Ήσυχα-ήσυχα και διακριτικά, σχεδόν στις μύτες των ποδιών της, αγοράζει ολίγα ισπανικά ομόλογα εδώ, ολίγα ιταλικά ομόλογα εκεί, ίσα για να διατηρήσει τις δύο χώρες στις αγορές...
Φροντίζει, όμως, οι κινήσεις της να είναι τόσο «μετρημένες» όσο χρειάζεται για να παραμείνει αρκετά ακριβό το κόστος δανεισμού για αμφότερες τις χώρες αυτές, και άρα για να συνεχιστεί η πίεση προς τον πολιτικό τους κόσμο για μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά και ώστε να μη φανεί ότι... παραβιάζει ευθέως τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, που της απαγορεύουν να παίζει τον ρόλο «σωτήρα» κρατών με προβλήματα χρέους.
Ήτοι, τον ρόλο που προβλέπεται για κάθε κεντρική τράπεζα που σέβεται τον εαυτόν της: αυτόν «του δανειστή ύστατης καταφυγής».
Ο λόγος, φυσικά, για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία, αν και σχοινοβατεί στα όρια του νομίμου, μέσω των μέτρων που έχει προωθήσει την τελευταία διετία, αφενός για την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και αφετέρου για τη σταθεροποίηση της αγοράς χρήματος, παραμένει το μόνο ισχυρό «εργαλείο» της ευρωζώνης για την αποτροπή επέκτασης της παρούσας κρίσης.
Ούτως ή άλλως, οι πολιτικοί που κρατούν τα ηνία των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ έχουν επανειλημμένως αποδείξει ότι «δεν το έχουν», λαμβάνοντας αποφάσεις καθυστερημένα, οι οποίες ούτως ή άλλως αποδεικνύονται λίγες και αναποτελεσματικές.
Χαρακτηριστική του γεγονότος αυτού η χθεσινή τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών, στην οποία μεγαλούργησε για ακόμη μία φορά η τέχνη του συμβιβασμού καθώς μειώθηκε στα 150 δισ. ευρώ, από 200 δισ. ευρώ που είχαν αρχικά αποφασίσει οι Ευρωπαίοι ηγέτες, το ποσό που θα χορηγηθεί στο ΔΝΤ με στόχο τη στήριξη των κρατών της ευρωζώνης, τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους.
Μια απόφαση η οποία είχε ληφθεί για ακριβώς τους ίδιους λόγους για τους οποίους η ΕΚΤ δεν επιθυμεί να φανεί ότι παρεμβαίνει ανοιχτά υπέρ των παραπάνω κρατών, μέσω της αγοράς ομολόγων τους από τη δευτερογενή αγορά, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση της κείμενης κοινοτικής νομοθεσίας.
Δεν μπορούμε όμως να έχουμε αιωνίως «την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο».
Η εμμονή που έχει επιδείξει και εξακολουθεί να επιδεικνύει η Γερμανία στην άρνησή της για τη θεσμοθέτηση χρηματοοικονομικών εργαλείων όπως το ευρωομόλογο, ή στην επέκταση των καταστατικών αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, που σήμερα περιορίζονται στη διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδο κοντά, αλλά πάντως χαμηλότερο του 2%, ώστε αυτή να αναλάβει τον ρόλο μιας πραγματικής κεντρικής τράπεζας, βρίσκεται στο επίκεντρο των προβλημάτων που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ευρωζώνη.
Ίσως το αίτιο των προβλημάτων αυτών να ήταν η άφρων δημοσιονομική διαχείριση που επέδειξε μεγάλος αριθμός κρατών-μελών της ευρωζώνης, κατά το παρελθόν, αναμφίβολα, όμως, για την παράταση και την επέκταση της κρίσης ευθύνεται πρωτίστως η Γερμανία και δευτερευόντως η συνοδοιπόρος της, η Γαλλία.
Ο μακρύς δρόμος μέχρι την επίτευξη δημοσιονομικής «ορθότητας» αλά Γερμανικά, μέσω των ρυθμίσεων περί μηδενικών ή πλεονασματικών προϋπολογισμών που αποφάσισαν πρόσφατα οι ηγέτες της Ε.Ε. πλην της Βρετανίας, αφενός θα αργήσει να αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και αφετέρου απειλεί να παρασύρει σε ύφεση ολόκληρη την Ευρώπη.
Αν και ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι αυτός είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει τελικά στην πραγματική εξυγίανση των «βιβλίων», αυξάνοντας τη διαβόητη εμπιστοσύνη των αγορών προς την ευρωζώνη, κινδυνεύει να οδηγήσει στην ανέχεια εκατομμύρια πολίτες της στα κράτη-μέλη που εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας και σε διάλυση ολόκληρο το οικοδόμημα.
Η σταθερότητα τιμών που έχει προσφέρει η ΕΚΤ στην ευρωζώνη, περισσότερο από μία δεκαετία τώρα, είναι ίσως αξιοθαύμαστη.
Δίχως ρευστότητα όμως και συνεπακόλουθα ανάπτυξη είναι «μισή δουλειά»…
Ν.Γ.Δρόσος