Τα τελευταία 2,5 χρόνια οι Έλληνες ασφυκτιούν από την πίεση ενός… ζουρλομανδύα, που έχει σκοπό να «συνετίσει» συλλογικά αυτήν τη χώρα.
Μπορεί οι εκδοχές του να ονομάζονται «μνημόνια» και να ψηφίζονται κάθε φορά από τη Βουλή, οι βασικές του προδιαγραφές, όμως, καθορίζονται από το εξωτερικό.
Ο σκοπός του ψυχιατρικού ζουρλομανδύα είναι απόλυτα συγκεκριμένος: να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων του ασθενούς, προκειμένου να... προστατεύσει τον ίδιο -και τους άλλους- από την «τρέλα» του. Δεν έχει όμως καμία θεραπευτική ιδιότητα. Δεν βελτιώνει την κατάστασή του.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα επιβαλλόμενα μέτρα. Αποσκοπούν στην επίτευξη κάποιων ποσοτικών στόχων, χωρίς να λογαριάζουν τις πολυπλοκότητες της οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας. Χωρίς να λαμβάνουν αρκούντως υπ' όψιν τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας.
Δυστυχώς, από τη στιγμή όπου τέθηκε το θέμα του πρώτου μνημονίου έως και σήμερα, όσοι εκπροσωπούν τα ελληνικά συμφέροντα απέτυχαν να παρουσιάσουν στους δανειστές αλλά και στον λαό μας ένα «εθνικό σχέδιο», ένα πειστικό όραμα για την αλλαγή αυτής της χώρας προς το καλύτερο.
Αντί αυτού, αρκέστηκαν στα να συνδιαλέγονται τα «μέτρα» του ζουρλομανδύα, με βασικό κριτήριο το πολιτικό κόστος. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Οι αριθμοί αρνούνται να «ευημερήσουν» εξαιτίας της ύφεσης, ενώ οι άνθρωποι υποφέρουν.
Το ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο, αλλά και περισσότερο χρήμα, για να ορθοποδήσει αρχίζει έστω και με μεγάλη καθυστέρηση να γίνεται συνείδηση ακόμη και μεταξύ των δανειστών μας. Καταλαβαίνουν ότι ο ζουρλομανδύας παραείναι στενός.
Η χαλάρωσή του, όμως, από μόνη της δεν θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα. Όχι, όσο δεν υπάρχει ένα εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των δραματικών αλλαγών που επέρχονται.
Η κατάρρευση του εντελώς στρεβλού και διεφθαρμένου μοντέλου «ανάπτυξης» της Ελλάδας έχει βαρύτατες συνέπειες όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην παιδεία, τη δικαιοσύνη, την υγεία και την ασφάλεια, στην ίδια την καθημερινότητα μεγάλου μέρους της κοινωνίας.
Σε συνθήκες ήπιας προσαρμογής (αν για παράδειγμα οι δανειστές μας δέχονταν να χρηματοδοτούν ελλείμματα επί πολλά έτη) η ομαλή μετάλλαξη αυτού του μοντέλου θα απαιτούσε τουλάχιστον μία δεκαετία.
Σήμερα, αυτή η πολυτέλεια εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει. Κι αυτό καθιστά την ανάγκη ενός «οραματικού» σχεδίου, το οποίο θα εμπνεύσει την κοινωνία, απόλυτα επιτακτική.
Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να έχει δύο καθαρά πρακτικούς στόχους:
-Πρώτον, να μην καταλήξει η χώρα «ζώνη φτηνής εργασίας» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ατό μπορεί να αποφευχθεί μόνο με την αξιοποίηση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων και του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει, το οποίο σήμερα φυλλοροεί δυστυχώς στο εξωτερικό.
-Δεύτερον, να αποκτήσει δημόσια διοίκηση στα πρότυπα των καλά οργανωμένων κρατών της Δυτικής Ευρώπης.
Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι αναμφίβολα θα απαιτηθούν τεκτονικές αλλαγές στην ιδιωτική οικονομία (που, ας μην κρυβόμαστε, στηριζόταν ως τώρα στις κρατικές δαπάνες και στην εσωτερική κατανάλωση), στη λειτουργία των δημόσιων θεσμών, αλλά και στο χάος της πολύ περίπλοκης και ενίοτε αντικρουόμενης ελληνικής νομοθεσίας.
Πρωταρχική σημασία για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, ακριβώς λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προϋποθέτει, έχει η στοχευμένη παροχή κινήτρων στην επιχειρηματικότητα και -το κυριότερο- η διασφάλιση κοινωνικής συνοχής και «συστράτευσης» στο κοινό όραμα.
Προκειμένου να επιτευχθεί το τελευταίο απαιτείται ορθότερη αναδιανομή του πλούτου, μέσω της εγκαθίδρυσης δικαιότερου και διαφανούς φορολογικού συστήματος (με έμφαση στην αντιμετώπιση της τερατώδους φοροδιαφυγής) και νέων, πιο αποτελεσματικών, μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, ιδίως για τους ανέργους.
Προς το παρόν, τίποτε από τα παραπάνω δεν διαφαίνεται, έστω και αχνά, στον ορίζοντα. Κι αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει, ίσως περισσότερο κι από το θέμα των νέων μέτρων, της επόμενης δόσης και της διαφαινόμενης παράτασης, όσο είναι ακόμη καιρός.
Γ.Παπανικολάου