Οι αλλαγές έχουν ήδη γίνει ορατές. Ελαστικοποίηση της εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των απολαβών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους.
Δεν σταματούν όμως εκεί...
Ο κόσμος που ξέραμε αλλάζει. Και δεν φταίει μόνον η σπατάλη, η αύξηση των εξόδων του κάθε κράτους.
Αυτό δείχνει η συνολικότητα της κρίσης στη Δύση, με επίκεντρο την Ευρώπη. Αυτό δείχνουν οι απανωτές υποβαθμίσεις στη φερεγγυότητα γιγαντιαίων οικονομιών, που στο τέλος του 20ού αιώνα θα θεωρούνταν... σενάρια αχαλίνωτης φαντασίας.
Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Βρετανία, ακόμη και η ίδια η Γερμανία, το άντρο της σταθερότητας και του εξαγωγικού σφρίγους, αμφισβητούνται ως απόλυτα ασφαλή καταφύγια για το χρήμα.
Την ίδια ώρα, καθώς η πίτα της παγκόσμιας οικονομίας αναδιανέμεται πλέον προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Κίνα), η σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων οικονομιών να μην προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις (τον κοινώς αποκαλούμενο νομισματικό πόλεμο) φαίνεται έτοιμη να σπάσει.
Το πρώτο βήμα το έκανε η Ιαπωνία, κουρασμένη από τις δεκαετίες αναπτυξιακής στασιμότητας. Η Κεντρική Τράπεζα τυπώνει χρήμα και προωθεί την έντονη υποτίμηση του γιεν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου, νεοτεριστικού «πειράματος» που έχει ήδη ονομαστεί Abenomics από το επώνυμο του πρωθυπουργού της χώρας.
Προς το παρόν, βέβαια, οι χώρες του G20 ξορκίζουν με κοινό ανακοινωθέν τα σενάρια για νομισματικούς πολέμους. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν άλλαξε ποτέ με λόγια.
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και απασχόλησης (που απαιτούνται για τη μείωση των χρεών και των ελλειμμάτων) φαντάζουν άπιαστο όνειρο για το «κατεστημένο» της παγκόσμιας οικονομίας. Ιδίως όταν για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες μεγάλο μέρος του παιχνιδιού παίζεται στις εξαγωγές.
Στην πράξη, λοιπόν, το σενάριο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων κερδίζει συνεχώς έδαφος, καθώς άλλες μέθοδοι αποτυγχάνουν και κάθε παίκτης αρχίζει να σκέφτεται «ο σώζων εαυτόν σωθείτω».
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι, αν συμβούν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, μάλλον δεν θα φέρουν αποτέλεσμα. Τουναντίον, θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα, δημιουργώντας ένα νέο καθοδικό σπιράλ.
Για λόγους που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενο σημείωμα και σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο υλοποίησης της παγκοσμιοποίησης, το κέντρο βάρος του κόσμου σταδιακά μετατοπίζεται, συμπαρασύροντας τον δυτικό τρόπο ζωής, αυτόν δηλαδή που όλοι εμείς έχουμε συνηθίσει.
Οι αλλαγές έχουν ήδη γίνει ορατές. Ελαστικοποίηση της εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των απολαβών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους. Δεν σταματούν όμως εκεί.
Σταδιακά αγγίζουν και τις ανώτερες τάξεις, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι αργά αλλά σταθερά σε ορισμένες χώρες πλησιάζουμε τα όρια της «επανάστασης» των οικονομικά ασθενέστερων. Συμμετοχή των μεγαλοκαταθετών στις τραπεζικές διασώσεις, «κούρεμα» των υποτίθεται «εξασφαλισμένων» ομολογιούχων, σκληρό κυνήγι στους off shore φορολογικούς παραδείσους συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα και για τους έχοντες.
Κοινώς, ο «πλούτος» αρχίζει να περιορίζεται σχεδόν για όλους, με εξαίρεση τους πραγματικούς «μεγιστάνες».
Ταυτόχρονα, ο άγριος ανταγωνισμός, το αγγλοσαξονικό «σκύλος τρώει σκύλο», μοιάζει να είναι η νόρμα της επόμενης καθημερινότητας. Είτε κάποιος αγωνίζεται να έχει εργασία, είτε και να διατηρήσει την επιχείρησή του σε ένα καθεστώς ανηλεούς ανταγωνισμού.
Τέτοιου είδους οικονομικές αλλαγές, όμως, έχουν πάντα κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο.
Τα χρόνια της ευμάρειας στη Δύση, δεκαετίες ολόκληρες, έφεραν μαζί τους μια πρωτόγνωρη πολιτική και πολιτιστική ανεκτικότητα, που δεν ανακόπηκε ούτε από την έξαρση της θρησκευτικής και πολιτισμικής τρομοκρατίας που υπηρέτησε η Αλ Κάιντα.
Όμως, εκεί που απέτυχε ο μακαρίτης Μπιν Λάντεν (αποτελώντας την προσωποποίηση του «κακού» στις αρχές του αιώνα μας) ίσως να πετύχουν, υπόγεια, σταδιακά, οι γεωοικονομικές αλλαγές που έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση.
Το περιστατικό στη Μανωλάδα, πρωτόγνωρο για τη μεταπολεμική Ελλάδα, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η πόλωση γύρω μας, η άνοδος των νοσταλγών της χουντικής... ευμάρειας, η ευκολία απαξίωσης συλλήβδην των «δημοσίων υπαλλήλων», όλα προσπαθούν να μας πουν κάτι.
Το θέμα είναι αν το καταλαβαίνουμε.
Γ.Παπανικολάου