Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα των ημερών, σχετικά με την προσπάθεια της Ελλάδας να αποφύγει την επίσημη πτώχευση (η ανεπίσημη έχει ήδη συντελεστεί από τον προηγούμενο Απρίλιο, όταν οι διεθνείς αγορές γύρισαν την πλάτη στα κρατικά μας ομόλογα).
Και – με την εξαίρεση των επίσημων διαψεύσεων - όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν προς την καταφατική απάντηση. Αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, το μόνο που δεν ωφελεί είναι ο πανικός. Ψυχραιμία λοιπόν και ας μελετήσουμε τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας:
Σε... άρθρο του που δημοσιεύθηκε την περασμένη Πέμπτη, στην Καθημερινή, ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, μας είπε εμμέσως πλην σαφώς ότι το πράγμα έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και πλέον δεν μαζεύεται. Την ίδια άποψη εξέφρασε στην ίδια εφημερίδα και ο μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος, ο οποίος τάχθηκε υπέρ μίας λελογισμένης επαναδιαπραγμάτευσης των όρων αποπληρωμής του συνόλου του ελληνικού χρέους. Είχαν προηγηθεί η Βρετανική επιθεώρηση Economist, οι Financial Times και η Wall Street Journal. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε ανύποπτο χρόνο είχε εκφράσει την ίδια ακριβώς άποψη με τον Σόρος και ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, Θ. Πάγκαλος. Το κερασάκι στην τούρτα μπήκε από το Γερμανικό περιοδικό Spiegel, το οποίο με ρεπορτάζ του την προηγούμενη και αυτή την εβδομάδα, επικαλείται υψηλόβαθμες πηγές του ΔΝΤ και της Ε.Ε, σύμφωνα με τις οποίες ο κύβος της αναδιάρθρωσης ερρίφθη. Σημειώνεται ότι το Spiegel είναι ένα παραδοσιακά φιλικό προς την Ελλάδα περιοδικό, τα έχει βάλει μόνο του με τον γίγαντα του δημοσιογραφικού λαϊκισμού (τη Bild) και έχει πάντα εξαιρετικό ρεπορτάζ.Εφόσον πράγματι επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις, δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν. Το ένα είναι «τι έφταιξε» και φτάσαμε ως εδώ και το δεύτερο είναι τι θα γίνει από εδώ και εμπρός.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, οι πιθανές απαντήσεις είναι πολλές, χωρίς απαραίτητα να αποκλείει η μία την άλλη. Από την αρχή εξάλλου, το στοίχημα ήταν δύσκολο και η επιτυχία του απαιτούσε από κυβέρνηση, φορείς και πολίτες να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Να προσαρμοστούν σε μία άλλη πραγματικότητα, να βάλουν οριστικό τέλος στην εποχή της μεταπολίτευσης.
Η μεγαλύτερη αποτυχία ήταν της κυβέρνησης. Ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή της, τα κλειστά επαγγέλματα δεν άνοιξαν, οι μεταφορές δεν απελευθερώθηκαν, καμία ιδιωτικοποίηση ή έστω πώληση μεριδίου από τις συμμετοχές του δημοσίου δεν έχει προχωρήσει, ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός παραμένει σε κακά χάλια, οι οργανισμοί του δημοσίου που έχουν καταργηθεί μετριούνται στα – ανοικτά μας - δάχτυλα των δύο χεριών, πλήρη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στα ταμεία της γενικής κυβέρνησης δεν έχουμε και οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις (από την άρση του καμποτάζ μέχρι την ηλεκτρονική συνταγογράφηση) καρκινοβατούν.
Δεν θέλω να τα μηδενίσω όλα. Ορισμένα πράγματα κουτσά-στραβά έγιναν, από τον Καλλικράτη και τη «Διαύγεια», μέχρι τον επενδυτικό νόμο και το ασφαλιστικό. Γεγονός παραμένει πάντως ότι οι περισσότεροι υπουργοί, αλλά και οι βουλευτές αντιπολίτευσης και συμπολίτευσης, ουδέποτε αντιλήφθηκαν το κατεπείγον της κατάστασης.
Οι αιτίες της διαφαινόμενης αποτυχίας πάντως δεν περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό μέτωπο. Η Ευρώπη ουδέποτε επέδειξε την αναγκαία βούληση να δώσει πολιτική λύση στο πρόβλημα, περνώντας στο επόμενο στάδιο της ενοποίησης, ενώ, όπως είχε γράψει η στήλη αμέσως μετά τη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου, η λύση που τελικά έδωσε ήταν να στείλει όλες τις χώρες της περιφέρειας αναγκαστικά «στον κουρέα». Μετά τα όσα αποφασίσθηκαν στις Βρυξέλλες πριν δύο εβδομάδες, στις αγορές διαλύθηκαν και οι τελευταίες αμφιβολίες για την επικείμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Μπορεί ακόμη και να φταίει το περίφημο «μείγμα» των μέτρων που συνεχώς καταγγέλλει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν και η συνταγή για το δικό του θαυματουργό μείγμα, εκτός από ορισμένες γενικόλογες διακηρύξεις προθέσεων, παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Κάτι σαν τον μυστικό ζωμό που έπιναν οι Γαλάτες...
Ό,τι και να φταίει, το άλλο μεγάλο θέμα είναι τι γίνεται από εδώ και στο εξής. Η κυβέρνηση έχει μία τελευταία ευκαιρία να αναστρέψει το κλίμα τις προσεχείς ημέρες με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό. Αμφιβάλλω αν θα την εκμεταλλευτεί. Έχει προ πολλού μείνει από καύσιμα. Μακάρι να καταπιώ τη γλώσσα μου, αλλά δεν το βλέπω.
Το πιθανότερο σενάριο λοιπόν είναι να μπούμε σε μία διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας από μειονεκτική θέση. Και η θέση μας θα είναι μειονεκτική διότι δεν έχουμε ακόμη επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα (χρειαζόμαστε δηλαδή δανεικά για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις, ακόμη και αν δεν συνυπολογιστούν τα τοκοχρεολύσια).
Το καλό είναι ότι περυσινή έκθεση του ΔΝΤ που συνέκρινε όλες τις αναδιαρθρώσεις των τελευταίων 200 χρόνων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για πολλούς λόγους, αυτές πετυχαίνουν όταν έχει εδραιωθεί η πεποίθηση πως αποτελούν την έσχατη λύση. Και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι περισσότεροι φαίνεται να το έχουν αντιληφθεί και να έχουν προετοιμαστεί καταλλήλως (ελπίζουμε ότι αυτό ισχύει και για τις ελληνικές τράπεζες). Επομένως, έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι η αναδιάρθρωση δεν θα είναι καταστροφή, κυρίως αν δεν περιλαμβάνει κούρεμα της ονομαστικής αξίας των τίτλων του δημοσίου, παρά μόνο τροποποίηση του επιτοκίου και του χρόνου εξόφλησής τους.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν η αναδιάρθρωση φτάσει στο κούρεμα – και μάλιστα με την ψιλή – γρήγορα θα αντιληφθούμε ότι δεν είναι πανάκεια, όπως νομίζει η αριστερά και ότι δημιουργεί όσα προβλήματα λύνει (στα ασφαλιστικά μας ταμεία, στη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, στο brandname της χώρας στο εξωτερικό, κ.α). Ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα πρέπει ούτως ή άλλως να μηδενιστεί, αφού θα μείνουμε για κάποιο καιρό εκτός αγορών και ότι αυτό απαιτεί επώδυνες περικοπές δαπανών. Και ότι το μοντέλο της κρατικοδίαιτης ανάπτυξης που ξέραμε, μας τελείωσε... Για πάντα. Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, πράγματι, φτάσαμε στο τετέλεσται.
N.Mαλεβίτης