Τους κινδύνους που κρύβει μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη αναλύουν σε άρθρο τους για το βρετανικό περιοδικό Economist οι πρώην κεντρικοί τραπεζίτες της Αργεντινής και του Μεξικό περιγράφοντας την ανάλογη εμπειρία της πρώτης.
Οι Μάριο Μπλέχερ και Γκιγιέρμο Ορτίς διαφωνούν με όσους χρησιμοποιούν το παράδειγμα της τόνωσης των εξαγωγών και της αποκατάστασης της ανάπτυξης στην Αργεντινή μετά την υποτίμηση του πέσο, όταν η χώρα εγκατέλειψε τη...σταθερή ισοτιμία με το δολάριο και κήρυξε πτώχευση. Όπως σημειώνουν, οι αναλυτές αυτοί υποβαθμίζουν το χάος που είχε μεσολαβήσει στη χώρα, το οποίο, όπως λένε, θα ήταν μεγαλύτερο στην ελληνική περίπτωση.
Εξηγούν ότι επί περισσότερο από ένα χρόνο υπήρχε ένα επίμονος τραπεζικός πανικός που κατανάλωσε τα 2/3 των αποθεμάτων συναλλάγματος της Αργεντινής. Η διαδικασία «πεσοποίησης» τραπεζικών κεφαλαίων, συμβολαίων, τιμών και μισθών είχε τεράστιες αναδιανεμητικές συνέπειες. Μία ανάλογη «δραχμοποίηση» δανείων και καταθέσεων στην Ελλάδα – και οι κινήσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών που θα ακολουθούσαν – θα ωφελούσαν τους τραπεζικούς οφειλέτες και θα έπλητταν τους καταθέτες οδηγώντας σε περαιτέρω κοινωνική αναταραχή, σημειώνουν οι κκ. Μπλέχερ και Ορτίς.
Προσθέτουν ότι τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα για την Ελλάδα μετά από αυτή τη νομισματική μετατροπή, καθώς στην Αργεντινή αρκετά συμβόλαια παρέμεναν σε πέσο, παρά την ευρεία χρήση του δολαρίου ως νομισματικής βάσης. Η επιστροφή σε ένα εντελώς νέο νόμισμα θα προκαλούσε «θάλασσα χρεοκοπιών» και οι ατελείωτες παραβιάσεις συμβολαίων θα άφηναν ένα ανεξάλειπτο στίγμα στο επενδυτικό περιβάλλον. «Η εξασφάλιση εμπιστοσύνης στη δραχμή σε περιβάλλον κρίσης θα ήταν μεγάλη πρόκληση… σχεδόν αδύνατη».
Οι δύο Λατινοαμερικανοί πρώην κεντρικοί τραπεζίτες σημειώνουν ότι όλες οι επιτυχείς δημοσιονομικές προσαρμογές στην ήπειρο έγιναν μέσω μεγάλων αρχικών υποτιμήσεων και μείωσης μισθών και εργατικού κόστους. Θεωρούν όμως ότι η Ελλάδα έχει κάτι που δεν είχε η Αργεντινή, δηλαδή ένα διεθνές θεσμικό πλαίσιο που μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς υποτίμηση.
Αυτό που κατά την άποψή τους πρέπει να γίνει είναι ένα πρόγραμμα για την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης που θα προβλέπει ότι η διαδικασία προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων απαιτεί πολλά χρόνια (περίπου δέκα). Η ανταγωνιστικότητα, γράφουν, θα έρθει ως αποτέλεσμα της προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, όχι ως προϋπόθεση παροχής στήριξης. Πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι θα απαιτηθεί οικονομική βοήθεια προς τη χώρα όσο οι αγορές θα παραμένουν κλειστές, ενώ έμφαση πρέπει να δοθεί και στην προσαρμογή του δημοσίου τομέα καθώς και στη μείωση των ονομαστικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα.