Η δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής επιβεβαίωσε όλους τους φόβους των λίγων εκείνων που προειδοποιούσαν ότι η έξαρση της βίας τα τελευταία χρόνια, πολιτικής ή άλλης, με διάφορες μορφές και για διάφορους λόγους, αποτελούσε σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Οπως και η ρητορική που την υπέθαλπε, τη δικαιολογούσε ή την ενσωμάτωνε σε «λαϊκές» αντιδράσεις και κομματικές... πρακτικές. Ηταν απόλυτα βέβαιο ότι η βία θα κλιμακωνόταν σε σημείο που να μετράμε κάθε τόσο νεκρούς, αρχής γενομένης με τη δολοφονία των τριών αθώων στη Marfin, στη συνέχεια στην Πάρο, μετά στην Αμφιάλη και τώρα στο Νέο Ηράκλειο, χωρίς να αναφερθούμε στα πολλά άλλα περιστατικά όπου από τύχη ή κακό υπολογισμό των δραστών δεν θρηνήσαμε θύματα. Και δίχως να υπολογίζουμε στα θύματα άλλες αμφιλεγόμενες για τα πραγματικά κίνητρα υποθέσεις.
Η Ελλάδα είναι μάλλον η μόνη, «ευνομούμενη» υποτίθεται, χώρα της Ευρώπης στην οποία υπάρχει μία συνεχής τρομοκρατική δραστηριότητα «εσωτερικής παραγωγής», σε μια μακρά περίοδο πολιτικής σταθερότητας, κατά γενική ομολογία. Είναι πολλές ίσως οι αμαρτίες που βαρύνουν τη λεγόμενη Μεταπολίτευση, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι επικράτησε πολιτική σταθερότητα, σε σύγκριση με το θυελλώδες παρελθόν αυτής της χώρας. Ούτε κανείς μπορεί να αρνηθεί ότι κατά την ίδια περίοδο οι πολίτες απολάμβαναν και συνεχίζουν να απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία. Σε βαθμό ασυδοσίας πολύ συχνά, είναι η αλήθεια, καθώς η διοικητική μηχανή του κράτους και η Δικαιοσύνη υπολειτουργούσαν, στο όνομα μιας εντελώς στρεβλής αντίληψης περί δικαιωμάτων, ισότητας και γενικά δημοκρατίας. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα όταν ξέσπασε η κρίση, αλλά, δυστυχώς, ούτε η εμπεδωμένη νοοτροπία της κοινωνίας άλλαξε ούτε η λειτουργία κράτους και Δικαιοσύνης βελτιώθηκε κατά τρόπο αξιοσημείωτο.
Μόνιμα λησμονείται όμως ότι η άσκηση πολιτικής βίας στην Ελλάδα δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Αντίθετα, αποτελεί ενδημικό φαινόμενο από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αφού και τότε είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Μετά την ανεξαρτησία δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, ξεσπούσαν τοπικές ανταρσίες, υπήρχαν περίοδοι αναρχίας, έμειναν στην ιστορία ταραχές με επωνυμίες «λαυρεωτικά», «σκιαδικά», «βατοπεδινά», συγκρούσεις για τη γλώσσα, συγκρούσεις μεταξύ οπαδών κομμάτων, φόνοι πρωθυπουργών (Δεληγιάννης) και βασιλέων (Γεώργιος ο Α΄), απεργίες με νεκρούς, μεγάλοι και μικροί διχασμοί, διωγμοί αντιπάλων από βασιλικούς και βενιζελικούς, απανωτά κινήματα, απόπειρες δολοφονίας (κατά Ελ. Βενιζέλου) και δολοφονίες (Ιων Δραγούμης), εξορίες πολιτικών, δικτατορίες, αλληλοσκοτωμοί, εμφύλιος πόλεμος, αστυνομικό κράτος, βίαιες διαδηλώσεις με νεκρούς, νέες δολοφονίες (Γρ. Λαμπράκης), δικτατορία της 21ης Απριλίου, Πολυτεχνείο. Ασχέτως των αιτίων και του δικαίου ή του αδίκου των διαφόρων πλευρών, μιλάμε για ένα τόπο σε συνεχή αναταραχή, με τις πολιτικές διαφορές να λύνονται σε μόνιμη βάση σχεδόν με τη βία. Είτε των εκάστοτε κρατούντων είτε των άλλων που ήθελαν να τους ρίξουν. Αυτή η παράδοση τρέφει και τώρα δολοφόνους.
Με ένα τέτοιο ιστορικό και με έναν πληθυσμό εθισμένο στην έννοια της βίας, θα περίμενε κανείς ότι κόμματα, μίντια και κράτος θα είχαν γίνει σοφότερα και θα ζητούσαν την πάταξή της απ’ όπου και αν προέρχεται, για να θωρακίσουν τη δημοκρατία. Ας ελπίσουμε ότι ποτέ δεν είναι αργά, γιατί αν είναι, «μαύρο φίδι που μας έφαγε» για άλλη μια φορά.
Του κ.Αγ.Στάγκου