση του φορέα και η ενεργοποίησή του αποτελεί ένα πρώτο βήμα στο δρόμο για την αξιοποίηση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας. Ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο, και ιδίως νότια της Κρήτης, αποτελεί το δεύτερο βήμα το οποίο είναι και το δυσκολότερο λόγω των γνωστών αντιδράσεων της Τουρκίας.

Ομως η Αθήνα θα πρέπει επιτέλους ν’ αποβάλει το φοβικό της σύνδρομο και να παρακάμψει τις όποιες αντιδράσεις, όπως ακριβώς έπραξε η Κύπρος με πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για την εθνική της ασφάλεια, προχωρώντας σε μονομερή εφαρμογή των κανόνων και προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (Montego Bay, 1982) με επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας στα 12νμ, πριν ή και ταυτόχρονα με τον καθορισμό της ΑΟΖ.

Ο δε καθορισμός της ΑΟΖ θα πρέπει να γίνει πρωταρχικά σε συνεννόηση με τη Κύπρο, και ακολούθως με την Αίγυπτο και τη Λιβύη και ασφαλώς με την Τουρκία. Μπορεί ένα τέτοιο εγχείρημα να ακούγεται παράτολμο ή και επικίνδυνο. Ομως για την Ελλάδα αυτή την στιγμή υπάρχει μία μοναδική ευνοϊκή συγκυρία (εν μέσω μιας πράγματι αρνητικής οικονομικής κατάστασης) που θα επιτρέψει διπλωματικούς και άλλους χειρισμούς για μία αναίμακτη λύση στον καθορισμό της ΑΟΖ. Τρείς είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν σήμερα ένα ευνοϊκό κλίμα και συνηγορούν στον καθορισμό ΑΟΖ προς όφελος της χώρας μας:

(α) Η κυβέρνηση, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχουν ισχυρά ερείσματα στην Ουάσιγκτον η οποία είναι άκρως δυσαρεστημένη με την συμπεριφορά της Τουρκίας. Αρα μία υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο θέμα της ΑΟΖ πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά πιθανή.

(β) Οι δανειστές μας (ΔΝΤ και Ε.Ε.) θα υποστηρίξουν κάθε δυνατή προσπάθεια της Ελληνικής κυβέρνησης που στόχο θα έχει τη σημαντική αύξηση των εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου που θα διεσφάλιζε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους της χώρας και θα εγγυάται ένα σταθερό cash flow. Αρα και εδώ η υποστήριξη μίας ελληνικής πρωτοβουλίας για τον ορισμό ΑΟΖ από ευρωπαϊκής πλευράς πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

(γ) Τέλος, η διπλωματική οικονομική και στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ έρχεται να βοηθήσει και να ενισχύσει την ετοιμότητα της ελληνικής πλευράς, η οποία θα απαιτηθεί την δεδομένη στιγμή.

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να μελετήσει κατά προτεραιότητα τις δυνατότητες οριοθέτησης ΑΟΖ μέσα στους επόμενους μήνες, με προοπτική την αξιοποίηση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης, αλλά και σε άλλες τοποθεσίες, με στόχο την αύξηση των δημοσίων εσόδων από την εκμετάλλευση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας. Από διπλωματικής άποψης η σημερινή συγκυρία κρίνεται ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.














imerisia
Bookmark and Share