Μια σειρά παράγοντες δείχνει ότι η στενή σχέση του Έλληνα με το κεραμίδι δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει την επερχόμενη αξιοσημείωτη διολίσθηση των τιμών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπορικών τραπεζών, τα οποία επικαλείται πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων έχουν καταγράψει πτώση 13% περίπου κατά μέσο όρο από το 2009 μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Όμως, τα... στοιχεία των τραπεζών δεν βασίζονται αποκλειστικά σε αγοραπωλησίες που έλαβαν χώρα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αφού συνυπολογίζουν επίσης τις εκτιμήσεις των μηχανικών που συνδέονται με εγγραφή εξασφαλίσεων επί ακινήτων για άλλα δάνεια κ.τ.λ.
Επιπλέον, όλοι κατανοούμε, συμπεριλαμβανομένων των μηχανικών που κάνουν τις εκτιμήσεις των ακινήτων για λογαριασμό των πιστωτικών ιδρυμάτων, ότι οι τράπεζες δεν θα ήθελαν να δουν τις τιμές των σπιτιών που έχουν προσημειώσει να υποχωρούν σε μεγάλο βαθμό, καθότι αυτό συνεπάγεται κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για εκείνες.
Θεωρούμε λοιπόν ότι οι εκτιμήσεις των μεσιτών που παραπέμπουν σε συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη υποχώρηση των τιμών από το 2009 μέχρι σήμερα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Αν η πτώση των τιμών ανέρχεται στο 15%, ή 20%, ή 30%, ή περισσότερο είναι συζητήσιμο και προφανώς θα υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την τοποθεσία, την ποιότητα, το μέγεθος, την ηλικία του ακινήτου κ.τ.λ.
Πάντως, οι τιμές των διαμερισμάτων στην Ελλάδα δεν έχουν καταγράψει μείωση της τάξης του 50% και περισσότερο κατά μέσο όρο, που παρατηρείται στην Ιρλανδία από το 2007 μέχρι σήμερα.
Οι λόγοι μπορεί να είναι ποικίλοι.
Η οικονομία της Ιρλανδίας βρίσκεται σε ύφεση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με την Ελλάδα κι αυτό επιβαρύνει περισσότερο.
Επίσης, το ράλι των τιμών στην αγορά ακινήτων πριν ξεσπάσει η κρίση ήταν μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα οι τιμές να είναι πιο ευάλωτες στη συνέχεια.
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, υπάρχουν περισσότεροι για να συνεχιστεί η πτωτική τάση των τιμών στην εγχώρια αγορά οικιστικών ακινήτων.
Κατ’ αρχάς, το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Έλληνα θα συνεχίσει να συμπιέζεται, όπως όλα δείχνουν, την επόμενη χρονιά και πιθανόν τη μεθεπόμενη, για να μην πάμε ακόμη πιο πέρα.
Το φορολογικό περιβάλλον έχει γίνει πολύ πιο εχθρικό καθώς το κράτος έχει βάλει στο μάτι τα ακίνητα για να χρηματοδοτήσει μεγαλύτερο μέρος των δαπανών του.
Επίσης, η πιστωτική πολιτική των τραπεζών δεν πρόκειται να ξαναγίνει σαν εκείνη που ευνόησε την άνθηση της αγοράς οικιστικών ακινήτων την προηγούμενη δεκαετία.
Τα νούμερα δείχνουν ότι τα στεγαστικά δάνεια στη χώρα έχουν σκαρφαλώσει στο 36% του ΑΕΠ, πλησιάζοντας το 40% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη.
Επιπλέον, το απόθεμα των νεόδμητων και παλιών διαμερισμάτων προς πώληση δείχνει είτε να αυξάνεται είτε να έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλά νούμερα των 150.000 και άνω, ασκώντας πίεση στις τιμές.
Αν μάλιστα έχουν δίκιο εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί η τιμή ενός μέσου διαμερίσματος στη Γερμανία να είναι 2.000 ευρώ το τ.μ. και στην Ελλάδα ίδια ή υψηλότερη, υπονοώντας σημαντική υπερτίμηση, οι πιθανότητες περαιτέρω σημαντικής υποχώρησης των τιμών είναι αυξημένες.
Αναμφισβήτητα, η αγορά ακινήτων έχει δείξει αντοχή στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που περνά η χώρα.
Όμως, μια σειρά παράγοντες δείχνει ότι η στενή σχέση του Έλληνα με το κεραμίδι δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει μια αξιοσημείωτη διολίσθηση των τιμών..
dr.money