Κατά πάσα πιθανότητα, ο συνδυασμός αυτός θα αποδειχτεί εκρηκτικός, ενώ στην πορεία είναι πιθανόν να...σφραγίσει τη μοίρα της ευρωζώνης, τουλάχιστον με τη μορφή που την ξέρουμε.
Θρυαλλίδα για τις εξελίξεις αναμένεται ότι θα είναι, όπως συνέβη και το 2008, ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος στην πράξη ουδέποτε συνήλθε από την κρίση των «δομημένων» στεγαστικών προϊόντων.
Για τις τράπεζες η «απομόχλευση», δηλαδή η μείωση του ενεργητικού τους, μοιάζει πλέον μονόδρομος κι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, περιορίζοντας τη ρευστότητα.
Ασφαλώς οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αντιδράσουν, όμως το ήδη χαμηλό ύψος των επιτοκίων, σε συνδυασμό με το μέγεθος του προβλήματος, δεν φαίνεται να αφήνει μεγάλα περιθώρια επιτυχίας.
Η τακτική τους να αντιμετωπίζουν τα οικονομικά προβλήματα με μείωση των επιτοκίων και «ποσοτική χαλάρωση» λειτούργησε μεν τα προηγούμενα χρόνια κυρίως εξαιτίας του χαμηλού πληθωρισμού, όμως αποτέλεσε μία από τις γενεσιουργές αιτίες της τρέχουσας κρίσης.
Θα ήταν λοιπόν παράδοξο να πιστέψουμε ότι η τακτική που οδήγησε στην κρίση θα επιφέρει και την εξάλειψή της.
Το πιθανότερο είναι ότι τελικά θα οδηγηθούμε υποχρεωτικά πίσω στο πρωτοφανές ύψος των ιδιωτικών και κρατικών χρεών, που καθιστά άκρως αμφίβολη την εξυπηρέτησή τους.
Με απλά λόγια, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, έστω με καθυστέρηση θα γίνει αντιληπτό ότι τα δάνεια δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ως έχουν, άρα θα πρέπει να ρυθμιστούν.
Η διαδικασία βεβαίως αυτή θα είναι μακρά και επίπονη, είτε αφορά τον ιδιωτικό τομέα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Αμερικανούς καταναλωτές) είτε τον κρατικό, στην περίπτωση των «προβληματικών» κρατών της ευρωζώνης.
Όσο πιο γρήγορα συμβεί όμως, τόσο το καλύτερο. Το λάθος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, επειδή κάποιοι αρνούνται να το αναγνωρίσουν.
Υπό αυτήν την έννοια, μάλλον θα πρέπει να αποδεχτούμε την ιδέα της ύφεσης, αλλά και μιας «καταστροφής». Διότι, πράγματι, η ρύθμιση ενός μέρους από τα δάνεια που βρίσκονται σε κυκλοφορία ανά τον κόσμο θα αποτελέσει για τους πιστωτές «καταστροφή» περιουσιακών στοιχείων πολύ μεγάλου μεγέθους.
Αναμφίβολα, αυτό θα δημιουργήσει μεγάλους κραδασμούς, με συνέπειες στον χρηματοπιστωτικό χώρο, στις αγορές, στις επιχειρήσεις, ακόμη και στις κοινωνίες.
Ωστόσο, έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, στο οποίο ο δυτικός κόσμος προσπάθησε να εξαλείψει τους οικονομικούς κύκλους, την αλληλοδιαδοχή ανάπτυξης και ύφεσης, με «αναβολικά», μια «δημιουργική καταστροφή» φαίνεται πως είναι ο μόνος τρόπος να μηδενίσει το κοντέρ - και να γίνει η απαιτούμενη επανεκκίνηση του συστήματος.
Επανεκκίνηση που αναμφίβολα θα περιλάβει δραστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, με έμφαση στον τραπεζικό και στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα. Και ίσως επιφέρει γενικότερες βελτιώσεις στον τρόπο κατανομής -και αξιοποίησης- του πλούτου..
Γ.Παπανικολάου
Θρυαλλίδα για τις εξελίξεις αναμένεται ότι θα είναι, όπως συνέβη και το 2008, ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος στην πράξη ουδέποτε συνήλθε από την κρίση των «δομημένων» στεγαστικών προϊόντων.
Για τις τράπεζες η «απομόχλευση», δηλαδή η μείωση του ενεργητικού τους, μοιάζει πλέον μονόδρομος κι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, περιορίζοντας τη ρευστότητα.
Ασφαλώς οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αντιδράσουν, όμως το ήδη χαμηλό ύψος των επιτοκίων, σε συνδυασμό με το μέγεθος του προβλήματος, δεν φαίνεται να αφήνει μεγάλα περιθώρια επιτυχίας.
Η τακτική τους να αντιμετωπίζουν τα οικονομικά προβλήματα με μείωση των επιτοκίων και «ποσοτική χαλάρωση» λειτούργησε μεν τα προηγούμενα χρόνια κυρίως εξαιτίας του χαμηλού πληθωρισμού, όμως αποτέλεσε μία από τις γενεσιουργές αιτίες της τρέχουσας κρίσης.
Θα ήταν λοιπόν παράδοξο να πιστέψουμε ότι η τακτική που οδήγησε στην κρίση θα επιφέρει και την εξάλειψή της.
Το πιθανότερο είναι ότι τελικά θα οδηγηθούμε υποχρεωτικά πίσω στο πρωτοφανές ύψος των ιδιωτικών και κρατικών χρεών, που καθιστά άκρως αμφίβολη την εξυπηρέτησή τους.
Με απλά λόγια, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, έστω με καθυστέρηση θα γίνει αντιληπτό ότι τα δάνεια δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ως έχουν, άρα θα πρέπει να ρυθμιστούν.
Η διαδικασία βεβαίως αυτή θα είναι μακρά και επίπονη, είτε αφορά τον ιδιωτικό τομέα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Αμερικανούς καταναλωτές) είτε τον κρατικό, στην περίπτωση των «προβληματικών» κρατών της ευρωζώνης.
Όσο πιο γρήγορα συμβεί όμως, τόσο το καλύτερο. Το λάθος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, επειδή κάποιοι αρνούνται να το αναγνωρίσουν.
Υπό αυτήν την έννοια, μάλλον θα πρέπει να αποδεχτούμε την ιδέα της ύφεσης, αλλά και μιας «καταστροφής». Διότι, πράγματι, η ρύθμιση ενός μέρους από τα δάνεια που βρίσκονται σε κυκλοφορία ανά τον κόσμο θα αποτελέσει για τους πιστωτές «καταστροφή» περιουσιακών στοιχείων πολύ μεγάλου μεγέθους.
Αναμφίβολα, αυτό θα δημιουργήσει μεγάλους κραδασμούς, με συνέπειες στον χρηματοπιστωτικό χώρο, στις αγορές, στις επιχειρήσεις, ακόμη και στις κοινωνίες.
Ωστόσο, έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, στο οποίο ο δυτικός κόσμος προσπάθησε να εξαλείψει τους οικονομικούς κύκλους, την αλληλοδιαδοχή ανάπτυξης και ύφεσης, με «αναβολικά», μια «δημιουργική καταστροφή» φαίνεται πως είναι ο μόνος τρόπος να μηδενίσει το κοντέρ - και να γίνει η απαιτούμενη επανεκκίνηση του συστήματος.
Επανεκκίνηση που αναμφίβολα θα περιλάβει δραστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, με έμφαση στον τραπεζικό και στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα. Και ίσως επιφέρει γενικότερες βελτιώσεις στον τρόπο κατανομής -και αξιοποίησης- του πλούτου..
Γ.Παπανικολάου