Στο διάστημα Οκτωβρίου 2008-Οκτωβρίου 2011 ,σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαικής Επιτροπής,το κόστος των μέτρων στήριξης των τραπεζών και των εγγυήσεων που δόθηκαν από κράτη της Ένωσης ανήλθε σε 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ(!!!), ήτοι στο 37% του ΑΕΠ της Ένωσης, παρασύροντας ορισμένα κράτη στη χρεοκοπία (όπως η Ιρλανδία) και άλλα στην ύφεση και στον υπερδανεισμό.
Είναι κοινό πλέον μυστικό ότι η τρέχουσα κρίση στην Ευρώπη και ευρύτερα στην παγκόσμια οικονομία ξεκίνησε το 2008. Κι αν αφορμή ήταν τα «δομημένα στεγαστικά δάνεια», που τιμώρησαν την απληστία των τραπεζιτών, αιτία ήταν η ανεξέλεγκτη.... μεγέθυνση του «ρίσκου» στον διεθνή τραπεζικό τομέα.
Η άποψη των νεοφιλελεύθερων ότι «οι αγορές αυτορρυθμίζονται» χρεοκόπησε το 2008, παρασύροντας μαζί της σχεδόν όλο τον τραπεζικό τομέα. Το επόμενο θύμα ήταν βεβαίως τα ίδια τα κράτη, που υποχρεώθηκαν να προσφέρουν τεράστια ποσά για τη διάσωση όχι των τραπεζιτών, αλλά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι στο διάστημα Οκτωβρίου 2008 - Οκτωβρίου 2011 το κόστος των μέτρων στήριξης των τραπεζών και των εγγυήσεων που δόθηκαν από κράτη της Ένωσης ανήλθε σε 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι στο 37% του ΑΕΠ της Ένωσης, παρασύροντας ορισμένα κράτη στη χρεοκοπία (όπως η Ιρλανδία) και άλλα στην ύφεση και στον υπερδανεισμό.
Αυτή είναι όμως η μία μόνο όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά την αθρόα προσφορά χρήματος εκ μέρους των «ιδιωτών επενδυτών», με πρωταγωνιστές και πάλι τις τράπεζες, για τη χρηματοδότηση των κρατών, τα προηγούμενα χρόνια.
Ασφαλώς η Ελλάδα επιδόθηκε σε ένα «τρελό πάρτι» υπερδανεισμού, που τελικά την κατέστρεψε, με ευθύνη των κυβερνήσεών της. Υπήρχε ωστόσο και αντισυμβαλλόμενος: Οι τραπεζίτες που πρόθυμα προσέφεραν στις δημοπρασίες «επιτόκια Γερμανίας» σε μια χώρα που είχε τόση σχέση με τη Γερμανία όσο ο… φάντης με το ρετσινόλαδο. Κι αυτό χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση ότι οι άλλες χώρες θα καλύψουν την Ελλάδα. Τουναντίον, υπήρχαν συμφωνίες περί του… αντιθέτου!
Η Ελλάδα είναι ίσως το πιο οικείο παράδειγμα, δεν είναι όμως το μόνο! Το όργιο «μόχλευσης» και υπερδανεισμού ήταν παγκόσμιο, αφορούσε κράτη και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα περίφημα leveraged buy out του πρόσφατου παρελθόντος), ακόμη και τους απλούς ιδιώτες καταναλωτές. Στηριζόταν δε σε μια μεταλλαγμένη εκτίμηση του «ρίσκου», αναντίστοιχη με οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο, αν λάβουμε υπ' όψιν μας ότι ήταν «κανόνας» αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες να έχουν μόχλευση έως και 40-50 φορές τα ίδια κεφάλαιά τους.
Είναι μάλλον ενδεικτικό της ισχύος του διεθνούς τραπεζικού συστήματος ότι το «κούρεμα» των χρεών για τους ιδιώτες επενδυτές του ελληνικού χρέους έγινε δύο χρόνια μετά την υπογραφή του περίφημου πρώτου μνημονίου.
Ενδεικτικό, αλλά όχι παράξενο, με δεδομένο ότι έως και σήμερα, για λόγους προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (που είναι όντως απαραίτητο στις οικονομίες), σε πλήρη αντίθεση με τα τραπεζικά κέρδη, οι ζημίες των τραπεζών, όταν ξεπεράσουν τα όρια της επιβίωσης… κοινωνικοποιούνται και πληρώνονται από τους φορολογούμενους.
Αυτήν την κατάσταση επιχειρεί σήμερα να αλλάξει η οδηγία της Κομισιόν, που παρουσιάστηκε χθες και αφορά τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων και αποφυγής διασώσεων στον τραπεζικό τομέα.
Για πρώτη φορά, προβλέπεται ότι οι ίδιες οι τράπεζες θα πρέπει να συνεισφέρουν επί ετήσιας βάσης σε «ταμεία εξυγίανσης», τα οποία σε πρώτη φάση θα είναι εθνικά και στη συνέχεια ένα ταμείο υπερεθνικό. Για πρώτη φορά προβλέπεται εξαρχής όχι μόνο η «διάχυση» των μετοχικών συμφερόντων, αλλά και το κούρεμα των κατόχων τραπεζικών ομολογιών, ακόμη και των καταθετών, στον βαθμό που ξεπερνιέται το όριο ατομικής «εγγύησης» των καταθέσεων, ήτοι στην Ευρώπη είναι 100.000 ευρώ κατά κεφαλήν.
Προβλέπονται και άλλα μέτρα (αξίζει να διαβάσετε εδώ αναλυτικά το κείμενο) όπως ο διορισμός ειδικού μάνατζερ με υπερεξουσίες, ο περιορισμός των δικαιωμάτων της γενικής συνέλευσης, υποχρεωτικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.
Όλα αυτά όμως έχουν ως βασικό στόχο να μην κινδυνέψει το ίδιο το «σύστημα», και κυρίως να μην επιβαρυνθεί ξανά ο φορολογούμενος, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.
Κι αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, των οιονεί ψηφοφόρων, που υποχρεώνει τους πολιτικούς να κινηθούν. Το ερώτημα είναι πόσο «κατόπιν εορτής» κινήθηκαν.
Οι προβλέψεις του κειμένου που αναφέραμε δεν αναμένεται να υλοποιηθούν πριν από το 2015, ενώ οι διαβουλεύσεις για τον προληπτικό περιορισμό της μόχλευσης των τραπεζών παραμένουν σε επίπεδο θεωρίας. Οι ισπανικές τράπεζες όμως πρέπει να διασωθούν τώρα, ενώ και η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη. Ουδείς δεν γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί τους επόμενους μήνες.
Υπό αυτό το πρίσμα, το 2015 φαντάζει… μακρινό!
Γ.Παπανικολάου