Φοβού ...λογιστές, μεσίτες και εμπόρους
Επιχείρηση αποκάλυψης των διαδρομών του “μαύρου χρήματος” ξεκινά το Υπουργείο οικονομικών, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να δώσει μία λύση στα έσοδα που... έχουν μείνει πολύ πίσω από τους στόχους. Στο δαιδαλώδη μαραθώνιο φαίνεται ότι επιστρατεύονται λογιστές, φοροτεχνικοί, κτηματομεσίτες, κοσμηματοπώλες αλλά και έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων και σκαφών που υποχρεώνονται πλέον να αποκαλύπτουν κάθε υπόθεση που υποκρύπτει προσπάθεια ξεπλύματος μαύρου χρήματος εκ μέρους των πελατών τους.
Προκειμένου να χάσει χρόνο στην αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, το οικονομικό επιτελείο προσπαθεί να καταστήσει τους ίδιους του “μεσάζοντες” σε “εισπράκτορες” του. Με εγκύκλιο του λοιπόν ορίζει συνυπεύθυνους επαγγελματίες που σχετίζονται με τις παραπάνω δραστηριότητες, στις οποίες μάλιστα έχει διαπιστωθεί ότι “επιδίδονται” αυτοί που διακινούν “μαύρο χρήμα”. Μέχρι και σήμερα όλες αυτές οι επαγγελματικές κατηγορίες δεν ήταν υποχρεωμένες από το νόμο να «καρφώνουν» τους πελάτες τους για ενδεχόμενα έσοδα από εγκληματικές ενέργειες.
Έτσι και με βάση την εγκύκλιο, όταν λογιστές παρατηρήσουν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ.δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους), δεν αποστέλλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. Αντιθέτως, όταν διαπιστώσουν περίπτωση φοροδιαφυγής (π.χ. μη απόδοση Φ.Π.Α.) εκ μέρους πελάτη τους και ταυτόχρονα αγορά από τον ίδιο κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην ανωτέρω Αρχή. Τέτοια υποχρέωση έχουν οι λογιστές που δεν συνδέονται με σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές, οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι, οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών, καθώς και οι συμβολαιογράφοι και δικηγόροι που λαμβάνουν πληροφορίες από ή σχετικά με πελάτη τους,
Τα παραπάνω πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή , όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αντιλαμβάνονται ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ
' αυτήν την εγκληματική πράξη. Συνεπώς, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων θα πρέπει να αποτελεί η χρήση του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα προϊόντος με σκοπό την νομιμοποίησή του και όχι η τέλεση συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), για την τέλεση της οποίας αρκεί απλή και γενική υπόνοια.
Πέραν των παραπάνω υποχρέωση αναφοράς στην αρμόδια Αρχή έχουν και:
- Οι κτηματομεσίτες, όταν μεσολαβούν στη μεταβίβαση ακινήτων και, από τις γενικές πληροφορίες που συλλέγουν για τους πελάτες τους με βάση τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται από το ν. 3691/2008, αποκομίζουν την εντύπωση ότι η γενική οικονομική κατάσταση κάποιου πελάτη δεν δικαιολογεί το ύψος της συναλλαγής, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή
- Εμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, π.χ. έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων όταν διαπιστώνουν για παράδειγμα επιμονή του πελάτη για αγορά αυτοκινήτου τοις μετρητοίς, διότι στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να υποκρύπτεται απόπειρα ξεπλύματος χρήματος.
Τα ίδια ισχύουν αναλογικά και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας Γενικής Δ/νσης Φορολογικών Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών, όπως οίκοι δημοπρασίας, εκπλειστηριαστές και ενεχυροδανειστές.
Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, τα υποκαταστήματα και γραφεία αντιπροσωπείας ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών που λειτουργούν σε άλλη χώρα διαβιβάζουν πληροφορίες ή αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την αρμόδια Αρχή, όπως επίσης πληροφορίες μπορούν να αντληθούν και από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, συνεπώς και από τις εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών