Ακόμη κι αν δεχτούμε την αναγκαιότητα ενός διαρκούς ελέγχου και εποπτείας στα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας, αυτό δεν συνιστά ισχυρό λόγο ή άλλοθι ώστε να καθορίζονται έξωθεν εθνικές μας προτεραιότητες ή στρατηγικές.
Οταν γίνεται καθημερινά σχεδόν λόγος για «εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας», θα διερωτάται ασφαλώς ο καθένας για το πού στοχεύει ο τίτλος του παρόντος.
Επισημαίνεται λοιπόν ήδη εδώ ότι η όποια εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ή κυβερνητικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων γίνεται... -ή προκύπτει αφεαυτής- συνιστά πολιτικής φύσεως θέμα και δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της (χρηματο-) οικονομίας. Τούτο είναι και το σοβαρότερο όλων, καθότι η ελληνική οικονομία θα έχει φθάσει κάποτε στους «επιθυμητούς» στόχους, τουτέστιν να καταστεί ανταγωνιστική, κατ' αυτό θα «νοικοκυρευτούν» ομοίως και τα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας. Ομως τα πολιτικά συμπτώματα από τη μακρά πολιτικο-οικονομική κηδεμόνευση και από τον συνακόλουθο ευνουχισμό του πολιτικού μας γίγνεσθαι δεν πρόκειται να απαλειφθούν μέσα σ' ένα ανάλογα ορατό χρονικό διάστημα. Αντίθετα, εκτιμάται ότι στοιχεία της θα ενσωματωθούν στις δομές του νέου συστήματος, το οποίο και θα ορίζει συνάμα τη διαδικασία αναπαραγωγής ενός μεταλλαγμένου πολιτικού προσωπικού. Και τούτο ακριβώς συνιστά το φρικαλεότερο σενάριο για το πολιτικο-κοινωνικό μέλλον της χώρας και των ανθρώπων της. Μόνο που δεν πρόκειται (φευ) για σενάριο, ούτε καν για προϊόν φαντασίας.
Ακόμη κι αν δεχτούμε την αναγκαιότητα ενός διαρκούς ελέγχου και εποπτείας στα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας, αυτό δεν συνιστά ισχυρό λόγο ή άλλοθι ώστε να καθορίζονται έξωθεν εθνικές μας προτεραιότητες ή στρατηγικές. Διότι έστω κι αν αυτή η επέμβαση περιορίζεται μόνο στο δημοσιονομικό πεδίο και σε εκείνο της ρύθμισης των χρεών, όταν μάλιστα ο τραπεζικός τομέας της χώρας μας τελεί πλήρως υπό καθεστώς ξένης εξάρτησης, τότε το μέλλον δεν θα ανήκει σε εκείνους που (ακόμη) σκέφτονται ελληνικά, αλλά σε κάποιους που κινούνται στη λογική των γνωστών «προθύμων». Το κυρίως πρόβλημα όμως με τους όποιους «πρόθυμους» είναι πως αυτοί δεν είναι ικανοί καν να σκέφτονται, καθώς έχουν μάθει να εφαρμόζουν άκριτα γνωστές και συχνά δοκιμασμένες συνταγές.
Το καίριο ζητούμενο λοιπόν του σήμερα, εν μέσω μιας κρίσιμης φάσης έντονων προσπαθειών ανάσχεσης της κρίσης σε πανευρωπαϊκή πλέον κλίμακα, επικεντρώνεται στην αφύπνιση συλλογικών κοινωνικών ενστίκτων αυτοσυντήρησης, τα οποία ενεργοποιούν δυνάμεις που αξιώνουν ρόλο στα δρώμενα. Εκείνο που ξεκίνησε να γίνει από το σύνταγμα είχε ένα εμφανές έλλειμμα ταυτότητας και ως τέτοιο έμελλε τελικά να εκφυλισθεί. Αφησε όμως τη μαγιά του ώστε να αναζητηθεί μέσα από την ίδια τη δράση των αντιδρώντων η ταυτότητα μιας επόμενης παρέμβασης. Η κινητήρια δύναμη τέτοιων κινητοποιήσεων δεν ορίζεται από την αφετηρία, αλλά διαμορφώνεται μέσα από τη στόχευση των αξιώσεων και τη δράση τους. Το κυρίως ζητούμενο όμως συνίσταται εν προκειμένω στην κάλυψη του κενού που αφήνουν οι «καμένες φλάτζες» των εδραιωμένων πολιτικών (σχηματισμών, δυνάμεων, προσώπων κ.ο.κ.). Ο συλλογικός διασυρμός μας ως μελών μιας κοινωνίας «τεμπέληδων» ή «ρατσιστών» πρέπει να απαντηθεί με συγκροτημένα επιχειρήματα, τα οποία θα υπερασπίζονται αφενός την ελληνικότητα ως παιδεία και ήθος και θα προβάλλουν αφετέρου τις ελληνικές θέσεις για την υπέρβαση του κρίσιμου παρόντος. Και αν αυτές δεν τις γνωρίζουμε, οφείλουμε τώρα, έστω, να τις αναζητήσουμε.
Η «μόδα» έχει διαγνωσθεί πολύ πριν από το ξέσπασμα της κρίσης: μια άκριτα γενικευμένη τάση απόρριψης θέσεων με ελληνικά χαρακτηριστικά, σε βαθμό δε που νέοι άνθρωποι να αυτολογοκρίνονται ώστε να μην «παρεξηγηθούν». Δεν θα φθάσουμε λοιπόν και να ντρεπόμαστε επειδή ονοματίζουμε τα εκρηκτικά προβλήματα της λαθρομετανάστευσης, που πλήττουν τους φυσικούς της φορείς πρώτα, ούτε επειδή ο Μέγας Αλέξανδρος έφθασε πολεμώντας (και σκοτώνοντας ασφαλώς) στον Ινδό ποταμό. Αλλωστε οι όποιοι «Ελληνες» προκάλεσαν την κρίση των χρεών υποστηρίχθηκαν (επιεικώς...) από τις μεγάλες δυνάμεις για να γίνουν ηγέτες μας. Οι ίδιες οφείλουν να τους ελέγξουν τώρα κι όχι να μέμφονται τους οριακά (επι)ζώντες πολίτες επειδή «ξόδευαν» περισσότερα. Εμείς οι λοιποί Ελληνες των δέκα και πλέον εκατομμυρίων εν Ελλάδι και περίπου άλλων τόσων ανά τον κόσμο ευθυνόμαστε μόνο κατά το ότι τους εδίναμε την ψήφο μας. Κι αν δεν «προσέχαμε» τότε ας προσέξουμε τώρα, αγοράζοντας μόνο ελληνικά προϊόντα έστω κι αν είναι ακριβότερα από τα άλλα. Αυτό θα προσεχθεί και θα «εκτιμηθεί» δεόντως από τους «φίλους» και εταίρους μας.
Γ.Τζώρτζης
enet.gr