Η διαπίστωση ότι “η Γαλλία είναι παραδοσιακός σύμμαχος της Ελλάδας” δεν είναι μόνο μια ευγενική κοινοτοπία από αυτές που λέγονται συνήθως για να φτιάξουν κλίμα στις επίσημες συναντήσεις.
Έχει περιεχόμενο...
Στη -σύντομη- ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, οι Γάλλοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον προσανατολισμό της Ελλάδας προς τις... ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Η γαλλική πολιτειακή παράδοση, άλλωστε, βρίσκεται στα θεμέλια της Ευρώπης, ενώ, στο πλαίσιο της σιωτηρής συμφωνίας που υπήρχε για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα μέχρι την Ευρωζώνη, η Γαλλία διατηρούσε την πολιτική πρωτοβουλία και η Γερμανία απολάμβανε την οικονομική ισχύ.
Με το ευρώ, όμως, οι ισορροπίες άλλαξαν και η Γερμανία, από εκεί που ήταν μια από τις τέσερις “μεσαίες” ευρωπαϊκές χώρες, επιχειρεί να αναδειχθεί σε ηγέτιδα της Ευρώπης και να εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη.
Η “άτσαλη” πορεία προς τη γερμανική χειραφέτηση είναι μια από τις παραμέτρους που περιπλέκουν την ευρωπαϊκή κρίση και δυσχεραίνουν την έξοδο από αυτή, καθώς έχει καταλήξει σε μια επιχείρηση “γερμανοποίησης” της Ευρωζώνης.
Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση του κυρίου Αντώνη Σαμαρά έχει μέχρι σήμερα προσκολληθεί στην πολιτική αυτή, αποδεχόμενη “χωρίς δεύτερη συζήτηση” τις απαιτήσεις της κυρίας Άνγκελας Μέρκελ, η οποία επιβάλλει συνταγές οι οποίες εν τέλει εξυπηρετούν κυρίως τη δική της χώρα, σε βάρος των υπολοίπων.
Η “εύκολη” απάντηση, την οποία δίνουν άνθρωποι της κυβέρνησης είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση παίζει ρεαλιστικά, επιχειρώντας “να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων” -κατά βάση, δηλαδή, της κυρίας Μέρκελ- και να ζητήσει στη συνέχεια καλύτερους όρους. Λίγο πολύ το ίδιο έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις υποτασσόμενες στην γερμανική ισχύ -όπως άλλωστε και πολύ ισχυρότερες χώρες από την Ελλάδα, όπως η Ισπανία, η Ιταλία αλλά και η Γαλλία ήδη από την εποχή του Σαρκοζί.
Όμως έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η στάση αυτή δεν οδηγεί πουθενά -βυθίζει την Ελλάδα όλο και βαθύτερα στο αδιέξοδο.
Τα ελληνικά συμφέροντα είναι πιο κοντά στα γαλλικά παρά στα γερμανικά.
Ο Γάλλος πρόεδρος κ. Φρανσουά Ολάντ έρχεται στην Αθήνα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο.
Ο κ. Αντώνης Σαμαράς χρειάζεται τη στήριξη, όχι για να χαλαρώσουν τα υφιστάμενα μέτρα, αλλά για να μην αναγκαστεί να λάβει καινούρια, καθώς αργά ή γρήγορα θα βρεθεί υπό την πίεση να κάνει κάτι τέτοιο, αφού το πρόγραμμα πέφτει διαρκώς έξω.
Ο κ. Ολάντ είναι φανερό ότι θέλει να δείξει πως “νοιάζεται” για τα προβλήματα των Νοτίων, ότι τους ασκεί επιρροή και ίσως επιδιώκει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να συγκροτήσει κάποιου είδους “μέτωπο” απέναντι στη Γερμανία κάποια στιγμή. Στην πραγματικότητα, όμως, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας του, κυρίως στην οικονομία δεν του δίνουν μεγάλη ευχέρεια κινήσεων.
Ετσι, πέρα από τις “business as usual” που συζητήθηκαν στο παρασκήνιο, καθώς οι υψηλοί επισκέπτες προωθούν τα γαλλικά συμφέροντα στις δουλειές που θα γίνουν στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα, οι προσδοκίες δεν είναι, δυστυχώς, μεγάλες.
Οι ρητορικές επικλήσεις στην ανάπτυξη και τις θυσίες του ελληνικού λαού, δεν σώζουν την κατάσταση, ούτε μπορούν να αποτρέψουν την προϊούσα καταστροφή.
Η μόνη ελπίδα είναι να συγκροτηθεί ένα ουσιαστικό πολιτικό μέτωπο στην Ευρώπη για την ανατροπή της της περιοριστικής πολιτικής που στραγγαλίζει τις οικονομίες όλου του Νότου.
Όμως, προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Εκτός κι αν οι εξελίξεις στην Ιταλία αποσταθεροποιήσουν τη σημερινή ισορροπία και αναγκάσουν και τους άλλους Νότιους να “τρέξουν”.
Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου