Πολύ συχνά ακούγεται ότι οι Ευρωπαίοι εξαθλιώνουν τη χώρα επί σκοπώ προκειμένου να αποκτήσουν κοψοχρονιά τα πιο πολύτιμα δημόσια ή ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία.
Αν όντως ισχύει αυτό, τότε το σχέδιο δεν φαίνεται να πηγαίνει πολύ καλά.
Στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, για παράδειγμα, τις μεγαλύτερες... προσφορές φέρονται να καταθέτουν ρωσικά συμφέροντα, ξεσηκώνοντας μάλιστα αντιδράσεις από την πλευρά της Δύσης, η οποία έως στιγμής έχει λάμψει διά της απουσίας της.
Στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, έντονη είναι η παρουσία συμφερόντων από την Κίνα, την πρώην Ανατολική Ευρώπη, από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς όμως να εμφανίζονται πρωταγωνιστικά «ευρωπαϊκές δυνάμεις» από τις χώρες του πυρήνα, που θεωρητικά θα μπορούσαν να έχουν ισχυρό λόγο μέσω της τρόικας.
Σε ό,τι αφορά θέματα real estate, βλέπουμε έως στιγμής κυριαρχία του ενδιαφέροντος αραβικών συμφερόντων (με πρώτο το περίφημο πλέον Κατάρ), χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος ευρωπαϊκός κολοσσός.
Ακριβώς τα ίδια παρατηρούνται και στον τραπεζικό κλάδο, όπου αντιθέτως είχαμε μάλιστα και αποχωρήσεις «όπως-όπως» των ευρωπαϊκών συμφερόντων που επένδυσαν στην Ελλάδα σε καλύτερες εποχές.
Μέχρι λοιπόν τη στιγμή που θα αναστραφεί αυτή η κατάσταση, ίσως θα έπρεπε να μας απασχολήσει περισσότερο το ενδεχόμενο μαζικής απόκτησης κρίσιμων υποδομών και περιουσιακών στοιχείων από συμφέροντα που προέρχονται «Ανατολικά» και όχι «Δυτικά» της Ελλάδος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον γενικότερο και όχι αυστηρά γεωγραφικό προσανατολισμό τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι συγκεκριμένες μεγάλες χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλοεπενδυτών της ίδιας της Δύσης, αλλά με τρόπο συνήθως αυστηρά ελεγχόμενο, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάποιοι θα πουν ότι το χρήμα δεν έχει χρώμα ούτε και οσμή, ωστόσο στην πράξη κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην εποχή μας, η σχέση επενδύσεων, οικονομικής εξάρτησης και πολιτικών ή αμυντικών συσχετισμών είναι εντονότατη. Κορυφαίοι αναλυτές άλλωστε υπαινίσσονται ότι πλέον ο πόλεμος γίνεται συχνά με υπόγεια οικονομικά όπλα.
Όπως και να έχει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλευση μεγάλων επενδύσεων από μια τρίτη χώρα μεταλαμπαδεύει στον αποδέκτη αυτών των επενδύσεων κι ένα μέρος της γενικότερης κυρίαρχης «κουλτούρας» που επικρατεί στην επενδύουσα χώρα.
Από τη μελέτη, για παράδειγμα, των τεκταινομένων στην ιστορικά ορθόδοξη και σύμμαχο Ρωσία, προκύπτει αβίαστα ότι οι επιχειρηματικοί κολοσσοί της δρουν πολλάκις ως «μακρύ χέρι» του Κρεμλίνου, ασκώντας έμμεσα πολιτική πίεση.
Ομοίως το ιδιόρρυθμο μίγμα κρατικού καπιταλισμού που ανθεί στην Κίνα συνοδεύεται όχι μόνο από φαινόμενα που ταιριάζουν αποκλειστικά σε απολυταρχικά καθεστώτα, αλλά και από μια γεύση ευρύτερης εθνικής στρατηγικής μακρόπνοου ορίζοντα.
Υποθέτω ότι είναι ώρα να μου υπενθυμίσει κάποιος αναγνώστης ότι «οι ζητιάνοι δεν επιλέγουν» ώστε να θυμηθώ την οικονομική αδυναμία της χώρας μας.
Πράγματι, η σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπει μεγάλες πολυτέλειες. Καλό όμως είναι να έχουμε συναίσθηση του τι συμβαίνει - και των ευρύτερων ισορροπιών που πρέπει να τηρηθούν. Όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό.
Διότι, υποθέτω, ουδείς από τους θαυμαστές του κινέζικου χρήματος θα ήθελε να ζει με αντίστοιχους όρους δημοκρατίας, όσο Μάο κι αν διάβασε στα νιάτα του.
Το κακό με τις μεγάλες επενδύσεις είναι ότι τελικά μέσω του μεγέθους τους, με το πέρασμα του χρόνου, τείνουν να διαμορφώσουν όρους και «ήθη», όχι μόνο στην αγορά εργασίας, αλλά και στο ίδιο τον τρόπο λειτουργίας των «αγορών» στις οποίες επικεντρώνονται.
Ίσως να αποδειχτεί τελικά δυσάρεστο αν η Ελλάδα του 21ου αιώνα μετατραπεί σε εύπλαστο προγεφύρωμα συμφερόντων, που δεν έχουν ούτε γνήσια δημοκρατική παράδοση, αλλά ούτε και επιχειρηματική παράδοση, τουλάχιστον με την έννοια που έχει επικρατήσει στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες.
Ιδίως όταν οι «μεταρρυθμίσεις» που γίνονται στα εργασιακά και σε άλλους παρεμφερείς τομείς, συνδυαζόμενες με τη γενικότερη απορρύθμιση θεσμών, δείχνουν να κινούνται προς αντίστοιχη κατεύθυνση.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι τόπος αντιαναπτυξιακός, που αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές, χάριν κάποιων αόριστων εθνικών (συχνά απλώς διαπλεκόμενων) συμφερόντων. Δεν πρέπει όμως να εξελιχθεί και σε ξέφραγο αμπέλι προς όφελος των εκάστοτε επενδυτών.
Πρόκειται για ισορροπία δύσκολη ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, ιδίως στην τρέχουσα δυσμενή συγκυρία. Για να εξασφαλιστεί απαιτείται σωστή αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και οργανωμένη ανάλυση της «προστιθέμενης αξίας» που θα προκύψει από την κάθε επένδυση, προκειμένου να διαχυθεί τελικά στο κοινωνικό σύνολο.
Και κυρίως… «μέτρο». Κάτι που δυστυχώς αποτελεί αδύνατο σημείο της νεοελληνικής κουλτούρας..
Γ.Παπανικολάου