Διαβάζουμε στον τύπο ότι μετά την «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, έρχεται η σειρά των λοιπών αυθαίρετων κτισμάτων που βρίσκονται τόσο εντός όσο και εκτός σχεδίου πόλεως των περιοχών της χώρας.
Η αυθαίρετη δόμηση, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης ή και την ανικανότητα της... πολιτείας για τη δραστική αντιμετώπισή της, προκαλεί βλάβη ή αλλοίωση περιβάλλοντος φυσικού και οικιστικού και εμποδίζει την επίτευξη του συνταγματικού σκοπού, δηλαδή της ορθολογικής ανάπτυξης και λειτουργικότητας των οικισμών της χώρας. Αυτό έχει ως συνέπεια να χειροτερεύουν οι όροι διαβίωσης των πολιτών, πράγμα που, κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, έρχεται σε αντίθετη με το άρθρο 24 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό η πολιτεία έχει υποχρέωση και όχι διακριτική ευχέρεια να προβαίνει στην κατεδάφιση των αυθαιρέτων κατασκευών.
Παρά τη θέσπιση των συνταγματικών κατευθύνσεων και της ευθύνης του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος, οι εκάστοτε κυβερνήσεις εφαρμόζουν μια φαύλη πολιτική. Δηλαδή, τη συνταγματική υποχρέωση της πάταξης της αυθαίρετης δόμησης προτιμούν να την εκμεταλλεύονται πελατειακά και ταμειακά μέσω της διαμόρφωσης μιας αθέμιτης συναλλαγής μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών αυθαιρέτων. Η δημιουργία της συναλλαγής αυτής θεσμοθετήθηκε πρώτη φορά με το νόμο 720/1977 από την τότε κυβέρνηση, η οποία και προέβαλε το σύνθημα «δώσε και σώσε». Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1981 θα περίμενε κάποιος να αντιμετώπιζε με ένα άλλο πνεύμα το θέμα των αυθαιρέτων. Ομως και αυτή, όπως και οι επόμενες, μέχρι σήμερα στηρίζουν και εφαρμόζουν την αθέμιτη συναλλαγή αυτή με τους ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων, προσπαθώντας με διάφορες ονομασίες της (νομιμοποίηση, τακτοποίηση, περαίωση κ.λπ.) να ξεφύγουν από τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η αυθαίρετη δόμηση, με την ανοχή και την αδυναμία δραστικής αντιμετώπισής της από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, έχει εξαπλωθεί σήμερα σε μεγάλη έκταση τόσο στις εντός σχεδίου όσο και στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές της χώρας, πράγμα που συνεπάγεται σημαντική βλάβη του περιβάλλοντος.
Τη σημαντικότερη περίπτωση αυθαίρετης δόμησης στις εντός σχεδίου περιοχές αποτελεί παράνομη μετατροπή της χρήσης των ημιυπαίθριων χώρων. Σε σχετικό άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» (φ. 8-11-09) είχα προτείνει μια ρεαλιστική ρύθμιση της τακτοποίησης των ημιυπαίθριων χώρων μέσω της αποκατάστασης της βλάβης του περιβάλλοντος, δηλαδή : α) Νομιμοποίηση των αυθαίρετων ημιυπαίθριων χώρων έναντι χρηματικής εισφοράς, ανάλογης με το βαθμό και την έκταση βλάβης του περιβάλλοντος και β) αποκλειστική διάθεση των χρηματικής εισφοράς για τη δημιουργία χώρων πρασίνου ή άλλων κοινόχρηστων χώρων κατά προτεραιότητα στην περιοχή του αυθαιρέτου. Τη ρύθμιση αυτή αποδέχτηκε η υπουργός ΠΕΚΑ και αποτέλεσε περιεχόμενο του μετέπειτα σχετικού νόμου.
Μετά τη ρύθμιση αυτή για τους ημιυπαίθριους χώρους φαίνεται ότι το αρμόδιο υπουργείο αναθάρρησε και σκοπεύει τη νομιμοποίηση και των λοιπών αυθαίρετων κατασκευών. Ομως η συνταγματικότητα της ρύθμισης αυτής των ημιυπαίθιρων χώρων δεν έχει κριθεί ακόμη από το ΣτΕ και καλό θα είναι το υπουργείο να μην προχωρήσει σε γενική νομιμοποίηση των αυθαίρετων κατασκευών εφόσον, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η κυβέρνηση, τα χρηματικά ποσά που θα εισπραχθούν δεν θα χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση της βλάβης του περιβάλλοντος. Συνεπώς η ρύθμιση αυτή καθίσταται ευάλωτη από πλευράς προσβολής στο ΣτΕ.
Από την άλλη μεριά το ανώτατο δικαστήριο αυτό με πάγια νομολογία του είναι αντίθετο με τη νομιμοποίηση των μετά το 1983 αυθαίρετων κατασκευών, καθόσον η νομιμοποίηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 24 του Συντάγματος. Το δικαστήριο αυτό που είναι περιβαλλοντικά ευαίσθητο είναι δύσκολο να υποχωρήσει και να αλλάξει την πάγια νομολογία του λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας. Αντίθετα μπορεί να κριθεί αντισυνταγματική και η ρύθμιση των ημιυπαίθριων χώρων εφόσον και στην περίπτωσή τους τα χρηματικά ποσά που θα εισπραχθούν από την τακτοποίησή τους δεν φαίνεται να διατίθενται για αποκατάσταση της βλάβης του περιβάλλοντος.
Δ.Χριστοφιλόπουλος
Καθηγητής Θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας-Πολεοδομίας,
μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών.