Σύμφωνα με πρόσφατη πρόβλεψη του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος της χώρας μας θα φτάσει το 2012 στο 189% του ΑΕΠ, έναντι 166% το 2011.
Το ύψος του χρέους μίας χώρας έχει μεγαλύτερη σημασία ως ποσοστό του ΑΕΠ, γιατί δείχνει τη δυνατότητα αποπληρωμής που έχει η χώρα με δεδομένο το... συνολικό ετήσιο προϊόν της. Οταν μάλιστα ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι ταχύτερος σε σύγκριση με το ρυθμό αύξησης του χρέους, η δυνατότητα της χώρας να αντιμετωπίσει το χρέος της αυξάνεται σημαντικά μέσα στο χρόνο. Δυστυχώς στην ελληνική περίπτωση το ΑΕΠ μειώνεται απόλυτα τα τελευταία χρόνια (2009 -2%, 2010 -4,2% και με πρόβλεψη ΔΝΤ -5% το2011 και 2012 -2%).
Η προφανής λύση είναι η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και στη συνέχεια η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος υψηλότερου από τους τόκους των δανείων, έτσι ώστε το πλεόνασμα να αφαιρείται από το συνολικό χρέος. Στη χώρα μας, παρά τα σκληρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής κατά τη διάρκεια του 2010, τα οποία συνεχίζονται εντεινόμενα και το 2011, το έλλειμμα ξεπερνά το στόχο του 2011 (7,5 % ΑΕΠ). Ετσι, οι πιέσεις από την τρόικα για πιο σκληρά μέτρα εντείνονται, όταν αυτά που έχουν ήδη ληφθεί έχουν αγγίξει τα όρια της κοινωνικής αντοχής.
Υπάρχουν δύο κατηγοριών μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, αν και τα όριά τους δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Τα εισπρακτικά μέτρα οριζόντιου χαρακτήρα, πολιτικά και κοινωνικά περισσότερο επώδυνα, αλλά σχετικά εύκολα στην εφαρμογή τους, και τα διαρθρωτικά μέτρα, συνήθως περισσότερο στοχευμένα, αλλά σχετικά δυσκολότερα στην υλοποίησή τους. Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας, για ποικίλους λόγους (1) , έχουν ληφθεί πολύ περισσότερα εισπρακτικά (μείωση μισθών και συντάξεων και αύξηση φορολογίας) παρά διαρθρωτικά μέτρα (αποκρατικοποιήσεις, συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών, σύλληψη φοροδιαφυγής, άνοιγμα επαγγελμάτων, αξιοποίηση πόρων ΕΣΠΑ κ.ά.)
Οπως ήταν αναμενόμενο, τα εισπρακτικά μέτρα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη μείωση της δανειοδότησης από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, έχουν εντείνει την ύφεση και την ανεργία και έχουν οδηγήσει στη μείωση των δημόσιων εσόδων, εφόσον δεν έχουν αυξηθεί τα έσοδα από άλλες πηγές π.χ. από αποκρατικοποιήσεις ή από τη σύλληψη της φοροδιαφυγής.
Αντίθετα έχουν αυξηθεί οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις και επιδόματα λόγω αθρόων συνταξιοδοτήσεων και αύξησης της ανεργίας. Συνεπώς, η συνέχιση εφαρμογής μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα (π.χ. ειδικό τέλος ακινήτων, μειώσεις μισθών και συντάξεων), εκτός από την κοινωνική θύελλα που προκαλούν, εντείνουν την ύφεση με αποτέλεσμα την αύξηση του χρέους και ως απόλυτου μεγέθους, λόγω της αδυναμίας είσπραξης των εσόδων, και ως ποσοστού του μειωμένου ΑΕΠ.
Προκειμένου συνεπώς το χρέος μας να είναι βιώσιμο, είναι απολύτως επείγουσα η θεραπεία της εγγενούς αδυναμίας του ελληνικού κράτους να εφαρμόσει διαρθρωτικά μέτρα. Ταυτόχρονα, η δημιουργία νέας αναπτυξιακής δυναμικής πρέπει να γίνει υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού απανταχού της γης, ενώ η σύλληψη της φοροδιαφυγής πρέπει να είναι ύψιστη προτεραιότητα, εφόσον οι δυνατότητες των μισθωτών και των συνταξιούχων να συνεχίσουν την αποπληρωμή του χρέους με μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός τους έχουν εξαντληθεί. Από την άλλη πλευρά, παρά την πολύ αρνητική πολιτική συγκυρία, η Ε.Ε. πρέπει να πεισθεί με κάθε τρόπο να επιδείξει πολύ μεγαλύτερη κοινοτική αλληλεγγύη απ' αυτή που έδειξε με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011 .
Του ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΟΣ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών