Τα στοιχεία που ακολουθούν έχουν πηγή διεθνείς οργανισμούς και καταδεικνύουν ποια πρέπει να είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση μετά την πρόσφατη ψήφιση των τόσο επώδυνων μέτρων.
Πρώτον, οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους Βορειοευρωπαίους, τους Αμερικανούς, τους Αυστραλούς, αλλά και τους Ιάπωνες.
Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι... μέσες ετήσιες ώρες πραγματικής εργασίας ανά εργαζόμενο
είναι 2.032 ώρες στην Ελλάδα,
στη Γερμανία 1.413,
στις ΗΠΑ 1.787,
στη Σουηδία 1.644,
στην Ολλανδία 1.379,
στην Ισπανία 1.690,
στην Ιαπωνία 1.728,
στον Καναδά 1.702 και
στην Αυστραλία 1.693.
Δουλεύουμε επίσης περισσότερο και από τους λοιπούς Νοτιοευρωπαίους: π.χ. 1.690 ώρες στην Ισπανία και 1.774 στην Ιταλία.
Δεύτερον, σε αντίθεση με τις πολλές ώρες εργασίας, από παραγωγικότητα δεν πάμε καθόλου καλά.
Με βάση τη μελέτη της ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (2012),
η Ελλάδα βρίσκεται στην 96η θέση,
η Ιταλία στην 42η,
η Ισπανία στην 36η,
η Πορτογαλία στην 49η,
η Ολλανδία στην 5η και
η Γερμανία στην 6η.
Η μεγάλη διαφορά, όμως, της παραγωγικότητας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου δεν προέρχεται κυρίως από την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας.
Εκεί, είμαστε περίπου στα ίδια επίπεδα:
133η η Ελλάδα,
127η η Ιταλία,
108η η Ισπανία,
123η η Πορτογαλία.
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα του θεσμικού και κυρίως του δημόσιου τομέα (Institutions), η διαφορά είναι τεράστια:
111η θέση για την Ελλάδα,
97η για την Ιταλία,
48η για την Ισπανία και
46η για την Πορτογαλία.
Τρίτον, ο ανταγωνισμός στην ελληνική οικονομία είναι σε ορισμένες περιπτώσεις σαφώς περιορισμένος.
Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ (δελτίο 2010),
η Ελλάδα καταλάμβανε τη δεύτερη θέση στον σύνθετο δείκτη εμποδίων εισόδου στις υπηρεσίες για το 2008 -
1η η Πολωνία,
3η η Ιταλία,
4η η Γαλλία.
Στις τελευταίες θέσεις (περισσότερο ανοιχτές στον ανταγωνισμό) είχαν καταταγεί η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία.
Τέταρτον, το ελληνικό δημόσιο φαίνεται πως αξιοποιεί αντιπαραγωγικά τους πόρους τους.
Για παράδειγμα, οι κρατικές δαπάνες κοινωνικής προστασίας από το 20% του ΑΕΠ το 1995 εκτοξεύτηκαν στο 28% του ΑΕΠ το 2009 (+8 ποσοστιαίες μονάδες επί ενός πολύ αυξημένου ΑΕΠ). Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό του πληθυσμού που κινδύνευε από τη φτώχεια (at risk of poverty rate) μειώθηκε από 22% το 1995 μόλις στο 20% το 2009!
Πέμπτον, η Ελλάδα κατατάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση ως προς τη δυνατότητά της να εισπράξει τους φόρους.
Με στοιχεία της Eurostat, σε πίνακα που συγκρίνει 13 χώρες,
η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε ό,τι αφορά την ικανότητα συλλογής φόρων, πίσω (κατά σειρά) από
το Λουξεμβούργο,
την Ιρλανδία,
την Ολλανδία,
τη Φινλανδία,
την Αυστρία,
την Ισπανία,
τη Γερμανία,
το Βέλγιο,
την Πορτογαλία,
τη Γαλλία,
τη Σλοβακία και
την Ιταλία.
**σσ.: Τα στοιχεία αυτά περιέχονται (μεταξύ πολλών άλλων) σε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρουσίαση του κ. Μιχάλη Ιακωβίδη, καθηγητή του London Business School, σε συνάντηση διεθνούς συμβουλευτικού οίκου με θέμα «Επενδύσεις και φορολογία στην Ελλάδα».
Χαμαιλέων