Θέλω να μιλήσω για την περίοδο της τελευταίας διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ σε προσωπικό επίπεδο.
Σαν οικονομολόγος με εξειδίκευση στα διεθνή χρηματοοικονομικά και με πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία στις αγορές αλλά και με βαθιά συναισθηματική σχέση με το ΠΑΣΟΚ της νεότητας μου αποδέχτηκα την πρόσκληση φίλων, επώνυμων πολιτικών και συμμετείχα στον κύκλο των συμβούλων του τομέα οικονομίας στην περίοδο μετά την επανεκλογή του ΓΑΠ και μέχρι και πρώτο εξάμηνο της κυβερνητικής περιόδου.
Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά ζητήματα αυτής της περιόδου που ο δημόσιος διάλογος δεν τα έχει ακουμπήσει. Πρέπει να καταλάβουμε τι συνέβη, ποιες ήταν οι... επιλογές μας και τι δεν κάναμε καλά. Εξ αλλού, το πρόβλημα του φθινόπωρου του 2009 είναι στην ουσία το ίδιο με το σημερινό, μόνο που σήμερα είναι σε πολύ πιο οξεία μορφή. Το πρόβλημα ήταν και παραμένει πως η απαραίτητη επιστροφή σε μακροοικονομικές ισορροπίες μπορεί να συνδυαστεί με αναπτυξιακή προοπτική και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην κοινωνία και ιδιαίτερα στις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις.
Δεν θα μιλήσω για τα προφανή, ότι δεν σηκώσαμε λεφτά όταν μπορούσαμε, για τις ¨παιδικές¨ δηλώσεις προς τις αγορές, για τα μέτρα που δεν πάρθηκαν εξ αρχής όταν και έπρεπε, για την μη αξιοποίηση της τεράστιας διαπραγματευτικής δύναμης της χώρας την στην περίοδο του πρώτου μνημονίου, για την μη λήψη αμέσων μέτρων για τον περιορισμό του ελλείμματος. Η κριτική μου δεν απευθύνεται μόνο στους δικούς μας , την τότε ηγεσία του υπουργείου οικονομικών αλλά και τους οργανισμούς που επέβαλαν πολιτικές με κατά την γνώμη μου ελάχιστη κατανόηση της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Τι θα έπρεπε να είχαμε κάνει. Είναι προφανές ότι θα έπρεπε να είχαμε κτίσει την στρατηγική μας με επίκεντρο την αξιοποίηση που υγιούς τμήματος της ελληνικής οικονομίας, συγκεκριμένα, του πλούτου της χώρας και την ισχυρής τότε καθαρής αλλά και δανειοληπτικής θέσης του ιδιωτικού τομέα.
Κατ αρχήν, η τότε νέα κυβέρνηση δεν έπρεπε να σπεύσει στην ανακοίνωση του ελλείμματος της τάξης του 15% πριν πάρει μέτρα και πριν κτίσει σχέση εμπιστοσύνης με τις αγορές. Η ανακοίνωση κάποια στιγμή ενός ελλείμματος όσο μεγάλου και αν είναι όταν έχει ήδη κερδηθεί η μάχη της εμπιστοσύνης είναι μια εξέλιξη διαχειρίσιμη που δεν συνεπάγεται αυτόματη έξοδο από τις αγορές . Όταν το 15% είναι χθες, το 11% είναι σήμερα και το 7% αύριο, είσαι καλά, πείθεις, στηρίζεσαι και χρηματοδοτείσαι. Από την άλλη πλευρά, δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να σπεύσουμε εμείς να τα βγάλουμε όλα στην φόρα όταν όλοι χειραγωγούσαν τις ανακοινώσεις των στοιχείων προς τις αγορές. Το σκάσιμο της φούσκας άφησε τεράστιες τρύπες σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και φυσικά κυβερνήσεις. Επελέγη από όλους μια διαχείριση και των προβλημάτων και των πληροφοριών σε σταδιακή και όχι «με την μια» μορφή. Αυτό θα έπρεπε να κάνουμε και εμείς.
Πέρα από τους επικοινωνιακούς χειρισμούς, η τότε νέα κυβέρνηση θα έπρεπε να πάρει άμεσα μέτρα περιορισμού της κρατικής δαπάνης και να προχωρήσει σε αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Θα έπρεπε να εισάγει στο τότε ανοδικής δυναμικής χρηματιστήριο τμήματα της δημόσιας περιουσίας και για να διασφαλίσει ρευστότητα και για να χρησιμοποιήσει τις εισηγμένες αξίες σαν εγγύηση για αναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής του χρέους . Η ανάγκη, άρα και στόχος ήταν σαφείς, γενναία επέκταση του μέσου χρονικού ορίζοντα αποπληρωμής του χρέους και διαμόρφωση των ετήσιων δόσεων σε επίπεδα συμβατά με τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.
Πίστευα και πρότεινα την δημιουργία μιας εθνικής επενδυτικής εταιρείας με την ένταξη σε αυτή όλων των περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τωρινών αλλά και μελλοντικών (π.χ. ΑΟΖ). Το ενεργητικό αυτής της εταιρείας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την σταθεροποίηση της οικονομίας, σαν μοχλός δηλ στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας αλλά κυρίως αναπτυξιακά. Η εταιρία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κατά τομείς ενεργητικό της για να βρει συνεταίρους στην διεθνή αγορά που θα συνεισέφεραν ρευστότητα και τεχνογνωσία για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου ενεργητικού.
Με δυο λόγια οι προτάσεις αυτές ήταν ενταγμένες σε μια προσέγγιση ήπιας προσαρμογής. Δίκην περίληψης, οι τρεις άξονες αυτής της προσέγγισης ήταν η έλεγχος των ελλειμμάτων όχι μέσω φόρων αλλά μέσω ήπιας και σταδιακής μείωσης των δαπανών και καταπολέμησης της σπατάλης, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για ανάπτυξη, διαχείριση του χρέους και ρευστότητα και τέλος η έμφαση στις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα που θα μπορούσε θωρακισμένος πλέον από την κρίση ρευστότητας του δημοσίου να σηκώσει το βάρος της ανάπτυξης και της αντιμετώπισης των πιέσεων στην αγορά εργασίας.,
Και φτάσαμε στο μνημόνιο....
Το μνημόνιο με τους δανειστές μας ήταν λάθος όχι μόνο στην εφαρμογή του, και για αυτό οι ευθύνες είναι αποκλείστηκα της ελληνικής πλευράς, αλλά και στην σύλληψη του που συνιστά ευθύνη κυρίως των δανειστών.
H Ελλάδα αντιμετωπίσθηκε σαν μια χρεωκοπημένη οικονομία πού μέσα από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης θα αποκτούσε δημοσιονομική ισορροπία και ανταγωνιστικότητα. Δεν είναι έτσι όμως.
Το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε όντως κρίση ρευστότητας λόγω αποκλεισμού από τις αγορές με αποτέλεσμα να μην επαρκούν τα κρατικά εισοδήματα για την λειτουργία του κράτους και την εξυπηρέτηση του χρέους. Δεν ήταν χρεωκοπημένο όμως.
Η αξία της δημόσιας περιουσίας ήταν μεγαλύτερη από το δημόσιο χρέος. Πολύ περισσότερο, σε επίπεδο εθνικής οικονομίας. η συνολική αξία δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από το συνολικό χρέος δημόσιου και ιδιωτών ενώ ο ιδιωτικός τομέας και ιδιαίτερα οι τράπεζες δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα πρόσβασης στις αγορές. Αυτή η ισορροπία είναι ασταθής, όμως.
Είτε ο πλούτος της χώρας θα βοηθούσε να αντιμετωπισθεί η κρίση ρευστότητας είτε η κρίση ρευστότητας θα απαξίωνε τον εθνικό πλούτο, δημόσιο και ιδιωτικό. Δυστυχώς έγινε το πρώτο.
Η βίαια και συνεχής συρρίκνωση των εισοδημάτων στα πλαίσια της εσωτερικής υποτίμησης επέφερε βίαια και ανεξέλεγκτη οικονομική ύφεση, διέλυσε τα έσοδα και κατά συνέπεια και τις αξίες.
Η αξία των ελληνικών ομολόγων μηδενίστηκε ενώ η αξία των μετοχών έπεσε πέντε με έξι φορές από το φθινόπωρο του 2009. Η ρευστότητα σε όλες τις αγορές περιουσιακών στοιχείων εξαφανίστηκε.
Η χώρα φτώχυνε και χρεοκόπησε.
Το φάρμακο αποδείχτηκε χειρότερο από την αρρώστια.
Το ελληνικό πρόγραμμα είναι ίσως το μόνο πρόγραμμα του ΔΝΤ χωρίς αναπτυξιακή διάσταση.
Υποτίμηση του εθνικού νομίσματος η/και κούρεμα χρέους είναι δυο βασικές συνταγές πού συνοδεύοuν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης προκειμένου να περιορίσουν τις συνέπειες της ύφεσης που κάθε δημοσιονομική εξυγίανση προκαλεί και να αναβαθμίσουν την εθνική ανταγωνιστικότατα με ενίσχυση των εξαγωγικών, διεθνώς ανταγωνιστικών τομέων,
Στην περίπτωση της Ελλάδας η υποτίμηση δεν έμπαινε καν στο τραπέζι λέγω του κοινού νομίσματα και το κούρεμα αποκλείσθηκε τόσο για τους σωστούς όσο και για τους λάθος λόγους.
Ένα μέτρο που κατά την γνώμη μου μπορούσε να παρθεί, ήταν δημιουργία μιας «ΚΑΛΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» με συμμετοχή του δημοσίου, των δανειστών η καλύτερα μεγάλης ξένης τράπεζας. Τα ταμεία αλλά και οι ιδιωτικές τράπεζες θα μπορούσαν να είναι μέτοχοι επίσης. Μια τέτοια τράπεζα ξεκινώντας με μηδέν χαρτοφυλάκιο δεν θα υφίστατο τις συνέπειες της ύφεσης όπως οι άλλες τράπεζες.
Δίνοντας το βάρος στην χρηματοδότηση του υγιούς ιδιωτικού, κυρίως επιχειρηματικού τομέα, θα κράταγε την υγιή επιχειρηματικότητα ζωντανή και θα περιόριζε σημαντικά το βάθος της ύφεσης αλλά των επιπτώσεων στον υπόλοιπο τραπεζικό τομέα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν έγινε μια σοβαρή προσπάθεια σ αυτή την κατεύθυνση.
Το πρόβλημα δεν ήταν βεβαίως ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις δεν είχαν την τύχη μιας σοβαρής αξιολόγησης. Τ ο πρόβλημα ήταν η συστημική αντιμετώπιση. Η χώρα μπήκε σε μια εθνική περιπέτεια έτσι, στην πλάκα, με μηδενικό εθνικό διάλογο, με μη αξιοποίηση ακόμα και κρατικού θεσμικού δυναμικού όπως των ανθρώπων του ΚΕΠΕ. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε πως φτάσαμε στο μνημόνιο, ποιοι το συνέλαβαν σαν μοντέλο οικονομικής πολιτικής και ποιοι το διατύπωσαν σε ολοκληρωμένο κείμενο. Είναι ντροπή όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τους τρεις διεθνείς οργανισμούς που ξεκίνησαν με τρόπο επιπόλαιο και αντιδημοκρατικό κατά την γνώμη ένα πείραμα πολιτικής που κατέληξε σε εφιάλτη για την Ελλάδα και βασικό παράγοντα αποσταθεροποίησης της διεθνούς οικονομίας.
Η λεγόμενη επικοινωνία δεν είναι υποκατάστατο για την πολιτική πολύ περισσότερο για την οικονομική πολιτική που υπόκειται σε μαθηματικούς νόμους. Μπορείς να κερδίσεις τις επικοινωνιακές μάχες να θεοποιήσεις τον εαυτό σου και τις ιδέες σου και να δυσφημήσεις τους αντιπάλους σου και τις ιδέες τους. Στο τέλος όμως είσαι τόσο καλός η τόσο κακός όσο και οι πολιτικές που στήριξες…….. έτσι απλά.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν βρίσκεται στην έλλειψη λύσεων, ακόμα και στην έλλειψη πόρων.
Λύσεις υπάρχουν, άνθρωποι υπάρχουν και ναι...και λεφτά μπορεί να βρεθούν.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο να ξεφύγουμε από τον σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, που συνοψιζόταν στο ποια παρέα θα επικρατήσει για να κάνει τα δικά της.
Ο βασικότερος παραγωγικός συντελεστής δεν είναι ούτε το κεφάλαιο ούτε οι φυσικοί πόροι, είναι οι πρακτικές και η κουλτούρα διακυβέρνησης. Όταν αυτή αλλάξει η χώρα και η ζωη μας θα αλλάξει και πολύ πιο γρήγορα από ότι νομίζουμε.
Διαφορετικά…
Σαν οικονομολόγος με εξειδίκευση στα διεθνή χρηματοοικονομικά και με πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία στις αγορές αλλά και με βαθιά συναισθηματική σχέση με το ΠΑΣΟΚ της νεότητας μου αποδέχτηκα την πρόσκληση φίλων, επώνυμων πολιτικών και συμμετείχα στον κύκλο των συμβούλων του τομέα οικονομίας στην περίοδο μετά την επανεκλογή του ΓΑΠ και μέχρι και πρώτο εξάμηνο της κυβερνητικής περιόδου.
*Άρθρο του κ.Μέμου Κολιάτσου, οικονομολόγου
Διδάκτωρος διεθνούς οικονομίας πανεπιστημίου Columbia.Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά ζητήματα αυτής της περιόδου που ο δημόσιος διάλογος δεν τα έχει ακουμπήσει. Πρέπει να καταλάβουμε τι συνέβη, ποιες ήταν οι... επιλογές μας και τι δεν κάναμε καλά. Εξ αλλού, το πρόβλημα του φθινόπωρου του 2009 είναι στην ουσία το ίδιο με το σημερινό, μόνο που σήμερα είναι σε πολύ πιο οξεία μορφή. Το πρόβλημα ήταν και παραμένει πως η απαραίτητη επιστροφή σε μακροοικονομικές ισορροπίες μπορεί να συνδυαστεί με αναπτυξιακή προοπτική και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην κοινωνία και ιδιαίτερα στις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις.
Δεν θα μιλήσω για τα προφανή, ότι δεν σηκώσαμε λεφτά όταν μπορούσαμε, για τις ¨παιδικές¨ δηλώσεις προς τις αγορές, για τα μέτρα που δεν πάρθηκαν εξ αρχής όταν και έπρεπε, για την μη αξιοποίηση της τεράστιας διαπραγματευτικής δύναμης της χώρας την στην περίοδο του πρώτου μνημονίου, για την μη λήψη αμέσων μέτρων για τον περιορισμό του ελλείμματος. Η κριτική μου δεν απευθύνεται μόνο στους δικούς μας , την τότε ηγεσία του υπουργείου οικονομικών αλλά και τους οργανισμούς που επέβαλαν πολιτικές με κατά την γνώμη μου ελάχιστη κατανόηση της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Τι θα έπρεπε να είχαμε κάνει. Είναι προφανές ότι θα έπρεπε να είχαμε κτίσει την στρατηγική μας με επίκεντρο την αξιοποίηση που υγιούς τμήματος της ελληνικής οικονομίας, συγκεκριμένα, του πλούτου της χώρας και την ισχυρής τότε καθαρής αλλά και δανειοληπτικής θέσης του ιδιωτικού τομέα.
Κατ αρχήν, η τότε νέα κυβέρνηση δεν έπρεπε να σπεύσει στην ανακοίνωση του ελλείμματος της τάξης του 15% πριν πάρει μέτρα και πριν κτίσει σχέση εμπιστοσύνης με τις αγορές. Η ανακοίνωση κάποια στιγμή ενός ελλείμματος όσο μεγάλου και αν είναι όταν έχει ήδη κερδηθεί η μάχη της εμπιστοσύνης είναι μια εξέλιξη διαχειρίσιμη που δεν συνεπάγεται αυτόματη έξοδο από τις αγορές . Όταν το 15% είναι χθες, το 11% είναι σήμερα και το 7% αύριο, είσαι καλά, πείθεις, στηρίζεσαι και χρηματοδοτείσαι. Από την άλλη πλευρά, δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να σπεύσουμε εμείς να τα βγάλουμε όλα στην φόρα όταν όλοι χειραγωγούσαν τις ανακοινώσεις των στοιχείων προς τις αγορές. Το σκάσιμο της φούσκας άφησε τεράστιες τρύπες σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και φυσικά κυβερνήσεις. Επελέγη από όλους μια διαχείριση και των προβλημάτων και των πληροφοριών σε σταδιακή και όχι «με την μια» μορφή. Αυτό θα έπρεπε να κάνουμε και εμείς.
Πέρα από τους επικοινωνιακούς χειρισμούς, η τότε νέα κυβέρνηση θα έπρεπε να πάρει άμεσα μέτρα περιορισμού της κρατικής δαπάνης και να προχωρήσει σε αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Θα έπρεπε να εισάγει στο τότε ανοδικής δυναμικής χρηματιστήριο τμήματα της δημόσιας περιουσίας και για να διασφαλίσει ρευστότητα και για να χρησιμοποιήσει τις εισηγμένες αξίες σαν εγγύηση για αναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής του χρέους . Η ανάγκη, άρα και στόχος ήταν σαφείς, γενναία επέκταση του μέσου χρονικού ορίζοντα αποπληρωμής του χρέους και διαμόρφωση των ετήσιων δόσεων σε επίπεδα συμβατά με τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.
Πίστευα και πρότεινα την δημιουργία μιας εθνικής επενδυτικής εταιρείας με την ένταξη σε αυτή όλων των περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τωρινών αλλά και μελλοντικών (π.χ. ΑΟΖ). Το ενεργητικό αυτής της εταιρείας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την σταθεροποίηση της οικονομίας, σαν μοχλός δηλ στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας αλλά κυρίως αναπτυξιακά. Η εταιρία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κατά τομείς ενεργητικό της για να βρει συνεταίρους στην διεθνή αγορά που θα συνεισέφεραν ρευστότητα και τεχνογνωσία για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου ενεργητικού.
Με δυο λόγια οι προτάσεις αυτές ήταν ενταγμένες σε μια προσέγγιση ήπιας προσαρμογής. Δίκην περίληψης, οι τρεις άξονες αυτής της προσέγγισης ήταν η έλεγχος των ελλειμμάτων όχι μέσω φόρων αλλά μέσω ήπιας και σταδιακής μείωσης των δαπανών και καταπολέμησης της σπατάλης, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για ανάπτυξη, διαχείριση του χρέους και ρευστότητα και τέλος η έμφαση στις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα που θα μπορούσε θωρακισμένος πλέον από την κρίση ρευστότητας του δημοσίου να σηκώσει το βάρος της ανάπτυξης και της αντιμετώπισης των πιέσεων στην αγορά εργασίας.,
Και φτάσαμε στο μνημόνιο....
Το μνημόνιο με τους δανειστές μας ήταν λάθος όχι μόνο στην εφαρμογή του, και για αυτό οι ευθύνες είναι αποκλείστηκα της ελληνικής πλευράς, αλλά και στην σύλληψη του που συνιστά ευθύνη κυρίως των δανειστών.
H Ελλάδα αντιμετωπίσθηκε σαν μια χρεωκοπημένη οικονομία πού μέσα από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης θα αποκτούσε δημοσιονομική ισορροπία και ανταγωνιστικότητα. Δεν είναι έτσι όμως.
Το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε όντως κρίση ρευστότητας λόγω αποκλεισμού από τις αγορές με αποτέλεσμα να μην επαρκούν τα κρατικά εισοδήματα για την λειτουργία του κράτους και την εξυπηρέτηση του χρέους. Δεν ήταν χρεωκοπημένο όμως.
Η αξία της δημόσιας περιουσίας ήταν μεγαλύτερη από το δημόσιο χρέος. Πολύ περισσότερο, σε επίπεδο εθνικής οικονομίας. η συνολική αξία δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από το συνολικό χρέος δημόσιου και ιδιωτών ενώ ο ιδιωτικός τομέας και ιδιαίτερα οι τράπεζες δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα πρόσβασης στις αγορές. Αυτή η ισορροπία είναι ασταθής, όμως.
Είτε ο πλούτος της χώρας θα βοηθούσε να αντιμετωπισθεί η κρίση ρευστότητας είτε η κρίση ρευστότητας θα απαξίωνε τον εθνικό πλούτο, δημόσιο και ιδιωτικό. Δυστυχώς έγινε το πρώτο.
Η βίαια και συνεχής συρρίκνωση των εισοδημάτων στα πλαίσια της εσωτερικής υποτίμησης επέφερε βίαια και ανεξέλεγκτη οικονομική ύφεση, διέλυσε τα έσοδα και κατά συνέπεια και τις αξίες.
Η αξία των ελληνικών ομολόγων μηδενίστηκε ενώ η αξία των μετοχών έπεσε πέντε με έξι φορές από το φθινόπωρο του 2009. Η ρευστότητα σε όλες τις αγορές περιουσιακών στοιχείων εξαφανίστηκε.
Η χώρα φτώχυνε και χρεοκόπησε.
Το φάρμακο αποδείχτηκε χειρότερο από την αρρώστια.
Το ελληνικό πρόγραμμα είναι ίσως το μόνο πρόγραμμα του ΔΝΤ χωρίς αναπτυξιακή διάσταση.
Υποτίμηση του εθνικού νομίσματος η/και κούρεμα χρέους είναι δυο βασικές συνταγές πού συνοδεύοuν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης προκειμένου να περιορίσουν τις συνέπειες της ύφεσης που κάθε δημοσιονομική εξυγίανση προκαλεί και να αναβαθμίσουν την εθνική ανταγωνιστικότατα με ενίσχυση των εξαγωγικών, διεθνώς ανταγωνιστικών τομέων,
Στην περίπτωση της Ελλάδας η υποτίμηση δεν έμπαινε καν στο τραπέζι λέγω του κοινού νομίσματα και το κούρεμα αποκλείσθηκε τόσο για τους σωστούς όσο και για τους λάθος λόγους.
Ένα μέτρο που κατά την γνώμη μου μπορούσε να παρθεί, ήταν δημιουργία μιας «ΚΑΛΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» με συμμετοχή του δημοσίου, των δανειστών η καλύτερα μεγάλης ξένης τράπεζας. Τα ταμεία αλλά και οι ιδιωτικές τράπεζες θα μπορούσαν να είναι μέτοχοι επίσης. Μια τέτοια τράπεζα ξεκινώντας με μηδέν χαρτοφυλάκιο δεν θα υφίστατο τις συνέπειες της ύφεσης όπως οι άλλες τράπεζες.
Δίνοντας το βάρος στην χρηματοδότηση του υγιούς ιδιωτικού, κυρίως επιχειρηματικού τομέα, θα κράταγε την υγιή επιχειρηματικότητα ζωντανή και θα περιόριζε σημαντικά το βάθος της ύφεσης αλλά των επιπτώσεων στον υπόλοιπο τραπεζικό τομέα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν έγινε μια σοβαρή προσπάθεια σ αυτή την κατεύθυνση.
Το πρόβλημα δεν ήταν βεβαίως ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις δεν είχαν την τύχη μιας σοβαρής αξιολόγησης. Τ ο πρόβλημα ήταν η συστημική αντιμετώπιση. Η χώρα μπήκε σε μια εθνική περιπέτεια έτσι, στην πλάκα, με μηδενικό εθνικό διάλογο, με μη αξιοποίηση ακόμα και κρατικού θεσμικού δυναμικού όπως των ανθρώπων του ΚΕΠΕ. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε πως φτάσαμε στο μνημόνιο, ποιοι το συνέλαβαν σαν μοντέλο οικονομικής πολιτικής και ποιοι το διατύπωσαν σε ολοκληρωμένο κείμενο. Είναι ντροπή όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τους τρεις διεθνείς οργανισμούς που ξεκίνησαν με τρόπο επιπόλαιο και αντιδημοκρατικό κατά την γνώμη ένα πείραμα πολιτικής που κατέληξε σε εφιάλτη για την Ελλάδα και βασικό παράγοντα αποσταθεροποίησης της διεθνούς οικονομίας.
Η λεγόμενη επικοινωνία δεν είναι υποκατάστατο για την πολιτική πολύ περισσότερο για την οικονομική πολιτική που υπόκειται σε μαθηματικούς νόμους. Μπορείς να κερδίσεις τις επικοινωνιακές μάχες να θεοποιήσεις τον εαυτό σου και τις ιδέες σου και να δυσφημήσεις τους αντιπάλους σου και τις ιδέες τους. Στο τέλος όμως είσαι τόσο καλός η τόσο κακός όσο και οι πολιτικές που στήριξες…….. έτσι απλά.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν βρίσκεται στην έλλειψη λύσεων, ακόμα και στην έλλειψη πόρων.
Λύσεις υπάρχουν, άνθρωποι υπάρχουν και ναι...και λεφτά μπορεί να βρεθούν.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο να ξεφύγουμε από τον σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, που συνοψιζόταν στο ποια παρέα θα επικρατήσει για να κάνει τα δικά της.
Ο βασικότερος παραγωγικός συντελεστής δεν είναι ούτε το κεφάλαιο ούτε οι φυσικοί πόροι, είναι οι πρακτικές και η κουλτούρα διακυβέρνησης. Όταν αυτή αλλάξει η χώρα και η ζωη μας θα αλλάξει και πολύ πιο γρήγορα από ότι νομίζουμε.
Διαφορετικά…