Οι δανειστές μάς επιβάλλουν τη δική τους πολιτική, τη δική τους αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας με ή χωρίς υστερόβουλες επιδιώξεις, καθώς στην ουσία εμείς δεν έχουμε να αντιτάξουμε καμιά «ισοδύναμη μεταρρύθμιση».
Μόνο για δήθεν ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα κλαψουρίζουμε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μειωθεί η οικονομική πίεση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν δυνητική δεξαμενή άντλησης ψήφων για το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα...
Τρία χρόνια από τότε που (πραγματικά) άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους αλλά και... απώλειας της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνολικά, δυόμισι χρόνια από τότε που προσέφυγε στη βοήθεια της Ευρώπης και του ΔΝΤ, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να εκπονήσει συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και διαβάθμισης των στόχων και των αναγκαίων στρατηγικών.
Να, γιατί κάθε φορά σερνόμαστε πίσω από τον τρόικα: Οι δανειστές μάς επιβάλλουν τη δική τους πολιτική, τη δική τους αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας με ή χωρίς υστερόβουλες επιδιώξεις, καθώς εμείς δεν έχουμε να αντιτάξουμε καμιά «ισοδύναμη μεταρρύθμιση». Μόνο για δήθεν ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα κλαψουρίζουμε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μειωθεί η οικονομική πίεση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν δυνητική δεξαμενή άντλησης ψήφων για το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα.
Αλλά εκτός από τα δημοσιονομικά μέτρα, υπάρχει και το κεφάλαιο «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη, καθώς πέρα από τα «χτυπήματα» που δέχθηκε από την παγκόσμια κρίση είχε τις δικές της ενδογενείς παθογένειες, μία πληθώρα αδυναμιών που επέτειναν και όξυναν τα προβλήματα που ήρθαν στην επιφάνεια.
Η αναστροφή αυτής της καταστροφικής πορείας μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές που μπορούν να συσπειρώσουν τις υγιείς οικονομικές δυνάμεις της χώρας, ώστε να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις που οδηγούν στην ανάπτυξη.
Πολιτικές που χρησιμοποιούν τα δάνεια για ανάπτυξη και όχι για συνέχιση της επίπλαστης καταναλωτικής ευφορίας.
Για να γίνει αυτό, όμως, πρωτίστως το πολιτικό σύστημα της χώρας έπρεπε να απεξαρτηθεί, και μάλιστα ταχέως, από την «πελατειακή φιλοσοφία». Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν συνέβη. Το πολιτικό σύστημα είχε ήδη χρεοκοπήσει, είχε «πνιγεί» από τα δεσμά που το ίδιο είχε κατασκευάσει προ πολλού. Έτσι, αποδείχθηκε ανίκανο να κατανοήσει το μέγεθος των προβλημάτων. Ενα μέρος του παρέμεινε δέσμιο λογικών και πρακτικών ενός παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί εκδηλώνοντας αρνητισμό για κάθε αλλαγή, ενώ ένα άλλο πελαγοδρομούσε και πελαγοδρομεί μεταξύ της κατανόησης της αδήριτης ανάγκης για «καταστροφή» του ξεπερασμένου προτύπου και της οικοδόμησης μιας νέας οικονομίας και νέων κοινωνικών δομών που συνεπάγονται την εφαρμογή επώδυνων μεν, αλλά αποτελεσματικών στοχεύσεων και πράξεων.
Το σοκ που υφίσταται η ελληνική οικονομία και η κοινωνία, δυστυχώς δεν είναι (ακόμη) δημιουργικό. Η «καταστροφή» του ξεπερασμένου αντιπαραγωγικού μοντέλου δεν συνοδεύεται με κινήσεις έστω και σταδιακής ανάδειξης των δημιουργικών παραγωγικών (αλλά και πνευματικών) δυνάμεων. Κανένα ίχνος μιας νέας παραγωγικής δομής δεν είναι ορατό
Ισως γιατί δεν έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την οικονομία. Ίσως γιατί με τις δικές μας αδυναμίες αφήνουμε την τρόικα να κάνει «παιχνίδι» με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν κατανοήσαμε ποτέ ότι η κρίση είναι συστημική και ότι οι αποσπασματικές ανερμάτιστες αλλαγές μπορούν να βυθίσουν τη χώρα σε μια πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ύφεση και συνολική αξιακή κρίση.
Υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα, υπάρχουν τα «μεγάλα», αλλά και τα «μικρά», τα απλά. Για παράδειγμα, η τρόικα αξιώνει απελευθέρωση του ωραρίου στα καταστήματα με αποδέσμευση του ωραρίου εργασίας. Οι έμποροι μισολένε «όχι», αρκεί να επιτραπεί να ανοίγουν περισσότερες Κυριακές. Κανείς τους δεν αναρωτήθηκε, άραγε τι θα σημάνει στην πράξη αυτή η «αποδέσμευση»;
Ανδρέας Πετσίνης
Μόνο για δήθεν ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα κλαψουρίζουμε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μειωθεί η οικονομική πίεση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν δυνητική δεξαμενή άντλησης ψήφων για το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα...
Τρία χρόνια από τότε που (πραγματικά) άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους αλλά και... απώλειας της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνολικά, δυόμισι χρόνια από τότε που προσέφυγε στη βοήθεια της Ευρώπης και του ΔΝΤ, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να εκπονήσει συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και διαβάθμισης των στόχων και των αναγκαίων στρατηγικών.
Να, γιατί κάθε φορά σερνόμαστε πίσω από τον τρόικα: Οι δανειστές μάς επιβάλλουν τη δική τους πολιτική, τη δική τους αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας με ή χωρίς υστερόβουλες επιδιώξεις, καθώς εμείς δεν έχουμε να αντιτάξουμε καμιά «ισοδύναμη μεταρρύθμιση». Μόνο για δήθεν ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα κλαψουρίζουμε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μειωθεί η οικονομική πίεση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν δυνητική δεξαμενή άντλησης ψήφων για το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα.
Αλλά εκτός από τα δημοσιονομικά μέτρα, υπάρχει και το κεφάλαιο «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη, καθώς πέρα από τα «χτυπήματα» που δέχθηκε από την παγκόσμια κρίση είχε τις δικές της ενδογενείς παθογένειες, μία πληθώρα αδυναμιών που επέτειναν και όξυναν τα προβλήματα που ήρθαν στην επιφάνεια.
Η αναστροφή αυτής της καταστροφικής πορείας μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές που μπορούν να συσπειρώσουν τις υγιείς οικονομικές δυνάμεις της χώρας, ώστε να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις που οδηγούν στην ανάπτυξη.
Πολιτικές που χρησιμοποιούν τα δάνεια για ανάπτυξη και όχι για συνέχιση της επίπλαστης καταναλωτικής ευφορίας.
Για να γίνει αυτό, όμως, πρωτίστως το πολιτικό σύστημα της χώρας έπρεπε να απεξαρτηθεί, και μάλιστα ταχέως, από την «πελατειακή φιλοσοφία». Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν συνέβη. Το πολιτικό σύστημα είχε ήδη χρεοκοπήσει, είχε «πνιγεί» από τα δεσμά που το ίδιο είχε κατασκευάσει προ πολλού. Έτσι, αποδείχθηκε ανίκανο να κατανοήσει το μέγεθος των προβλημάτων. Ενα μέρος του παρέμεινε δέσμιο λογικών και πρακτικών ενός παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί εκδηλώνοντας αρνητισμό για κάθε αλλαγή, ενώ ένα άλλο πελαγοδρομούσε και πελαγοδρομεί μεταξύ της κατανόησης της αδήριτης ανάγκης για «καταστροφή» του ξεπερασμένου προτύπου και της οικοδόμησης μιας νέας οικονομίας και νέων κοινωνικών δομών που συνεπάγονται την εφαρμογή επώδυνων μεν, αλλά αποτελεσματικών στοχεύσεων και πράξεων.
Το σοκ που υφίσταται η ελληνική οικονομία και η κοινωνία, δυστυχώς δεν είναι (ακόμη) δημιουργικό. Η «καταστροφή» του ξεπερασμένου αντιπαραγωγικού μοντέλου δεν συνοδεύεται με κινήσεις έστω και σταδιακής ανάδειξης των δημιουργικών παραγωγικών (αλλά και πνευματικών) δυνάμεων. Κανένα ίχνος μιας νέας παραγωγικής δομής δεν είναι ορατό
Ισως γιατί δεν έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την οικονομία. Ίσως γιατί με τις δικές μας αδυναμίες αφήνουμε την τρόικα να κάνει «παιχνίδι» με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν κατανοήσαμε ποτέ ότι η κρίση είναι συστημική και ότι οι αποσπασματικές ανερμάτιστες αλλαγές μπορούν να βυθίσουν τη χώρα σε μια πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ύφεση και συνολική αξιακή κρίση.
Υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα, υπάρχουν τα «μεγάλα», αλλά και τα «μικρά», τα απλά. Για παράδειγμα, η τρόικα αξιώνει απελευθέρωση του ωραρίου στα καταστήματα με αποδέσμευση του ωραρίου εργασίας. Οι έμποροι μισολένε «όχι», αρκεί να επιτραπεί να ανοίγουν περισσότερες Κυριακές. Κανείς τους δεν αναρωτήθηκε, άραγε τι θα σημάνει στην πράξη αυτή η «αποδέσμευση»;
Ανδρέας Πετσίνης