Η πολιτική ελίτ δυστυχώς δεν βοήθησε στην επίλυση της χρηματοοικονομικής κρίσης. Το ντόμινο σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα.
Πώς η Ελλάδα βρέθηκε στη μέση.
Άρθρο του κ.George Friedman,
ιδρυτή και διευθύνων συμβούλου του Stratfor:
"Οι κλασικοί πολιτικοί οικονομολόγοι όπως ο Adam Smith ή ο David Ricardo δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τον όρο οικονομία μόνο του.
Πάντα επέλεγαν τον όρο πολιτική οικονομία. Για τους.. κλασικούς οικονομολόγους, ήταν αδύνατον να κατανοηθεί η πολιτική χωρίς την οικονομία, ή η οικονομία χωρίς την πολιτική. Οι δύο τομείς είναι σίγουρα διαφορετικοί, συγχρόνως όμως είναι στενά συνδεδεμένοι. Η χρήση του όρου οικονομία χωρίς τον όρο πολιτική άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Smith καταλάβαινε πως, αν και μια αποδοτική αγορά αναδύεται από τις ατομικές επιλογές, αυτές οι επιλογές πλαισιώνονται από το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα διαμορφώνεται από την οικονομική πραγματικότητα. Για τους κλασικούς οικονομολόγους, τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα ήταν συνυφασμένα με το ότι η ύπαρξη του ενός εξαρτάται από την ύπαρξη του άλλου. Η τρέχουσα οικονομική κρίση μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή ως κρίση πολιτικής οικονομίας. Επιπλέον, θα πρέπει να θεωρηθεί παγκόσμια κρίση που περικλείει τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα, η οποία έχει διαφορετικές λεπτομέρειες, αλλά ένα κυρίαρχο θέμα: τη σχέση μεταξύ της πολιτικής τάξης και της οικονομικής ζωής. Σε παγκόσμια κλίμακα, ή τουλάχιστον για τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες του κόσμου, υπάρχει κρίση πολιτικής οικονομίας. Ας δούμε όμως πώς εξελίχθηκε. Η προέλευση της κρίσης Όπως γνωρίζουμε όλοι, η προέλευση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης ήταν η κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων (subprime mortgage) στις ΗΠΑ. Για να είμαστε πιο ακριβείς, προήλθε από ένα χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο δημιουργούσε χρεόγραφα, η αξία των οποίων εξαρτάτο από την τιμή των κατοικιών. Υπέθετε ότι οι τιμές των κατοικιών πάντα θα αυξάνονταν και, στη χειρότερη περίπτωση, αν υπήρχαν διακυμάνσεις στην τιμή, η αξία των χρεογράφων και πάλι θα μπορούσε να καθοριστεί. Τελικά, αποδείχθηκε πως τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε. Η τιμή των κατοικιών υποχώρησε και, ακόμα χειρότερα, η αξία των χρεογράφων έγινε ακαθόριστη. Αυτό έφερε ολόκληρο το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να λειτουργήσει και η κρίση μεταδόθηκε στην Ευρώπη, όπου πολλά χρηματοοικονομικά ιδρύματα είχαν επίσης αγοράσει τέτοια χρεόγραφα. Από οικονομική σκοπιά, η οικονομική κρίση αφορούσε εν ολίγοις στο ποιος έκανε ή έχασε λεφτά και πόσα. Από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, δημιούργησε ένα διαφορετικό ερώτημα: τη νομιμότητα της χρηματοοικονομικής ελίτ. Φανταστείτε ότι ένα εθνικό σύστημα είναι μια σειρά υποσυστήματα - πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά κοκ. Στη συνέχεια, φανταστείτε ότι το οικονομικό σύστημα μπορεί να χωριστεί σε υποσυστήματα - διάφορες καθέτους, μεταξύ των οποίων και το χρηματοοικονομικό, με τις δικές τους ελίτ. Βέβαια, αυτή είναι μία υπεραπλουστευμένη εξήγηση για την κατάσταση. Ένα από τα συστήματα, το χρηματοοικονομικό, απέτυχε και αυτή η αποτυχία οφειλόταν στις αποφάσεις που πήρε η χρηματοοικονομική ελίτ. Αυτό προκάλεσε ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα, που δεν επικεντρώνονταν τόσο στην εμπιστοσύνη σε κάποιο συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, αλλά στην ικανότητα και στην εντιμότητα της ίδιας της χρηματοοικονομικής ελίτ. Δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι η χρηματοοικονομική ελίτ ήταν ή ηλίθια, ή ανέντιμη, ή και τα δύο. Η αντίληψη που δημιουργήθηκε ήταν ότι, στην αναζήτηση του προσωπικού κέρδους σε βάρος της κοινωνίας ως συνόλου, είχε παραβιάσει όλες τις αρχές της θεματοφυλακής, της κοινωνικής και ηθικής ευθύνης. Δίκαιη ή όχι, αυτή η αντίληψη προκάλεσε τεράστια πολιτική κρίση. Αυτή ήταν η πραγματική συστημική κρίση, σε σύγκριση με την οποία η κρίση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ήταν ασήμαντη. Το ερώτημα ήταν αν το πολιτικό σύστημα ήταν ικανό όχι μόνο απλώς να διορθώσει την κρίση, αλλά και να θέσει τους αυτουργούς προ των ευθυνών τους. Από την άλλη πλευρά, αν αυτή η κρίση δεν περιελάμβανε εγκληματικές πράξεις, πώς θα μπορούσε το πολιτικό σύστημα να μην έχει δημιουργήσει νόμους που να καθιστούν τέτοιου είδους πράξεις εγκληματικές; Μήπως η πολιτική ελίτ συνωμοτούσε με τη χρηματοοικονομική; Υπήρξε μία κρίση εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα και μία κρίση εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Οι πράξεις της αμερικανικής κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 2008 πρώτο στόχο είχαν να αντιμετωπίσουν τις αποτυχίες του χρηματοοικονομικού συστήματος. Πολλοί περίμεναν πως επόμενο βήμα θα ήταν η αντιμετώπιση των αποτυχιών της χρηματοοικονομικής ελίτ, αυτό όμως θεωρείται ότι δεν έγινε. Πράγματι, η αντίληψη είναι ότι, έχοντας δαπανήσει τεράστια ποσά για τη σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, η πολιτική ελίτ επέτρεψε στη χρηματοοικονομική να διαχειριστεί το σύστημα προς όφελός της. Αυτό προκάλεσε τη δεύτερη κρίση - της πολιτικής ελίτ. Το κίνημα TΕΑ Party αναδύθηκε εν μέρει ως μία επικριτική κίνηση προς την πολιτική ελίτ και στο επίκεντρό του βρίσκονταν τα μέτρα που ελήφθησαν για τη σταθεροποίηση του συστήματος, λέγοντας πως έχει δημιουργήσει μια νέα χρηματοοικονομική κρίση, αυτήν τη φορά υπερβολικού κρατικού χρέους. Η αντίληψη του TΕΑ Party ήταν ακραία, όμως η γενικότερη ιδέα ήταν ότι η πολιτική ελίτ είχε επιλύσει το χρηματοοικονομικό πρόβλημα δημιουργώντας τεράστιο χρέος και δίνοντας υπερβολικά μεγάλη δύναμη στο κράτος. Όπως ισχυρίζονταν, η πολιτική ελίτ εκμεταλλεύτηκε τη χρηματοοικονομική κρίση για να αυξήσει δραστικά τη δύναμη του κράτους, ενώ την ίδια ώρα κακοδιαχειρίστηκε το χρηματοοικονομικό σύστημα μέσω του υπερβολικού κρατικού χρέους. Η κρίση στην Ευρώπη Το θέμα των κρατικών χρεών προκάλεσε επίσης χρηματοοικονομική κρίση και (στη συνέχεια) πολιτική κρίση στην Ευρώπη. Αν και η αμερικανική χρηματοοικονομική κρίση αναμφισβήτητα επηρέασε την Ευρώπη, ωστόσο η ευρωπαϊκή πολιτική κρίση έγινε ακόμα βαθύτερη λόγω της ύφεσης. Από καιρό υπήρχε μία μειοψηφία στην Ευρώπη που θεωρούσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε είτε για να στηρίξει τη χρηματοοικονομική ελίτ σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού, είτε για να ενισχύσει τη βόρεια Ευρώπη -ειδικότερα τη Γαλλία και τη Γερμανία- σε βάρος της περιφέρειας, είτε και τα δύο. Αυτό όμως που ήταν άποψη της μειοψηφίας ενισχύθηκε από την ύφεση. Η ευρωπαϊκή κρίση παραλληλίζεται με την αμερικανική από την άποψη ότι υπήρξαν πακέτα διάσωσης για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις δύο πλευρές. Όμως, η βαθύτερη κρίση αφορούσε στο ότι η Ευρώπη δεν έδρασε ως μονάδα για να αντιμετωπίσει το θέμα για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά αντιθέτως έδρασε σε εθνική βάση, όπου κάθε κράτος επικεντρώθηκε στις δικές του τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδειξε να ευνοεί τη βόρεια Ευρώπη γενικότερα και τη Γερμανία ειδικότερα. Αυτό έγινε το θέμα, ιδιαίτερα όταν η ύφεση προκάλεσε δυσανάλογες κρίσεις σε περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα. Υπάρχουν δύο αναγνώσεις αυτής της ιστορίας. Η μία είναι η γερμανική εκδοχή, η οποία έχει γίνει και η κοινή εξήγηση. Σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα κατέληξε σε αυτήν την κρίση χρέους λόγω της ανευθυνότητας της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία διατηρούσε κοινωνικά προγράμματα μεγαλύτερα από εκείνα που μπορούσε να χρηματοδοτήσει, και πλέον οι Έλληνες περιμένουν από τους άλλους -ιδιαίτερα τους Γερμανούς- να τους σώσουν. Η ελληνική εκδοχή, που ακούγεται λιγότερο, είναι ότι οι Γερμανοί χειραγώγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς όφελός τους. Η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα του κόσμου, μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ (και μάλιστα πλησιάζει πολύ γρήγορα τη 2η θέση). Με τη δημιουργία της ζώνης ελεύθερου εμπορίου, οι Γερμανοί δημιούργησαν αποκλειστικές αγορές για τα προϊόντα τους. Κατά τη διάρκεια της ευημερίας των πρώτων 20 χρόνων, αυτό κρυβόταν κάτω από τη γενικότερη ανάπτυξη. Όταν όμως ξέσπασε η κρίση, η ανικανότητα της Ελλάδας να υποτιμήσει το νόμισμά της -το οποίο επειδή ήταν το ευρώ ελεγχόταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- και η ικανότητα της Γερμανίας να συνεχίσει να εξάγει, χωρίς καμία δυνατότητα από την Ελλάδα να μπορεί να ελέγξει αυτές τις εξαγωγές, κατέστησαν ακόμα βαθύτερη την ύφεση στην Ελλάδα, οδηγώντας την στην κρίση χρέους. Επιπλέον, οι κανονισμοί που καταρτίζονταν από τις Βρυξέλλες ενίσχυσαν τόσο πολύ τη γερμανική θέση που η Ελλάδα ήταν αβοήθητη. Το ποια εκδοχή είναι αληθινή και ποια όχι λίγη σημασία έχει. Το θέμα είναι ότι η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο πολιτικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν από την οικονομία. Η μία είναι παρόμοια με την αμερικανική - δηλαδή η πεποίθηση ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ προστάτεψε τη χρηματοοικονομική ελίτ. Η δεύτερη είναι ξεκάθαρα ευρωπαϊκή, περιφερειακή κρίση, όπου κάποια μέρη της Ευρώπης -ανοιχτά πλέον- δεν εμπιστεύονται τα άλλα. Αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κρίση ύπαρξης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κρίση στην Κίνα Οι κρίσεις στην Αμερική και στην Ευρώπη έπληξαν σοβαρά την Κίνα, η οποία, ως η μεγαλύτερη εξαγωγός οικονομία του κόσμου, είναι όμηρος της εξωτερικής ζήτησης, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Όταν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έπεσαν σε ύφεση, η κινεζική κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με κρίση ανεργίας. Αν έκλειναν τα εργοστάσια, οι εργάτες θα έμεναν άνεργοι και η ανεργία στην Κίνα θα οδηγούσε σε τεράστια κοινωνική αστάθεια. Η κινεζική κυβέρνηση είχε δύο απαντήσεις: Η πρώτη ήταν να κρατήσει ανοιχτά τα εργοστάσια με το να ενθαρρύνει τις μειώσεις τιμών σε σημείο όπου τα περιθώρια κέρδους στις εξαγωγές εξαφανίστηκαν. Η δεύτερη ήταν να παράσχει άνευ προηγουμένου ποσά πίστωσης στις επιχειρήσεις που απειλούνταν με χρεοκοπία προκειμένου αυτές να συνεχίσουν να λειτουργούν. Η στρατηγική έφερε αποτελέσματα, βέβαια, αλλά το τίμημα ήταν η αύξηση του πληθωρισμού. Αυτό οδήγησε σε δεύτερη κρίση, όπου οι εργάτες ήρθαν αντιμέτωποι με τη συρρίκνωση των ήδη μικρών εισοδημάτων τους. Η απάντηση ήταν η αύξηση των εισοδημάτων, που με τη σειρά της αύξησε το κόστος των εξαγόμενων προϊόντων και πάλι, καθιστώντας τους μισθούς στην Κίνα λιγότερο ανταγωνιστικούς απ’ ό,τι ήταν, για παράδειγμα, στο Μεξικό. Η Κίνα είχε προηγουμένως ενθαρρύνει τους επιχειρηματίες. Αυτό ήταν εύκολο όταν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ ανθούσαν. Τώρα, η λογική κίνηση από την πλευρά των επιχειρηματιών ήταν να βγουν στο εξωτερικό ή να προχωρήσουν σε απολύσεις, ή και τα δύο. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να αντέξει η κινεζική κυβέρνηση και έτσι άρχισε να παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στην οικονομία. Η πολιτική ελίτ προσπάθησε να σταθεροποιήσει την κατάσταση -και βέβαια τις θέσεις της- με το να αυξάνει τον έλεγχο επί των χρηματοοικονομικών και άλλων επιχειρηματικών ελίτ. Με διαφορετικούς τρόπους, αυτό έγινε και στις τρεις πλευρές -στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Κίνα- τουλάχιστον ως πρώτο βήμα. Στις ΗΠΑ, η πρώτη αντίδραση ήταν να ρυθμιστεί ο χρηματοοικονομικός τομέας, να δοθούν κίνητρα στην οικονομία και να αυξηθεί ο έλεγχος επί διαφόρων κλάδων της οικονομίας. Στην Ευρώπη, όπου ήδη υπήρχαν σημαντικοί έλεγχοι επί της οικονομίας, η πολιτική ελίτ άρχισε να αναλύει πώς αυτοί οι έλεγχοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ποιος θα είχε το μεγαλύτερο όφελος. Στην Κίνα, όπου η πολιτική ελίτ πάντα διατηρούσε τον έλεγχο επί της οικονομίας, αυτή η δύναμη αυξήθηκε. Και στις τρεις περιπτώσεις, η πρώτη αντίδραση ήταν να χρησιμοποιηθούν πολιτικοί έλεγχοι. Και στις τρεις αυτό προκάλεσε αντιστάσεις. Στις ΗΠΑ, το TΕΑ Party ήταν απλώς η πιο ενεργή και αποτελεσματική εκδήλωση αυτής της αντίστασης. Στην Ευρώπη, η αντίσταση ήρθε από τους αντιευρωπαϊστές (και τις αντιμεταναστευτικές δυνάμεις που κατηγορούν τις πολιτικές ανοιχτών συνόρων της Ε.Ε. για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση). Ήρθε επίσης από πολιτικές ελίτ χωρών όπως η Ιρλανδία, που αντιμετώπιζαν τις πολιτικές ελίτ άλλων κρατών. Στην Κίνα, η αντίσταση έχει έρθει από αυτούς που πλήττονται από τον πληθωρισμό, τόσο τους καταναλωτές όσο και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, οι εξαγωγές των οποίων έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικές και κερδοφόρες. Δεν έχουν εμπλακεί, όμως, όλες οι μεγάλες οικονομίες σε αυτήν την κρίση. Η Ρωσία την πέρασε πριν από χρόνια και έχει ήδη γείρει προς τον έλεγχο της οικονομίας από την πολιτική ελίτ. Η Βραζιλία και η Ινδία δεν αντιμετώπισαν τις ακραίες καταστάσεις της Κίνας, από την άλλη όμως δεν εμφάνιζαν και τους ακραίους ρυθμούς ανάπτυξης αυτής. Όταν όμως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Κίνα βρίσκονται σε κρίση τέτοιου είδους, μπορεί να ειπωθεί πως το κέντρο βαρύτητας της παγκόσμιας οικονομίας και του μεγαλύτερου μέρους της στρατιωτικής της ισχύος βρίσκονται σε κρίση. Και αυτό δεν είναι ασήμαντο. Η κρίση δεν σημαίνει και κατάρρευση. Οι ΗΠΑ διαθέτουν σημαντική πολιτική νομιμοποίηση για να συνεχίσουν. Αυτή η πολιτική νομιμοποίηση είναι μικρότερη στην Ευρώπη, ωστόσο οι χώρες που την απαρτίζουν είναι ισχυρές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας είναι μια δύσκολη περίπτωση, όμως δεν αντιμετωπίζει πλέον χρηματοοικονομική κρίση. Αυτό που αντιμετωπίζει είναι πολιτική κρίση αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική ελίτ έχει χειριστεί τη χρηματοοικονομική κρίση. Αυτή η πολιτική κρίση είναι και η πιο επικίνδυνη, διότι επειδή αποδυναμώνεται η πολιτική ελίτ χάνει την ικανότητα να διαχειρίζεται και να ελέγχει τις άλλες ελίτ. Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε ότι δεν πρόκειται για ιδεολογική πρόκληση. Οι Αριστεροί που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση και οι Δεξιοί που αντιτίθενται στη μετανάστευση, βρίσκονται στην ίδια διαδικασία - αμφισβητούν τη νομιμοποίηση των ελίτ. Ούτε, όμως, πρόκειται απλώς για ένα θέμα κοινωνικών τάξεων. Οι προκλήσεις προέρχονται από πολλούς τομείς. Οι πολέμιοι δεν είναι ακόμα η πλειονότητα, όμως δεν βρίσκονται και τόσο μακριά ώστε να μην υπολογίζονται. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, αν και συνεχίζεται η αμφισβήτηση των ελίτ, οι βαθιές διαφορές μεταξύ των πολέμιων καθιστά δύσκολο να φανταστεί κανείς ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική της πολιτικής ελίτ. Η κρίση νομιμοποίησης Αυτή, συνεπώς, είναι η τρίτη κρίση που μπορεί να δημιουργηθεί: να χάσουν τη νομιμοποίησή τους οι ελίτ και το μόνο που υπάρχει για να τις αντικαταστήσει είναι μια βαθιά διαιρεμένη και επιθετική δύναμη, ενωμένη μόνο ως προς την έχθρα της για τις ελίτ, χωρίς όμως να έχει κάποια δική της κατανοητή ιδεολογία. Στις ΗΠΑ αυτό θα οδηγούσε σε παράλυση. Στην Ευρώπη θα οδηγούσε σε αντίστροφη εξέλιξη και σε επιστροφή στα κράτη-έθνη. Στην Κίνα θα οδηγούσε σε περιφερειακό κατακερματισμό και σε συγκρούσεις. Όλα αυτά είναι ακραία, πιθανά αποτελέσματα, όμως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει αν δεν κατανοήσουμε δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι η πολιτική οικονομική κρίση, αν όχι παγκόσμια, είναι τουλάχιστον ευρεία και οι εξεγέρσεις σε άλλες περιοχές έχουν τις δικές τους ρίζες, αλλά συνδέονται με κάποιον τρόπο με αυτήν την κρίση. Το δεύτερο είναι ότι η κρίση είναι ένα οικονομικό πρόβλημα, που πυροδοτήθηκε από ένα πολιτικό πρόβλημα, που με τη σειρά του κάνει ακόμα χειρότερο το οικονομικό πρόβλημα."