Σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη αναζητεί τον βηματισμό της, «ζαλισμένη» από την κρίση χρέους, η Τουρκία αναδύεται ως περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη.
Αυτή η εξέλιξη έχει, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, γίνει αντιληπτή στην Ουάσιγκτον που θεωρεί ότι πρόκειται για μία από τις σπουδαιότερες αλλαγές στη διεθνή πολιτική.
Η Τουρκία του Ερντογάν βρίσκεται βέβαια ακόμη σε μετάβαση. Δεν έχει ούτε την ισχύ ούτε τη θέληση να διαμορφώσει με τις δικές της δυνάμεις την περιφέρειά της και αυτό αποδεικνύεται από τα γεγονότα στη Συρία. Ουδείς όμως... μπορεί να αγνοήσει ότι η Άγκυρα θα είναι προσεχώς ο σπουδαιότερος «παίκτης» στη Μέση Ανατολή -με μόνη εξαίρεση το Ιράν.
Στους διαδρόμους εξουσίας της αμερικανικής πρωτεύουσας αλλά και στις δεξαμενές σκέψεις, από όπου ξεκινούν οι ιδέες που αξιοποιούνται από το State Department και το Πεντάγωνο, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους τρόπους με τους οποίους η «νέα Τουρκία» θα μπορούσε να αποτελέσει τον βασικό συνεργάτη των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλη την εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής, καθώς και πέραν αυτής. Σύμφωνα με ορισμένους μάλιστα, οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα πρέπει να αποκτήσουν μια σταθερή, θεσμοποιημένη σχέση (κατά το πρότυπο ΗΠΑ - Κίνας) με συνεργασία σε όλους τους τομείς, η οποία να υπερβαίνει την ιδιαίτερα στενή προσωπική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των προέδρων των δύο χωρών Μπαράκ Ομπάμα και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με προτροπή της ίδιας της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον συγκροτήθηκε ειδική ομάδα εργασίας στο «Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων» (Council on Foreign Relations - CFR) για να μελετήσει τις προοπτικές των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και να τις καταγράψει. Επικεφαλής της ομάδας εργασίας ετέθη η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και στενή φίλη της κυρίας Κλίντον, η Μάντλιν Oλμπραϊτ, ενώ συμμετείχε και ο Στίβεν Χάντλεϊ, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζορτζ Μπους (του νεότερου).
Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τον Δεκέμβριο του 2008, λίγες ημέρες μετά τη νίκη του Μπαράκ Ομπάμα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, το προσκείμενο φιλικά στους Δημοκρατικούς think tank «Center for American Progress» είχε δημοσιεύσει μελέτη για την «παραμελημένη», όπως τη χαρακτήριζε, σχέση ΗΠΑ - Τουρκίας. Στη μελέτη αυτή, που πρώτο είχε παρουσιάσει «Το Βήμα της Κυριακής» τον Ιανουάριο του 2009, προτεινόταν στον πρόεδρο Ομπάμα να μεταβεί το ταχύτερο δυνατόν στην Τουρκία, κάτι που τελικά έπραξε τον Απρίλιο του 2009. Είχε προηγηθεί η επίσκεψη της Χίλαρι Κλίντον στην Αγκυρα. Και οι δύο επισκέψεις είχαν προκαλέσει έντονη ενόχληση στην Αθήνα, διότι η τότε νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε τηρήσει την «παραδοσιακή ισορροπία». Αυτό όμως δεν βρισκόταν υψηλά στις προτεραιότητες της Ουάσιγκτον.
Διάλογος εφ' όλης της ύλης
Το συμπέρασμα της έκθεσης του CFR, με τίτλο «Σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας: Μια νέα εταιρική σχέση», είναι σαφές. Η Τουρκία ανήκει στη λέσχη των αναδυόμενων παγκοσμίων δυνάμεων. Όσο περνούν τα χρόνια και υπό τη διακυβέρνηση του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η Τουρκία ευημερεί και έχει γίνει πιο δημοκρατική, χωρίς το τελευταίο να σημαίνει ότι οι θεσμοί και το κράτος δικαίου λειτουργούν απολύτως ομαλά. Οι συλλήψεις δημοσιογράφων μαρτυρούν άλλωστε τα προβλήματα. Και επιπλέον είναι παρούσα παντού. Στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στο ΝΑΤΟ, στο G20, στο Ιράν, στις συζητήσεις για τους νέους ενεργειακούς δρόμους, η Άγκυρα έχει ρόλο ή τον διεκδικεί.
Η σημαντικότερη διαπίστωση όμως είναι ότι η παραδοσιακή αμερικανοτουρκική σχέση έχει πλέον οριστικά τελειώσει. Η Άγκυρα δεν λειτουργεί πλέον με τα ψυχροπολεμικά δεσμά της τυφλής πρόσδεσης στο αμερικανικό και νατοϊκό άρμα. Καθώς το φόβητρο της Σοβιετικής Ένωσης έχει πάψει πλέον να υπάρχει, η Τουρκία νιώθει πολύ πιο ελεύθερη να οικοδομήσει μια σχέση «σχεδόν ισοτιμίας» με την Ουάσιγκτον. Το σημείο-καμπή για αυτή την αλλαγή, όπως εξηγεί ο Τζορτζ Φρίντμαν του ινστιτούτου Stratfor, ήταν η απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 2003 να μην επιτραπεί σε αμερικανικά στρατεύματα η διέλευση μέσω τουρκικού εδάφους στον δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου εναντίον του Ιράκ. Από τότε τίποτε δεν μπορούσε να είναι ίδιο.
Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν θέματα όπως οι σχέσεις με το Ισραήλ στα οποία οι Τούρκοι θα ακολουθούν διαφορετική γραμμή. Οι Αμερικανοί καταβάλλουν συνεχώς προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που άνοιξε στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις μετά το τραγικό επεισόδιο με το πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, αλλά δεν τα έχουν καταφέρει. Η Τουρκία επιμένει και είναι ενδεικτικό ότι και εντός του ΝΑΤΟ προβάλλει εμπόδια στο να έχει το Ισραήλ πρόσβαση στα δεδομένα που θα συγκεντρώνει το ραντάρ που εγκαταστάθηκε στην επικράτειά της ως κομμάτι της αντιπυραυλικής ασπίδας.
Παρά τον «μήνα του μέλιτος» που μοιάζει να διάγει η σχέση των δύο χωρών, η εμπιστοσύνη παραμένει ασταθής. Μπορεί ο Λευκός Οίκος να υποστηρίζει έναν ευρύτερο ρόλο για την Αγκυρα, η πλειοψηφία των μελών του Κογκρέσου όπως και το Πεντάγωνο παραμένουν όμως σκεπτικοί για τις προθέσεις και τους στόχους της Τουρκίας. Και φυσικά ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι τον προσεχή Νοέμβριο ο ένοικος του Λευκού Οίκου θα αλλάξει. Αυτό θα μετέβαλλε τις σημερινές ισορροπίες.
Εν δυνάμει στρατηγικός εταίρος
Είναι για αυτόν τον λόγο που η ομάδα εργασίας υπό την Μάντλιν Ολμπραϊτ εκτιμά ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δουν την Τουρκία ως έναν εν δυνάμει στρατηγικό εταίρο με τον οποίο θα έχουν μια σχέση συγκρινόμενη όχι μόνο με νεότερους εταίρους όπως η Ινδία και η Βραζιλία αλλά και με στενότερους συμμάχους όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα». Η ισοτιμία, ο αμοιβαίος σεβασμός και οι συνεχείς διαβουλεύσεις για την αποφυγή εκπλήξεων (κάτι το οποίο οι Αμερικανοί επιθυμούν) είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να στεριώσει μια μακροπρόθεσμη αμερικανοτουρκική συνεργασία.
Προτείνεται λοιπόν η υιοθέτηση του μοντέλου του Στρατηγικού και Οικονομικού Διαλόγου που ήδη υπάρχει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας και μάλιστα βελτιωμένου. Αντί οι επαφές να διεξάγονται μόνο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο (υπουργοί) όπως στο σινοαμερικανικό μοντέλο, το αντίστοιχο τουρκοαμερικανικό θα είναι πολύ πιο διευρυμένο. Θα πρέπει να περιλαμβάνει συνεχείς επαφές για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφαλείας ή ανταλλαγής πληροφοριών ακόμη και σε επίπεδο υφυπουργών, σε σημείο που να μπορούν να χαρακτηρίζονται επαφές ρουτίνας.
Για του λόγου το αληθές, ο τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών Φεριντούν Σινιρλίογλου μετέβη, σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές, στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο. Κατά τους ίδιους κύκλους, τα βασικά θέματα των συνομιλιών ήταν, μεταξύ άλλων, οι εξελίξεις στη Συρία και στο Ιράκ.
Μοντέλο για τον εκδημοκρατισμό
Άλλωστε, οι φάκελοι συνεργασίας είναι πολλοί και δύσκολοι: αραβική άνοιξη, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν και φυσικά Συρία. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι το τουρκικό μοντέλο δημοκρατίας μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τον αραβικό εκδημοκρατισμό, ενώ η Αγκυρα ίσως να είναι μια γέφυρα με την Τεχεράνη και για τη σταθεροποίηση των σχέσεων με τη Βαγδάτη. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Κάρτερ, δήλωσε πρόσφατα σε ομιλία του στο Brookings Institution ότι η Τουρκία είναι το μοντέλο για τη μελλοντική εξέλιξη του Ιράν. Και παράλληλα προσφέρει στη Δύση πρόσβαση στην Κεντρική Ασία και ενεργειακή δίοδο για τις πηγές ενέργειας που βρίσκονται εκεί.
Η Τουρκία βέβαια δεν είναι μόνη της στη διεκδίκηση επιρροής στην περιοχή. Μπορεί η Αίγυπτος να είναι αφιερωμένη στην αποκατάσταση της εσωτερικής πολιτικής ομαλότητας, αλλά δεν πρόκειται να αφήσει ελεύθερη την Αγκυρα να αλωνίσει. Οταν ο Αχμέτ Νταβούτογλου και ο Ερντογάν επισκέφθηκαν το Κάιρο και πρότειναν στρατηγική συνεργασία, οι Αιγύπτιοι υπήρξαν πολύ επιφυλακτικοί. Και ίσως για τον ίδιο λόγο δεν ανταποκρίθηκαν και στο επίμονο τουρκικό φλερτ να οριοθετήσουν από κοινού Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο. Ουδείς επίσης μπορεί να αγνοήσει τις σκέψεις της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.
Ωστόσο, στην έκθεση της ομάδας Ολμπραϊτ επισημαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει στη συνεργασία τους με την Τουρκία να αγνοήσουν το Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επίλυση του Κυπριακού κρίνεται σημαντική τόσο λόγω της ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Άγκυρας όσο και για την αποφυγή εντάσεων στο τρίγωνο Τουρκία - Ισραήλ - Κύπρος. Η Τουρκία πάντως κινείται με βάση τα δικά της εθνικά συμφέροντα στην περιοχή, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση για τη δημιουργία μιας «Μεσογειακής Ασπίδας» που αποφάσισε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Με επίκεντρο τον ενεργειακό κόμβο του Τζεϊχάν, η ασπίδα θα ενισχύσει την τουρκική ναυτική παρουσία (4 φρεγάτες, 5 τορπιλάκατοι και 3 πλοία ακτοφυλακής) ώστε να διεμβολιστεί ο άξονας Λευκωσίας - Τελ Αβίβ. Οι γνωρίζοντες εκτιμούν ότι η ασπίδα αυτή δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού.
ΝΑΤΟ και Αιγαίο - «Nα μην εκμεταλλευθεί τα προβλήματα της Αθήνας»
Στην Ουάσιγκτον συζητείται πλέον έντονα η ακόμη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση της Τουρκίας εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ορισμένες ιδέες είναι πολύ προωθημένες, όπως αυτή της ομάδας εργασίας του Atlantic Council υπό τον αμερικανό άλλοτε πρεσβευτή στην Αθήνα Νίκολας Μπερνς (φωτογραφία) που εκτιμά ότι εντός της προσεχούς δεκαετίας μπορεί να δούμε έναν Τούρκο να αναλαμβάνει Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ. Αλλωστε, η Αγκυρα μοιάζει, κατά την ίδια έκθεση, να είναι το μόνο κράτος-μέλος της Συμμαχίας που αυξάνει την επιρροή του. Και κατά τον Μπρζεζίνσκι η Τουρκία είναι ένα από τα τέσσερα σπουδαιότερα μέλη του ΝΑΤΟ μαζί με Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρκετά μεγάλη αναφορά στην έκθεση της ομάδας Ολμπραϊτ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να συμβάλει ώστε οι διαφορές να μην εκτραχυνθούν. «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πολιτική και οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο και δεν αποτελεί καμία απειλή για την Τουρκία. Η Τουρκία θα έπρεπε να αποφύγει οτιδήποτε υποδηλώνει ότι η Άγκυρα επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα τρέχοντα προβλήματα της Αθήνας» υπογραμμίζεται στο κείμενο της έκθεσης. Το καλύτερο που έχει να κάνει η Ουάσιγκτον είναι να αξιοποιήσει προηγούμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με τη δημιουργία μιας τριμερούς στρατιωτικής ομάδας επαφής (trilateral military contact group) στην οποία θα συμμετέχουν αξιωματικοί του Ναυτικού και της Αεροπορίας από Ελλάδα, Τουρκία και ΗΠΑ. Σκοπός της θα είναι να αποφευχθούν εδαφικές παραβιάσεις.
Το μελανό σημείο και η παγίδα - Η «τριγωνική συνεργασία» ΗΠΑ - ΕΕ - Τουρκίας
Υπάρχουν δύο σημεία που προκαλούν ανησυχία στους Αμερικανούς και ίσως επηρεάσουν τα περιθώρια κινήσεων της Τουρκίας.
Το πρώτο είναι ότι οι ανησυχητικές εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία, ιδιαίτερα με τις διώξεις δημοσιογράφων αλλά και τις αιτιάσεις που διατυπώνονται για τον τρόπο με τον οποίο προχωρεί το «ξεδόντιασμα» του στρατιωτικού - Κεμαλικού κατεστημένου ρίχνουν βαριά σκιά στην εικόνα του εκδημοκρατισμού. Πολλές σελίδες της έκθεσης Ολμπραϊτ αφιερώνονται στις συζητήσεις που προκαλεί η αντιμετώπιση των συνωμοτικών σχεδίων τύπου «Εργκένεκον», ιδιαίτερα με την παράταση της προφυλάκισης των κρατουμένων, τα αυταρχικά ξεσπάσματα Τούρκων ηγετών, αλλά και την αδυναμία άρθρωσης ουσιαστικού αντιπολιτευτικού λόγου.
Επιπλέον, το αίνιγμα του Κουρδικού παραμένει υπαρκτό. Η αποτυχία του «κουρδικού ανοίγματος», βασισμένου κυρίως σε οικονομικά «καρότα» κατά την προηγούμενη θητεία Ερντογάν (μέσω ενός προγράμματος-μαμούθ ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών), έχει αφήσει ανοιχτή πληγή που κακοφορμίζει λόγω και της συνεχιζόμενης βίας του ΡΚΚ. Με τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος να καθυστερεί, το πρόβλημα παραμένει καθώς οι Κούρδοι παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Το Κουρδικό όμως μπορεί να προκαλέσει σοβαρότατες επιπλοκές για την Αγκυρα σε περιφερειακό επίπεδο. Περιπλέκεται με το Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία, στα εδάφη των οποίων υπάρχουν κουρδικοί πληθυσμοί. Ήδη η Άγκυρα ανησυχεί ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς Άσαντ στη Δαμασκό, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, μπορεί να αξιοποιήσει τους Κούρδους για να χτυπήσει το τουρκικό «μαλακό υπογάστριο». Ανάλογες κινήσεις μπορούν να γίνουν και εκ μέρους της Τεχεράνης. Κατά τον Φρίντμαν, «όσο πιο ισχυρή γίνεται η Τουρκία τόσο πιο άβολα θα αρχίσουν να αισθάνονται ορισμένοι στην περιοχή και αυτό ενισχύει στην ευάλωτη θέση της Τουρκίας σε έξωθεν επέμβαση».
Από ορισμένες πλευρές προτείνονται και ευρύτερα σχήματα που υπερβαίνουν τη διμερή σχέση Αγκυρας - Ουάσιγκτον. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του German Marshall Fund of the United States (GMF), καθώς η Αγκυρα δεν μοιάζει ικανή να χειριστεί τις εξελίξεις στην άμεση γειτονιά της μέσω της θεωρίας του «νεο-οθωμανισμού», χρειάζεται στενότερη σύμπραξη με τη Δύση.
Με την Ουάσιγκτον να ρίχνει το βάρος της στον Ειρηνικό και την Κίνα, θεωρείται ότι η ΕΕ και η Τουρκία θα έπρεπε να συνεργαστούν στενότερα στον πρώην οθωμανικό χώρο της Μεσογείου και του αραβικού κόσμου. Σε αυτό το σημείο, τονίζουν διπλωματικοί κύκλοι, η αλλαγή σκυτάλης στη Γαλλία με την ανάληψη της προεδρίας από τον Φρανσουά Ολάντ θα μπορούσε να αλλάξει τη σκληρή στάση του Παρισιού στην ενταξιακή πορεία της Αγκυρας. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, η τριγωνική στρατηγική συνεργασία πρέπει να προχωρήσει στη βάση και της «θετικής ατζέντας» για τις ευρωτουρκικές σχέσεις που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μάλιστα, ο αρμόδιος επίτροπος για τη διεύρυνση Στέφαν Φούλε επισκέφθηκε πρόσφατα την Άγκυρα όπου συναντήθηκε με όλη την πολιτική ηγεσία και τον πρωθυπουργό Ερντογάν. Η «θετική ατζέντα» θα κινείται παράλληλα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να τη στηρίξουν ενεργά καθώς πιστεύουν ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις πρέπει να αναπτυχθούν ανεξαρτήτως τού αν θα προχωρήσει ή όχι η ένταξη.
Το Βήμα