«Όλα μπορούν να συμβούν, αλλά πιστεύω ότι η πιο πιθανή εξέλιξη θα είναι θετική για την Ελλάδα και κατά συνέπεια για όλους μας», τόνισε ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι, μιλώντας στην πολιτική εκπομπή Piazza Pulita, του ιταλικού τηλεοπτικού καναλιού La7.
«Η Ελλάδα υπόκειται στους όρους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της... Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το να χάνεις την κυριαρχία σου διότι άλλοι σου λένε ότι σου δίνουν τα... λεφτά, αλλά αποφασίζουν αυτοί και όχι εσύ, είναι μια φοβερή ταπείνωση», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της κυβέρνησης της Ρώμης, «η Ελλάδα δεν είχε τον Ιταλό Πρόεδρο Ναπλιτάνο, ο οποίος είπε ότι δεν ήθελε νέες εκλογές και ότι έπρεπε να επιχειρηθεί η σύνθεση νέας κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων. Η απόφασή του αυτή και το μεγάλο αίσθημα ευθύνης των κομμάτων, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να μπορέσει να αποφύγει, η Ιταλία, την μοίρα της Ελλάδας», εκτιμά ο Μόντι.
«Τα να αποφύγουμε την έξοδο μιας χώρας από το Ευρώ, είναι προς το συμφέρον όλων, αρχίζοντας από την Γερμανία. Πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι η Γερμανία ευνοείται ιδιαίτερα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεν θέλω ούτε να αναφερθώ σε αυτού του είδους τα σενάρια, αλλά αν η Ιταλία έβγαινε από το ευρώ- με υποτίμηση της λιρέτας- αυτό θα αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για τις γερμανικές εξαγωγές», εξήγησε ο Ιταλός πρωθυπουργός και οικονομολόγος.
Σε ερώτηση του παρουσιαστή της εκπομπής του καναλιού La7 σχετικά με τις αιτίες της ελληνικής κρίσης, ο Μάριο Μόντι απάντησε:
«Μέχρι πριν λίγο καιρό, η Ελλάδα περνούσε μια θριαμβευτική φάση, έμοιαζε να είναι έτοιμη να ξεπεράσει την Ιταλία. Πίσω από όλα αυτά, όμως, υπήρχε ένα πολιτικό σύστημα που πουλούσε αυταπάτες στους πολίτες, μια κοινωνία των πολιτών που βασιζόταν στην φοροδιαφυγή, έλλειψη ανταγωνισμού, νεποτισμός, έλλειψη αξιοκρατίας, διαφθορά και αλλοίωση των στοιχείων της δημόσιας οικονομίας».
Τέλος σε ότι αφορά στα ευρωομόλογα, ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός, δήλωσε βέβαιος ότι «πρόκειται να υιοθετηθούν, έστω και αν αυτό δεν θα συμβεί μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες». Η πεποίθησή του αυτή οφείλεται και στο ότι «οι χώρες που εκφράσθηκαν υπέρ, στην τελευταία ευρωπαϊκή Σύνοδο, ήταν περισσότερες από εκείνες που τάχθηκαν κατά της προοπτικής αυτής».