ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται εν μέσω μίας κρίσιμης κυβερνητικής μεταβίβασης, που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την μελλοντική πορεία τους.
Για πρώτη φορά από το 1992 τα πολιτικά ημερολόγια σε Ουάσιγκτον και Πεκίνο συγχρονίστηκαν. Στις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκαν οι προεδρικές εκλογές και στην Κίνα είναι σε εξέλιξη η... μεταβίβαση εξουσίας στη νέα γενιά του κόμματος.
Εδώ αρχίζουν οι διαφορές. Ενώ στις ΗΠΑ ο πρόεδρος εκλέγεται από τους πολίτες, στην Κίνα ο λαός δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Όπως αναφέρουν αναλυτές του Foreign Affairs, ενώ η χώρα έχει βιώσει μία ραγδαία οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, οι πολίτες δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι ζουν καλύτερα σήμερα απ' ότι πριν από 10 χρόνια. Ο σημερινός πρόεδρος Χου Ζιντάο αφήνει στο διάδοχό του μία Κίνα που ευημερεί, αλλά ταυτόχρονα είναι αντιμέτωπη με ανισότητες και ανασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια η χώρα βιώνει μία αυξανόμενη πίεση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που ζητούν, ακόμη και με βίαιο τρόπο, κοινωνική ισότητα, ατομικές ελευθερίες και περιβαλλοντική πολιτική, την ίδια στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να διατηρήσει με νύχια και με δόντια το status quo. Ο Χου Ζιντάο και ο πρωθυπουργός του, Γουέν Ζιαμπάο, παραδίδουν στο νέο πρόεδρο Σι μία οικονομία που δεν είναι πλέον τόσο ακμαία και μία κοινωνία πιο ταραγμένη σε σχέση με αυτές που παρέλαβαν οι ίδιοι.
Ο πιο επικίνδυνος παράγοντας για την οικονομία είναι η εξάρτηση της Κίνας από τις εξαγωγές, καθώς η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε στην ζήτηση από το εξωτερικό, εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης. Το ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε από τα 1,5 τρις. δολάρια το 2002 σε 7,3 τρις. δολάρια το 2011. Το ετήσιο εισόδημα των κατοίκων των πόλεων αυξήθηκε από τα 1.000 στα 3.500 δολάρια, αντιθέτως το εισόδημα των κατοίκων στις γεωργικές περιοχές παρέμεινε σχεδόν σταθερό στα 300 δολάρια.
Όπως τονίζουν οι αναλυτές του Economist και του BBC, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος θέλει να διατηρήσει τη σταθερότητα στην παράταξη, αλλά ταυτόχρονα να κατευνάσει τις πιέσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Ο πρώτος στόχος είναι η αντιμετώπιση της διαφθοράς που είναι έντονη στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και στη ηγεσία του ΚΚ της Κίνας. Ο δεύτερος στόχος είναι η διατήρηση και ει δυνατό η διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Η στρατηγική του Ομπάμα
Η επανεκλογή Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ αποδείχθηκε πιο δύσκολη υπόθεση απ' ότι αρχικά αναμενόταν. Η έλλειψη δυναμικών αποφάσεων από τον Μπαράκ Ομπάμα έχει γίνει αντιληπτή από τα ΜΜΕ και τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. «Η κυβέρνηση (Ομπάμα) διακρίνεται από την έλλειψη μεγάλης στρατηγικής – ή στρατηγών» σχολίαζε πρόσφατα σε άρθρο της η Washington Post. Αυτήν ακριβώς την εικόνα πρέπει να καταπολεμήσει ο Μπαράκ Ομπάμα.
«Το πραγματικό δόγμα του Ομπάμα είναι να μην έχει κανένα δόγμα. Και αυτό μάλλον θα παραμείνει έτσι» επισημαίνει ο Μάικλ Χιτς από το National Journal. Εδώ όμως η έλλειψη στρατηγικής θεωρείται ως προσόν. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους είχε μετά την 11η Σεπτεμβρίου έναν στόχο και μία ξεκάθαρη στρατηγική. Ωστόσο, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. «Μήπως τελικά η έλλειψη φανερής στρατηγικής δεν είναι τόσο καταστροφική;» αναρωτιέται το Foreign Affairs.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει να αντιμετωπίσει ζητήματα που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Πρέπει να βρει τη λύση, ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος συμβιβασμός στο Κογκρέσο για τον προϋπολογισμό - όπου κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικανοί – και την αποφυγή του Fiscal Cliff. Διαφορετικά οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με μεγάλες περικοπές στον προϋπολογισμό τους και τις φοροαπαλλαγές, που θα αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ, κάτι που σύμφωνα με το CNN μπορεί να βυθίσει την αμερικανική οικονομία εκ νέου σε ύφεση. Επιπλέον, πρέπει να σχηματίσει τη νέα του κυβέρνηση, με πολλά βασικά στελέχη της προηγούμενης, όπως η Χίλαρι Κλίντον στο υπουργείο Εξωτερικών και ο Τίμοθι Γκάιτνερ στο υπουργείο Οικονομικών, να δηλώνουν ότι δεν θέλουν να συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα.
Μέχρι τον Ιανουάριο, οπότε και τελειώνουν τα περιθώρια για τον συμβιβασμό, ο Ομπάμα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ασχοληθεί με τα εξωτερικά ζητήματα. Άλλωστε, η Αραβική Άνοιξη έχει ουσιαστικά τελειώσει και η κρίση στη Συρία έχει πολλούς παίκτες, οι οποίοι βρίσκονται αναμεμειγμένη. Η Μέση Ανατολή απέχει πολύ.
ΗΠΑ – Κίνα και Ελλάδα
Τέλος, οι δύο αυτές κυβερνητικές αλλαγές επηρεάζουν εμμέσως και την Ελλάδα. Από την πλευρά των ΗΠΑ, ο Μπαράκ Ομπάμα επιθυμεί να περιορίσει την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, προκειμένου να μην εξαπλωθεί στον υπόλοιπο κόσμο και τις ΗΠΑ. Επιζητεί λοιπόν πάση θυσία την στήριξη της Ελλάδας και τη διατήρησή της στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά η Κίνα θέλει να προστατεύσει τις επενδύσεις της στην Ελλάδα και ειδικότερα στο λιμάνι του Πειραιά. Όπως ανέφερε στο EurActiv ο Κινέζος πρέσβης, Ντου Κιουέν στην Αθήνα, "η Κίνα έχει δεσμευθεί να στηρίξει την Ελλάδα πολιτικά και οικονομικά, προκειμένου να ανακάμψει από την κρίση χρέους που πλήττεται». Δεν είναι τυχαία λοιπόν, η αλλαγή της ρητορικής Γερμανίδας καγκελάριου, Άγκελα Μέρκελ απέναντι στην Αθήνα, όταν επισκέφθηκε στο Πεκίνο. Επιπλέον, όπως ανέφερε ο πρέσβης της Κίνας, η χώρα του έχει υποστηρίξει τις προσπάθειες της ΕΕ για την επίλυση της κρίσης χρέους, αυξάνοντας τη οικονομική συμβολή της στο ΔΝΤ, αγοράζοντας ομόλογα κρατών – μελών της Ευρωζώνης και επενδύοντας στην Ευρώπη. Το διμερές εμπόριο άγγιξε το 2011 τα 398 δις. Ευρώ. Η Κίνα βασίζεται στις εξαγωγές της προς την Ευρώπη.
Η νέα κινεζική ηγεσία στην προσπάθειά της να διατηρήσει την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας της, είναι σίγουρο ότι θα κάνει ό,τι δυνατό για να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία, άρα και τις επενδύσεις στην Ελλάδα.