Μέσα στους άπειρους μύθους που καλλιεργήθηκαν στη δημόσια ζωή της Ελλάδας τα τελευταία τριάντα χρόνια εντάσσονται και οι μύθοι γύρω από την τρομοκρατία και την καταπολέμησή της.
'Αρθρο του κ.Π.Μάρκαρη,
συγγραφέα.
Να το εξηγήσω, για να μην παρεξηγηθώ:
Η ύπαρξη της τρομοκρατίας στην Ελλάδα δεν είναι μύθος. Μύθος είναι ο αγώνας για την επανάσταση την οποία επικαλούνται οι διάφορες τρομοκρατικές... ομάδες, όπως είναι μύθος και η εξάρθρωση της τρομοκρατίας.
Σε αντίθεση με τις καταλήψεις, που άργησαν να μας έρθουν, η «επαναστατική τρομοκρατία» εμφανίστηκε παρ' ημίν την ίδια δεκαετία όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία και η Φράξια του Κόκκινου Στρατού στην τέως Δυτική Γερμανία εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η δική μας τρομοκρατία εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του '70, μετά την πτώση της χούντας.
Η «επαναστατική τρομοκρατία» ξεριζώθηκε στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Αντίθετα, σ' εμάς συνεχίζει τη δράση της. Δεν είμαι ειδικός στα θέματα της τρομοκρατίας. Μπορώ ωστόσο να διατυπώσω κάποιες σκέψεις για τη συνέχιση του φαινομένου στην Ελλάδα, οι οποίες δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις επί του θέματος.
Κατ' αρχήν θα ήταν λάθος να φορτώσουμε την ύπαρξη της «επαναστατικής τρομοκρατίας» στην ανεπάρκεια της Αστυνομίας. Η Ελληνική Αστυνομία έχει να παρουσιάσει επιτυχίες στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει, όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη χώρα, είναι να εξαλείψει τα φαινόμενα που την προκαλούν.
Στις χώρες στις οποίες εξαρθρώθηκε η «επαναστατική τρομοκρατία» ο κοινοβουλευτισμός, ως πολιτικό σύστημα, δεν ήταν μόνο θεσμικά κατοχυρωμένος αλλά και εμπεδωμένος στην πολιτική συνείδηση των πολιτών.
Αντίθετα, στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα αμφισβητείται από μια μερίδα των πολιτών σε κάθε ευκαιρία, όταν οι αποφάσεις που ψηφίζει το Κοινοβούλιο δεν τους είναι αρεστές. Σε καμία χώρα οι «αγανακτισμένοι πολίτες» δεν ζήτησαν να καεί η Βουλή. Σε καμία χώρα οι εκπρόσωποι των κλαδικών σωματείων δεν αποκαλούν την κυβέρνηση «χούντα», επειδή αρνείται να αποδεχθεί τα αιτήματά τους. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η διαρκής άνοδος της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν είναι ακροδεξιό αλλά εξωθεσμικό κίνημα.
Αυτά τα φαινόμενα ενισχύουν την «επαναστατική τρομοκρατία», γιατί βρίσκει πρόσφορο έδαφος με την πεποίθηση ότι έχει εξασφαλισμένη, αν όχι τη στήριξη, τουλάχιστον όμως την ανοχή μιας μερίδας των πολιτών.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η πολιτική της Αριστεράς. Η Αριστερά εκπροσωπούσε ιστορικά τη δυναμική της αλλαγής. Με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η δυναμική αυτή εξανεμίστηκε, αφού η αλλαγή που υποστήριζε η Αριστερά ήταν πρωτίστως σοσιαλιστική.
Το αποτέλεσμα ήταν να παρεκκλίνει η Αριστερά σε μια γραμμή εναντίον πάσης αλλαγής, με την έννοια ότι έχει κάνει σημαία της τη διατήρηση των κλαδικών κεκτημένων. Ενα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής της πολιτικής το συναντάμε στα πανεπιστήμια. Εδώ βρίσκεται και η αδυναμία της να κινητοποιήσει τους πολίτες με αίτημα μια άλλη πολιτική.
Το φαινόμενο αυτό έχει δημιουργήσει δύο οξύμωρα σχήματα: Το πρώτο οξύμωρο σχήμα είναι να εκπροσωπείται η προοπτική της αλλαγής μόνον από τις μεταρρυθμίσεις που μας επιβάλλουν οι δανειστές μας και τις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί να υλοποιήσει. Απέναντι σε αυτές η Αριστερά δεν έχει καμία πειστική πρόταση αλλαγής.
Το δεύτερο οξύμωρο σχήμα είναι ότι, όπως οι πολιτικοί της ΕΕ ασκούν πολιτική με προτεραιότητα την οικονομία, έτσι και η Αριστερά στην Ελλάδα ασκεί πολιτική με τα κλαδικά συμφέροντα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα τεράστιο κενό πολιτικής.
Η πολιτική της Αριστεράς δίνει τη δυνατότητα στους «επαναστάτες τρομοκράτες» να διεκδικήσουν τον κενό χώρο που η ίδια έχει εγκαταλείψει, σαν δυνάμεις της «επανάστασης» και της «ανατροπής».
Δεν έχει σημασία αν η Αριστερά καταδικάζει την τρομοκρατία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι με την πολιτική της τής έχει εκχωρήσει τον κενό χώρο της αλλαγής και της ανατροπής.
Συνεπώς, ας μην έχουμε αυταπάτες.
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο κατασταλτικά.
'Αρθρο του κ.Π.Μάρκαρη,
συγγραφέα.
Να το εξηγήσω, για να μην παρεξηγηθώ:
Η ύπαρξη της τρομοκρατίας στην Ελλάδα δεν είναι μύθος. Μύθος είναι ο αγώνας για την επανάσταση την οποία επικαλούνται οι διάφορες τρομοκρατικές... ομάδες, όπως είναι μύθος και η εξάρθρωση της τρομοκρατίας.
Σε αντίθεση με τις καταλήψεις, που άργησαν να μας έρθουν, η «επαναστατική τρομοκρατία» εμφανίστηκε παρ' ημίν την ίδια δεκαετία όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία και η Φράξια του Κόκκινου Στρατού στην τέως Δυτική Γερμανία εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η δική μας τρομοκρατία εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του '70, μετά την πτώση της χούντας.
Η «επαναστατική τρομοκρατία» ξεριζώθηκε στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Αντίθετα, σ' εμάς συνεχίζει τη δράση της. Δεν είμαι ειδικός στα θέματα της τρομοκρατίας. Μπορώ ωστόσο να διατυπώσω κάποιες σκέψεις για τη συνέχιση του φαινομένου στην Ελλάδα, οι οποίες δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις επί του θέματος.
Κατ' αρχήν θα ήταν λάθος να φορτώσουμε την ύπαρξη της «επαναστατικής τρομοκρατίας» στην ανεπάρκεια της Αστυνομίας. Η Ελληνική Αστυνομία έχει να παρουσιάσει επιτυχίες στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει, όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη χώρα, είναι να εξαλείψει τα φαινόμενα που την προκαλούν.
Στις χώρες στις οποίες εξαρθρώθηκε η «επαναστατική τρομοκρατία» ο κοινοβουλευτισμός, ως πολιτικό σύστημα, δεν ήταν μόνο θεσμικά κατοχυρωμένος αλλά και εμπεδωμένος στην πολιτική συνείδηση των πολιτών.
Αντίθετα, στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα αμφισβητείται από μια μερίδα των πολιτών σε κάθε ευκαιρία, όταν οι αποφάσεις που ψηφίζει το Κοινοβούλιο δεν τους είναι αρεστές. Σε καμία χώρα οι «αγανακτισμένοι πολίτες» δεν ζήτησαν να καεί η Βουλή. Σε καμία χώρα οι εκπρόσωποι των κλαδικών σωματείων δεν αποκαλούν την κυβέρνηση «χούντα», επειδή αρνείται να αποδεχθεί τα αιτήματά τους. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η διαρκής άνοδος της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν είναι ακροδεξιό αλλά εξωθεσμικό κίνημα.
Αυτά τα φαινόμενα ενισχύουν την «επαναστατική τρομοκρατία», γιατί βρίσκει πρόσφορο έδαφος με την πεποίθηση ότι έχει εξασφαλισμένη, αν όχι τη στήριξη, τουλάχιστον όμως την ανοχή μιας μερίδας των πολιτών.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η πολιτική της Αριστεράς. Η Αριστερά εκπροσωπούσε ιστορικά τη δυναμική της αλλαγής. Με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η δυναμική αυτή εξανεμίστηκε, αφού η αλλαγή που υποστήριζε η Αριστερά ήταν πρωτίστως σοσιαλιστική.
Το αποτέλεσμα ήταν να παρεκκλίνει η Αριστερά σε μια γραμμή εναντίον πάσης αλλαγής, με την έννοια ότι έχει κάνει σημαία της τη διατήρηση των κλαδικών κεκτημένων. Ενα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής της πολιτικής το συναντάμε στα πανεπιστήμια. Εδώ βρίσκεται και η αδυναμία της να κινητοποιήσει τους πολίτες με αίτημα μια άλλη πολιτική.
Το φαινόμενο αυτό έχει δημιουργήσει δύο οξύμωρα σχήματα: Το πρώτο οξύμωρο σχήμα είναι να εκπροσωπείται η προοπτική της αλλαγής μόνον από τις μεταρρυθμίσεις που μας επιβάλλουν οι δανειστές μας και τις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί να υλοποιήσει. Απέναντι σε αυτές η Αριστερά δεν έχει καμία πειστική πρόταση αλλαγής.
Το δεύτερο οξύμωρο σχήμα είναι ότι, όπως οι πολιτικοί της ΕΕ ασκούν πολιτική με προτεραιότητα την οικονομία, έτσι και η Αριστερά στην Ελλάδα ασκεί πολιτική με τα κλαδικά συμφέροντα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα τεράστιο κενό πολιτικής.
Η πολιτική της Αριστεράς δίνει τη δυνατότητα στους «επαναστάτες τρομοκράτες» να διεκδικήσουν τον κενό χώρο που η ίδια έχει εγκαταλείψει, σαν δυνάμεις της «επανάστασης» και της «ανατροπής».
Δεν έχει σημασία αν η Αριστερά καταδικάζει την τρομοκρατία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι με την πολιτική της τής έχει εκχωρήσει τον κενό χώρο της αλλαγής και της ανατροπής.
Συνεπώς, ας μην έχουμε αυταπάτες.
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο κατασταλτικά.