Η Ελλάδα δεν έχει σχεδόν καμία πιθανότητα να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει από το εξωτερικό, ενώ μειώνεται με ταχύτητα η πιστοληπτική της ικανότητα, σύμφωνα με Έκθεση του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Πολιτική (CEP) του Φράιμπουργκ, την οποία επικαλείται η εφημερίδα «Die Welt».
«Οι Έλληνες εξακολουθούν να ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους» επισημαίνει η εφημερίδα, επικαλούμενη... στοιχεία της Έκθεσης που υποδεικνύουν ότι «το ποσοστό κατανάλωσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα δεν είναι το υψηλότερο μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση», με το ποσοστό αυτό να ξεπερνά το 100% από το 2002, ενώ αυξήθηκε και πέρυσι.
Αυτό, σύμφωνα με την εφημερίδα, σημαίνει ότι η Ελλάδα υπερχρεώνεται όλο και περισσότερο στο εξωτερικό προκειμένου να χρηματοδοτήσει καταναλωτικές δαπάνες, γεγονός το οποίο οξύνει την κρίση.
«Χωρίς δραστική μείωση του ποσοστού κατανάλωσης, δεν είναι δυνατόν η χώρα να ανακτήσει την πιστοληπτική της ικανότητα», τονίζει το CEP και συμπεραίνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για τέτοια πολιτική περικοπών, με συνέπεια η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίζει να πέφτει και μάλιστα σαφώς ταχύτερα από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης - για αυτό και η Ελλάδα, για αρκετό διάστημα θα συνεχίσει να εξαρτάται από την βοήθεια άλλων χωρών.
Στο δημοσίευμα αναφέρεται ακόμη ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, αντιθέτως από την εντύπωση που δημιουργούν επίσημα στοιχεία από την Αθήνα, καθόλου τάσεις βελτίωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε σύγκριση με το 2012, οπότε καταγράφηκαν επιτυχίες στο πεδίο της σταθεροποίησης, το 2013 σημειώθηκε επιδείνωση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του CEP.
Οι καθαρές εισροές κεφαλαίων υποχώρησαν και πάλι το 2013, ωστόσο, αντί να γίνουν περικοπές στην κατανάλωση, οι επενδύσεις υποχώρησαν, κάτι το οποίο οδήγησε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας και κατ' επέκταση των δυνατοτήτων για ανάπτυξη.
Διευκρινίζεται ότι το CEP στη μελέτη του και ειδικά στον δείκτη «Default-Index 2014» δεν υπολογίζει μόνο το χρέος των χωρών, αλλά και την επενδυτική δραστηριότητα σε αυτές, καθώς, όπως επισημαίνεται, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων επηρεάζει την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας.
Στην ίδια μελέτη καταγράφονται πάντως ανησυχίες και για την μείωση της πιστοληπτική ικανότητας της Φινλανδίας και του Βελγίου, οι οποίες καθίστανται πλέον «προβληματικές», ενώ επιδεινώνεται και η κατάσταση της Ιταλίας και εκφράζονται ανησυχίες και για την Γαλλία.
Θετικές είναι, αντίθετα, οι εκτιμήσεις για την Ιρλανδία και την Ισπανία.
«Οι Έλληνες εξακολουθούν να ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους» επισημαίνει η εφημερίδα, επικαλούμενη... στοιχεία της Έκθεσης που υποδεικνύουν ότι «το ποσοστό κατανάλωσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα δεν είναι το υψηλότερο μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση», με το ποσοστό αυτό να ξεπερνά το 100% από το 2002, ενώ αυξήθηκε και πέρυσι.
Αυτό, σύμφωνα με την εφημερίδα, σημαίνει ότι η Ελλάδα υπερχρεώνεται όλο και περισσότερο στο εξωτερικό προκειμένου να χρηματοδοτήσει καταναλωτικές δαπάνες, γεγονός το οποίο οξύνει την κρίση.
«Χωρίς δραστική μείωση του ποσοστού κατανάλωσης, δεν είναι δυνατόν η χώρα να ανακτήσει την πιστοληπτική της ικανότητα», τονίζει το CEP και συμπεραίνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για τέτοια πολιτική περικοπών, με συνέπεια η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίζει να πέφτει και μάλιστα σαφώς ταχύτερα από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης - για αυτό και η Ελλάδα, για αρκετό διάστημα θα συνεχίσει να εξαρτάται από την βοήθεια άλλων χωρών.
Στο δημοσίευμα αναφέρεται ακόμη ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, αντιθέτως από την εντύπωση που δημιουργούν επίσημα στοιχεία από την Αθήνα, καθόλου τάσεις βελτίωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε σύγκριση με το 2012, οπότε καταγράφηκαν επιτυχίες στο πεδίο της σταθεροποίησης, το 2013 σημειώθηκε επιδείνωση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του CEP.
Οι καθαρές εισροές κεφαλαίων υποχώρησαν και πάλι το 2013, ωστόσο, αντί να γίνουν περικοπές στην κατανάλωση, οι επενδύσεις υποχώρησαν, κάτι το οποίο οδήγησε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας και κατ' επέκταση των δυνατοτήτων για ανάπτυξη.
Διευκρινίζεται ότι το CEP στη μελέτη του και ειδικά στον δείκτη «Default-Index 2014» δεν υπολογίζει μόνο το χρέος των χωρών, αλλά και την επενδυτική δραστηριότητα σε αυτές, καθώς, όπως επισημαίνεται, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων επηρεάζει την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας.
Στην ίδια μελέτη καταγράφονται πάντως ανησυχίες και για την μείωση της πιστοληπτική ικανότητας της Φινλανδίας και του Βελγίου, οι οποίες καθίστανται πλέον «προβληματικές», ενώ επιδεινώνεται και η κατάσταση της Ιταλίας και εκφράζονται ανησυχίες και για την Γαλλία.
Θετικές είναι, αντίθετα, οι εκτιμήσεις για την Ιρλανδία και την Ισπανία.