Για την κ. Λαγκάρντ του ΔΝΤ, τον κ. Μπαρόζο της ΕΕ και τον κ. Ασμούσεν της ΕΚΤ η Λετονία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας.
Είναι όμως έτσι;
Είθισται όταν ένα οικονομικό υπόδειγμα δεν επιτυγχάνει τους στόχους του οι εμπνευστές του να αναζητούν δικαιολογίες αντί να παραδεχθούν τα σφάλματά τους και να τα διορθώσουν.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, η δικαιολογία των.. εμπνευστών και των υποστηρικτών του μνημονίου Ι ήταν η μη υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων.
Λες κι αν οι Έλληνες πολιτικοί, τα συνδικάτα, οι επαγγελματικές οργανώσεις και η δημόσια διοίκηση ομονοούσαν και υλοποιούνταν εγκαίρως όσες διαρθρωτικές αλλαγές δεν έχουν γίνει επί δεκαετίες η χώρα θα έβγαινε στις αγορές για να δανειστεί με λογικά επιτόκια μέχρι τον Μάρτιο του 2012 που ήταν ο βασικός στόχος του πρώτου μνημονίου.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα όποια θετικά αποτελέσματα που οι μεταρρυθμίσεις θα είχαν στη διαμόρφωση ενός καλύτερου επιχειρηματικού κλίματος, είμαστε πεπεισμένοι ότι κανένας δεν θα δάνειζε μια χώρα με εκτιμώμενο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ στο 150%-160% στα τέλη του 2011.
Όμως, οι ξένοι εμπνευστές του ελληνικού οικονομικού υποδείγματος προσαρμογής φαίνεται ότι βρήκαν στη Λετονία, τη μικρή χώρα της Βαλτικής, το πετυχημένο παράδειγμα που αναζητούσαν.
Όμως, μια ματιά στην πορεία της οικονομίας και κυρίως των προγραμμάτων προσαρμογής των δύο χωρών δείχνει δύο σημαντικές διαφορές:
Πρώτον, τα οικονομικά προγράμματα δεν είναι ίδια, ιδίως σε θέματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεύτερον, κάθε χώρα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν εν μέρει τον βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας κάθε προγράμματος.
Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Η δημοσιονομική προσαρμογή της Λετονίας βασίστηκε κυρίως στη μείωση των δαπανών και όχι στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, όπως στην Ελλάδα, ενώ δεν τέθηκε θέμα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ευρώ.
Στη Λετονία το 29% των δημοσίων υπαλλήλων απολύθηκε ευθύς εξαρχής και οι αποδοχές όσων έμειναν μειώθηκαν μονομιάς 25% - 30% κατά μέσο όρο, ενώ οι συντάξεις πάγωσαν.
Αντίθετα, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα δεν έγιναν, ενώ οι μειώσεις των αποδοχών τους έγιναν τμηματικά τη διετία 2010-2011.
Φυσικά, σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ο δημόσιος τομέας στη Λετονία ήταν συγκριτικά μικρότερος, οπότε η επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα ήταν μικρότερη.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Λετονίας υποχώρησε στο 3,5% του ΑΕΠ το 2011 από 9,8% το 2009.
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό έλλειμμα υποχώρησε στο 9,1% του ΑΕΠ το 2011 από 15,6% περίπου το 2009.
Κοινώς, η μείωση του ελλείμματος σε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ των ετών 2009 και 2011 είναι παρόμοια στις δύο χώρες.
Όμως, το ελληνικό έλλειμμα παραμένει πολύ μεγαλύτερο ως ποσοστό του ΑΕΠ γιατί ξεκίνησε από πολύ υψηλότερα επίπεδα και είναι φυσικό η δημοσιονομική προσαρμογή να μην κρίνεται ικανοποιητική από τη στιγμή όπου το έλλειμμα απέχει πολύ από το όριο του 3%.
Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι η Λετονία είχε μικρό δημόσιο χρέος όταν ενέσκηψε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην προκληθούν προβλήματα από τις ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών που ακολούθησαν και τις οποίες μερικοί συνέδεσαν με καταθέσεις ρωσικών συμφερόντων.
Το δημόσιο χρέος της βαλτικής χώρας των 2 εκατ. κατοίκων ήταν στο 9% του ΑΕΠ το 2007, για να ακολουθήσει μια έντονη ανοδική πορεία που το έφερε στο 44,7% το 2010.
Επίσης, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα στη Λετονία δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα αφού οι εταιρείες επέλεξαν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα, προχωρώντας σε απολύσεις αντί να τους μειώσουν.
Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, που η μέση μείωση των αποδοχών των απασχολουμένων στην οικονομία της Λετονίας ανήλθε σε 13,5% το 2009 και στο 4,3% το 2010, ενώ οι αποδοχές αυξήθηκαν κατά 3% το 2011 και προβλέπεται να αυξηθούν ανάλογα τη φετινή χρονιά.
Ούτε ασφαλώς εκπλήσσει η τροχιά του μέσου ετήσιου ποσοστού ανεργίας που σκαρφάλωσε στο 17,1% το 2009 και στο 18,7% το 2010, πριν υποχωρήσει στο 16,1% το 2011 από 7,5% το 2008.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ένα μέρος των νεότερων Λετονών μετανάστευσε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για δουλειά αμβλύνοντας την πίεση στο μέτωπο της ανεργίας.
Επίσης, η μεγάλη μέση αύξηση των αποδοχών των μισθωτών κατά 15% σε πραγματικούς όρους την περίοδο 2002-2008 ίσως εξηγεί τις περιορισμένες κοινωνικές αντιδράσεις στις περικοπές.
Αναλυτές συμφωνούν ότι τον πιο καθοριστικό ρόλο προς την ίδια κατεύθυνση έπαιξε η επιθυμία του λαού και της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας να υιοθετήσουν το ευρώ τα επόμενα χρόνια.
Όλοι αυτοί αποδέχθηκαν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της εσωτερικής υποτίμησης έναντι της εναλλακτικής πρότασης για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος (λατς).
Στη χώρα μας, το 75%-85% του λαού εμφανίζεται να επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ, αλλά η πλειονότητα δεν δείχνει να αποδέχεται το κόστος της εσωτερικής υποτίμησης με βάση τις εκλογικές προτιμήσεις της 6ης Μαΐου.
Σε λίγες μέρες θα γνωρίζουμε αν το τελευταίο έχει αλλάξει και σε ποιον βαθμό.
Όμως, σίγουρα οι πολιτικοκοινωνικές συμμαχίες στην Ελλάδα δεν έχουν σχέση με τις αντίστοιχες στη Λετονία.
Ούτε φυσικά το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής και πολιτικής εισοδημάτων στον ιδιωτικό τομέα που έχει εφαρμοστεί στις δύο χώρες.
Ούτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας όπως το χαμηλό δημόσιο χρέος της Λετονίας σε σχέση με το υπέρογκο της Ελλάδας και η διαφορετική αφετηρία για τη μείωση του ελλείμματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συσχέτιση μεταξύ των οικονομικών υποδειγμάτων προσαρμογής των δύο χωρών είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που οι εκπρόσωποι των πιστωτών θέλουν να πιστεύουν.
Επομένως, οι τελευταίοι θα ήταν καλύτερο να αποδεχθούν την αλλαγή ορισμένων σημαντικών παραμέτρων του μοντέλου προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αντί να αναζητούν κάποια χώρα, όπως η Λετονία, για να αποδείξουν στους εαυτούς τους και σε άλλους ότι το υπόδειγμα είναι πετυχημένο και δεν χρειάζεται αναπροσαρμογή.
Dr.Money