Ακόμη και στη μάλλον απίθανη περίπτωση που το Eurogroup δώσει οριστική και πειστική απάντηση στο πρόβλημα της μεσοπρόθεσμης χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας σήμερα, δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες:
η πορεία για την σταθεροποίηση δεν τελειώνει.
...Μάλλον, μόλις αρχίζει.
Το κούρεμα του ελληνικού χρέους και το δεύτερο πακέτο έκτακτης δανειοδότησης με ευνοϊκούς όρους από τους εταίρους μας (ευνοϊκότερους και από αυτούς που πετυχαίναμε στις αγορές τις καλές μέρες), είναι το πρώτο βήμα ώστε να... διαλυθεί αυτό το σύννεφο αβεβαιότητας που έχει προκαλέσει ασφυξία στην οικονομία μας, αφού αποτρέπει τον οποιονδήποτε από το να επενδύσει στη χώρα.
Το δεύτερο και άμεσο βήμα που πρέπει να γίνει είναι φυσικά η συμμετοχή της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος στη διαδικασία του «κουρέματος», ώστε να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Σε τρίτη φάση, ενδεχομένως να απαιτηθεί για τον ίδιο σκοπό και η απομείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που κατέχουν οι κρατικοί δανειστές μας, αλλά αυτό είναι πολύ νωρίς ακόμη για να το συζητάμε (οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι και οι κυβερνήσεις τους θα επαναστατήσουν αν ζητήσουμε να μας χαρίσουν σε αυτή τη χρονική συγκυρία μέρος από τα χρήματα που μας δάνεισαν τα τελευταία δύο χρόνια).
Η επόμενη προϋπόθεση για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας είναι να αποφύγει η ευρωζώνη τη διπλή ύφεση, η οποία είναι πολύ πιθανό να εκδηλωθεί ακόμη και το τρέχον τρίμηνο. Αν κολλήσει η Ευρώπη στη λάσπη, θα είναι αδύνατον να ξεκολλήσει και η ελληνική οικονομία. Μάλλον η βύθιση μας θα είναι ολοκληρωτική σε μια τέτοια περίπτωση.
Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, ενδεχομένως να απαιτηθεί άμεσα η έκδοση ευρωομολόγων και η σαρωτική παρέμβαση της ΕΚΤ στην πρωτογενή αγορά κρατικού χρέους, για να ανασάνουν η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος και το Βέλγιο. Ο δρόμος της «ποσοτικής χαλάρωσης» που ακολούθησαν οι ΗΠΑ είναι καλό βραχυπρόθεσμο φάρμακο (δείτε τα νούμερα της ανεργίας και της ανάπτυξης στην Αμερική). Μόνο που οι Γερμανοί θα πρέπει να πειστούν να το καταπιούν.
Πέρα από το βραχυπρόθεσμο όμως, υπάρχει και το μεσο-μακροπρόθεσμο. Σε αυτό το σημείο, οι Γερμανοί έχουν δίκιο. Ίσως όχι τώρα, άμεσα, αλλά σίγουρα σύντομα, οι Ευρωπαϊκές οικονομίες οφείλουν να απεξαρτηθούν από τα δανεικά και να αναμορφώσουν την αγορά εργασίας τους και τα ασφαλιστικά τους συστήματα, ώστε να διασώσουν ό,τι μπορούν από το κοινωνικό τους κράτος, απέναντι στις πιέσεις που δέχονται από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ανατολής. Ενδεχομένως, θα καταστεί αναγκαία κάποια στιγμή και η επαναφορά προστατευτικών μέτρων, ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι ξένοι αναλυτές που γράφουν ότι η χώρα θα ωφεληθεί με τη δραχμή (Ρουμπινί, Κρούγκμαν, κλπ.), προφανώς δεν την έχουν ζήσει ποτέ, για να δουν το χάος που επικρατεί. Δραχμή, Κεϋνσιανές επικετατικές πολιτικές και συνεχείς υποτιμήσεις είχαμε και τη δεκαετία του 1980, αλλά ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης δεν ξεπέρασε το 0,75%.
Πενιχρό αποτέλεσμα, αν σκεφτεί κανείς ότι το τίμημα ήταν να τετραπλασιαστεί το εθνικό χρέος και να φτάσει το έλλειμμα μέχρι και το 16% του ΑΕΠ. Η υποτίμηση λοιπόν δεν είναι το πρόβλημά μας.
Το πρόβλημά μας είναι η αβεβαιότητα και η έλλειψη δανεικών.
Μετά την απαραίτητη εξάλειψη της ασάφειας για το μέλλον λοιπόν, με μία πειστική αναδιάρθρωση του χρέους και ένα δεύτερο πακέτο στήριξης, η οικονομία θα ανακάμψει μέσα σε λίγους μήνες. Αλλά η ανάκαμψη αυτή θα είναι ασθενής, ελλείψει δανεικών. Η Ελλάδα θα χρειαστεί λοιπόν και ένα «σχέδιο Μάρσαλ», τα χρήματα του οποίου θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργήσουν παραγωγικές δομές στη χώρα.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μεγάλο μέρος από τα 80 δισεκατομμύρια περίπου των κοινοτικών επιδοτήσεων που έχουμε λάβει από το 1981 μέχρι σήμερα πήγαν σε θαλασσοδάνεια, εκ των προτέρων καταδικασμένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, μίζες, ανούσια έργα και σκανδαλώδεις επιδοτήσεις. Το ίδιο λάθος δεν πρέπει να ξαναγίνει.
Γι΄ αυτό και, αν η Ευρώπη τελικά πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της για σχέδιο Μάρσαλ, δικαιούται και πρέπει να εποπτεύει τη διάθεση των χρημάτων.
Τους δικούς μας πολιτικούς, ή τουλάχιστον αυτούς που είχαμε μέχρι σήμερα, δεν τους εμπιστεύομαι..
Ν.Μαλεβίτης